Πριν από λίγο καιρό έπεσε στα χέρια μας μια επιστολή ενός γηραιού ευρωπαίου πρέσβη ο οποίος είχε υπηρετήσει επί μακρόν στη χώρα μας. Η επιστολή απευθυνόταν σε κάποιον ανώτατο ευρωπαίο αξιωματούχο, από αυτούς που κινούν σήμερα τη νήματα στη διακυβέρνηση της χώρας (τα ονόματα είναι στη διάθεσή μας). Στην επιστολή αναφέρονται κάποιες συμβουλές του έμπειρου διπλωμάτη, ο οποίος, ας σημειωθεί, είναι βαθύς γνώστης του Ελληνικού Πολιτισμού, προς τον νεαρό αξιωματούχο της Τρόϊκας, ο οποίος κυβερνά μέχρι τώρα «de facto» τη χώρα. Ιδού μερικά αποσπάσματα:
Αγαπητέ Πωλ..
…Ο Έλληνας είναι πιο εγωιστής από εμάς και συνεπώς από όλα τα έθνη του κόσμου. Το άτομό του είναι «πάντων χρημάτων μέτρον» κατά το ρητό του Πρωταγόρα. Αδέσμευτο, αυθαίρετο και ατίθασο, αλλά και αληθινά ελεύθερο, ορθώνεται το «εγώ» των Ελλήνων. Χάρις σε αυτό σκεφθήκανε πηγαία, πρώτοι αυτοί, όσα εμείς αναγκαζόμαστε σήμερα να σκεφθούμε σύμφωνα με την σκέψη τους. Χάρις σε αυτό βλέπουν με τα μάτια τους και όχι με τα μάτια εκείνων που είδαν πριν από αυτούς. Χάρις σε αυτό η σχέση τους με το σύμπαν, με τα πράγματα και τους ανθρώπους δεν μπαγιατεύει , αλλά είναι πάντα νέα, δροσερή και το κάθε τι, χάρις σε αυτό το «εγώ» αντιχτυπάει σαν πρωτοφανέρωτο στην ψυχή τους. Είναι όμως και του καλού και του κακού πηγή τούτο το χάρισμα. Το ίδιο «εγώ» που οικοδομεί τα ιδανικά πολιτικά συστήματα, αυτό διαλύει και τις πραγματικές πολιτείες των ανθρώπων.
Και ήρθανε καιροί όπου ο ελληνικός εγωισμός ξέχασε την τέχνη που οικοδομεί τους ιδανικούς κόσμους, αλλά δεν ξέχασε την τέχνη που γκρεμίζει τις πραγματικές πολιτείες. Και εμείς τους συναντήσαμε, φίλτατε Πωλ, σε τέτοιους καιρούς και γι αυτό η κρίση μας γι αυτούς συμβαίνει να είναι τόσο αυστηρή που κάποτε καταντά άδικη. Αλλά και πώς να μην είναι; Το ελληνικό άτομο περιφρονεί τον νόμο. Δεν παραδέχεται άλλη κρίση δικαίου παρά την ατομική του, που δυστυχώς στηρίζεται σε ατομικά κριτήρια. Απορείς πως η πατρίδα των πιο μεγάλων νομοθετών, έχει τόση λίγη πίστη στον νόμο. Και όμως από τέτοιες αντιθέσεις πλέκεται η ψυχή των ανθρώπων και η πορεία της ζωής των.
Σπάνια οι Έλληνες πείθονται «τοις κείνων ρήμασι». Πείθονται μονό στα ρήματα τα δικά τους και η αλλάζουν τους νόμους κάθε λίγο ανάλογα με τα κέφια της στιγμής , η όταν δεν μπορούν να τους αλλάξουν , τους αντιμετωπίζουν σαν εχθρικές δυνάμεις και τότε μεταχειρίζονται εναντίον τους η τη βία η τον δόλο. Α! πόσο την χαίρεται ο Έλληνας την εύστροφη καταδολίευσή τους, τους σοφιστικούς διαλογισμούς που μεταβάλλουν τους νόμους σε ράκη! Ο Έλληνας έχει την πιο αδύνατη μνήμη από μας, έχει λιγότερη συνέχεια στον πολιτικό του βίο. Είναι ανυπόμονος και κάθε λίγο, μόλις δυσκολέψουν λίγο τα πράγματα, αποφασίζει ριζικές μεταρρυθμίσεις.
Θες να σαγηνεύσεις του ψηφοφόρους σε μια πόλη ελληνική; Πες τους: «Σας υπόσχομαι αλλαγή» Πες τους: «Θα θεσπίσω νέους νόμους» Αυτό αρκεί. Με αυτό χορταίνει η ανυπομονησία τους, το αψίκορο πάθος του. Τι φαεινές συλλήψεις θα βρεις μέσα σε αυτά τα ελληνικά δημιουργήματα της ιδιοτροπίας της στιγμής!
Και αλλού συνεχίζει ο έμπειρος διπλωμάτης:
Φίλε Πωλ…
Οι Έλληνες λίγα πράγματα σέβονται και σπάνια όλοι τους τα ίδια. Και προς καλού και προς κακού στέκουν επάνω από τα πράγματα. Για να κρίνουν αν ένας νόμος είναι δίκαιος, θα τον μετρήσουν με το μέτρο της προσωπικής τους περίπτωσης ακόμα κι όταν υπεύθυνα τον κρίνουν στην εκκλησία η στο δικαστήριο.
Ο Έλληνας ζητεί από τον νόμο δικαιοσύνη για την δική του προσωπική περίπτωση. Εάν τύχει και ο νόμος, δίκαιος στην ολότητά του και δεν ταιριάζει σε λίγες περιπτώσεις όπως η δική του, δεν μπορεί αυτό να το παραδεχτεί. Και εν τούτοις δυόμισι χιλιάδες χρόνια τώρα το διακήρυξε ο μεγάλος τους Πλάτων (που ελάχιστοι πια μελετούν), πως τέτοια είναι η μοίρα και η φύση των νόμων, πως άλλο νόμος και άλλο δικαιοσύνη. Το διακήρυξε αυτό και ο Σταγειρίτης, χωρίζοντας το δίκαιο από το επιεικές. Δεν δέχεται να θυσιάσει την δική του περίπτωση, το δικό του εγώ σε έναν νόμο σκόπιμο και δίκαιο στην γενικότητά του. Έτσι είναι πολλοί στη χώρα που τώρα πρόκειται να διοικήσεις.
Λέγοντας πως ο Έλληνας αδιαφορεί για τον πλησίον του, κάτι άλλο θέλω να πω, αλλά μου πέφτει δύσκολο να σου το εξηγήσω. Θα αρχίσω με παραδείγματα, που αν προσέξεις, ανάλογα θα δεις και εσύ ο ίδιος πολλά με τα μάτια σου. Ακόμη υπάρχουν ποιητές πολλοί και τεχνίτες στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας. Πλησίασέ τους καθώς είναι χρέος σου και πες μου αν άκουσες κανέναν από αυτούς ποτέ να επαινεί τον ομότεχνό του. Δεν χάνει τον καιρό του σε επαίνους ο Έλληνας. Δεν χαίρεται τον έπαινο. Χαίρεται όμως τον ψόγο και γι αυτόν πάντα βρίσκει καιρό. Για την κατανόηση, την αληθινή, αυτήν που βγαίνει από την συμπάθεια γι αυτό που κατανοείς, δεν θέλει τίποτε να θυσιάσει. Το κίνητρο της δικαιοσύνης δεν τον κινεί για να επαινέσει ότι αξίζει τον έπαινο. Όχι πως δεν θα ήθελε να είναι δίκαιος, αλλά δεν αντιλαμβάνεται καν την αδικία που κάνει στον άλλο. Θαυμάζει ότι είναι ο δικός του κόσμος. Κάθε άλλον τον υποτιμά !
Όταν ένας πολίτης άξιος, δεν αναγνωρίζεται κατά την αξία του, λέει ο Έλληνας: αφού δεν αναγνωρίζομαι εγώ ο αξιώτερός του, τι πειράζει αν και αυτός δεν αναγνωρίζεται; Ο εγωκεντρισμός αφαιρεί από τον Έλληνα την δυνατότητα να είναι δίκαιος.
Μόνον όταν δημιουργηθούν συμφέροντα που συμβαίνει να είναι κοινά σε πολλά άτομα μαζί, βλέπεις την συναδέλφωση και την αλληλεγγύη.
Στον κάθε Έλληνα τα ιδανικά είναι ατομικά. Γι’ αυτό οι πολιτικές των φατρίες είναι φατρίες συμφερόντων, και το ιδανικό του κάθε ηγέτη είναι ο εαυτός του.
Και συνεχίζει:
Λοιπόν Πωλ, μήπως νομίζεις ότι υπερβάλω καλέ μου φίλε; Μήπως βλέπω το θαυμαστό γένος των ελλήνων με τα μάτια της γεροντικής κακίας; Μα είναι χρόνια τώρα που με το λυχνάρι και με του ήλιου το φως διαβάζω Αριστοφάνη, Δημοσθένη, Ευριπίδη, Θεόφραστο, Επίκουρο, Ζήνωνα, Χρύσιππο και όλο και βεβαιώνομαι περισσότερο πως δεν είμαι μόνος στον τρόπο που τους κρίνω. Όχι φίλε μου. Δε βλέπω πως είμαι άδικος όταν λέγω πως πρόθεσή τους συνήθως δεν είναι να ξεπεράσουν σε αξιότητα η και σε καλή φήμη τον αντίπαλό τους, αλλά να τον κατεβάσουν στα μάτια του κόσμου κάτω από την δική τους θέση, όποια κι αν είναι. Την αρχαία «Ύβριν» των την κατεβάσανε στο χαμηλότερο επίπεδο. Κάποτε με τούτη την ισοπέδωση προς τα κάτω νομίζουν ότι επαναφέρουν το πολίτευμά τους στην ορθή του βάση. Μάταια ξεχώρισε ο μεγάλος Σταγειρίτης την «δημοκρατία» (δηλ. οχλοκρατία) από την «πολιτεία» (δηλ. ορθή δημοκρατία). Η θέλησή τους για ισότητα, άμα την αναλύσεις, θα δεις ότι δεν απορρέει από την αγάπη της δικαιοσύνης, αλλά από τον φθόνο της υπέρτερης αξίας. «Μια που εγώ, λέει ο Έλληνας, δεν είμαι άξιος να ανέβω ψηλότερα από σένα, τότε τουλάχιστον και εσύ να μην ανεβείς από μένα ψηλότερα. Συμβιβάζομαι με την ισότητα».
Συμβιβάζεται με την ισότητα ο Έλληνας, γιατί τι άλλο είναι παρά συμβιβασμός να πιστεύεις ανομολόγητα πως αξίζεις την πρώτη θέση και να δέχεσαι μία ίση με των άλλων! Μέσα του λοιπόν δεν αδικεί τόσο ο έλληνας, όσο πλανάται. Γεννήθηκε με την ψευδαίσθηση της υπεροχής. Και ύστερα θα συναντήσεις και μεταξύ των ελλήνων την άλλη ψευδαίσθηση που τους κάνει να υπερτιμούνε την μία αρετή που έχουν και να υποτιμούν τις άλλες που τους λείπουν.
Ξέρω πως φαίνομαι τάχα κακός και άδικος με τους Έλληνες. Ας συνεχίσω λοιπόν έναν έπαινο γι αυτούς, για να ξεπλύνω έτσι κάπως την μομφή σου. Ο εγωισμός δεν κάνει τους Έλληνες μόνο κακούς πολίτες στην αγορά, τους κάνει και καλούς στρατιώτες σον πόλεμο. Έχουν αιώνων τρόπαια που μέσα στην μνήμη τους γίνονται σαν νόμοι άγραφοι και επιβάλλουν την περιφρόνηση της κακουχίας και του κινδύνου
Μα δεν είναι μόνο στον πόλεμο ο Έλληνας γενναίος και άξιος μαχητής, αλλά και στην ειρήνη. Ακριβώς γιατί η γενναιότητά του δεν είναι συλλογική, σαν των περισσοτέρων λαών, αλλά ατομική, γι αυτό δεν φοβάται, και εκεί που βρίσκεται μόνος του, να ριψοκινδυνεύσει, στην ξενιτιά, στο παράτολμο ταξίδι, στην εξερεύνηση του αγνώστου.
Αναρωτιέσαι κάποτε γιατί τα τολμάει αυτά τα παράτολμα ο Έλληνας;
Επειδή είναι γενναίος ο Έλληνας, είναι και παίκτης. Παίζει την περιουσία του, την ζωή του και κάποτε την τιμή του. Γεννήθηκε για να σκέπτεται μόνος, για να δρα μόνος, για να μάχεται μόνος και γι αυτό δεν φοβάται την μοναξιά.
Οι Έλληνες δε δέχονται, όσο αφήνεται η φύση τους ελεύθερη , να μοιραστούν τίποτε με κανέναν. Το πρώτο γραπτό μνημείο τους, αρχίζει με έναν καυγά , γιατί θελήσανε να κάνουν μοιρασιά ανάμεσα σε άντρες που μοιρασιά δεν δέχονται.
Και μια που πήρα τον δρόμο των επαίνων, άκουσε και αυτόν, που δεν είναι και ο μικρότερος. Οι αυστηρές κρίσεις που σου γράφω παραπάνω, θαρρείς πως είναι μόνο δικές μου; Τις πιο πολλές τις διδάχτηκα από έναν Έλληνα, από τον Επίκτητο.
Νέος τον διάβασα να εξηγεί το μέγα δράμα του γένους του. Ήσυχα, καθαρά, με την ακριβολογία και την χάρη που σφράγιζε τον λόγο του, μας ετοίμαζε για έναν κόσμο που είχε πια περάσει, για μίαν Ατλαντίδα που είχε κατακαλύψει ο Ωκεανός.
Κάποτε κάνοντας την απολογία της πατρίδας του, μας έλεγε: «Δεν είναι τόσο δίκαια τα ανθρώπινα, ώστε μόνο αμαρτήματα να είναι οι αιτίες των τιμωριών. Η Τύχη, η τυφλή θεά, η τελευταία στην οποία θα πάψω να πιστεύω, πρόδωσε συχνά τους Έλληνες στον δρόμο τους. Αλλά και αυτοί, πρόσθετε, τη συντρέξανε με τον δικό τους τρόπο».
Μην νομίσεις όμως πως μόνο ένας Επίκτητος κατέχει την αρετή του «γνώθι σ’ αυτόν». Σε κάθε κόχη, απάγκια της αγοράς κάθε πόλης, σε κάθε πλάτανο από κάτω της ευλογημένης Ελληνικής γης, θα βρεις και έναν Έλληνα, αδυσώπητο κριτή του εαυτού του. Και εύκολα θα σου ξανοιχτεί και ας είσαι ξένος. Αρκεί εσύ να μην αρχίσεις να κακολογείς τίποτε το Ελληνικό, γιατί τότε ξυπνάει μέσα του μια άλλη αρετή, η Περηφάνια…
(Φυσικά, όπως αρκετοί θα καταλάβατε, το παραπάνω απόσπασμα είναι από μια φάρσα του αείμνηστου Κωνσταντίνου Τσάτσου που δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία του 1954 με τίτλο Οξυρρύγχειοι Πάπυροι, τους οποίους υποτίθεται ότι μετέφρασε και στους οποίους αναφέρεται ένας υποτιθέμενος Ρωμαίος συγκλητικός Μενένιος Άππιος συμβουλεύει ένα νεαρό φίλο του Ατίλιο Νάβιο, ο οποίος τον διαδέχεται στην διακυβέρνηση της Αχαΐας και τον συμβουλεύει για το πώς μπορεί να χειριστεί τους Έλληνες. Ας μου συγχωρεθεί η προσαρμογή, αλλά θεωρώ ότι είναι, σκληρά, επίκαιρη)