Εκείνοι που εξέφραζαν την ελπίδα πως η Ευρωζώνη ‘έχει πλέον τα χειρότερα πίσω της’ απλά διαψεύστηκαν. Μετά από τέσσερις μήνες ανάπαυλας η κρίση χρέους της Ευρωζώνης επιστρέφει δριμύτερη.
Η οικονομική και πολιτική σφαίρα ζουν ξανά επαναλήψεις από προηγούμενα κραχ. Στις αγορές η ανακουφιστική επιρροή της πλημμύρας ρευστότητας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας προς τις εμπορικές τράπεζες ξεφτάει. Οι αποδόσεις των ισπανικών και ιταλικών ομολόγων ανεβαίνουν εκ νέου, μόνο που αυτή τη φορά τις μεγαλύτερες πιέσεις δέχεται η Μαδρίτη. Την περασμένη βδομάδα οι αποδόσεις του ισπανικού 10ετούς ξεπέρασαν το 6%. Το κόστος δανεισμού και των δύο αυτών κρατών είναι σημαντικά υψηλότερο απ’ ό,τι το Μάρτιο.
Η επιστροφή της αβεβαιότητας αντανακλάται ακόμη και στις χρηματιστηριακές αγορές. Την περασμένη βδομάδα όλοι οι βασικοί δείκτες ανεβοκατέβαιναν σαν ασανσέρ από μέρα σε μέρα, χαρακτηριστικό σημάδι ενίσχυσης της αβεβαιότητας.
Στην Ευρωζώνη οι πολιτικοί ψίθυροι και οι διαξιφισμοί άρχισαν ξανά να παίρνουν τη θέση των ελπιδοφόρων επιδείξεων ενότητας και προόδου. Όταν κάποιος υποχρεώνεται να διαψεύσει το ενδεχόμενο εξέτασης ενός ευρωπαϊκού δανείου διάσωσης, όπως αναγκάστηκε να κάνει ο Ισπανός πρωθυπουργός Μαριάνο Ραχόι, δεν δημιουργεί καμία εμπιστοσύνη. Ο Μάριο Μόντι, ο τεχνοκράτης πρωθυπουργός της Ρώμης που κάποτε χαιρετίστηκε ως σωτήρας της Ιταλίας αλλά τώρα πλέον καταγράφει τις πρώτες του πολιτικές ήττες, κατηγόρησε άκομψα την Ισπανία ότι επιδείνωσε το αίσθημα στις αγορές.
Οι εκατέρωθεν κατηγορίες θα μπορούσαν να είναι ανεκτές αν θεωρούνταν ως άκομψη πολιτική τακτική εγχώριας κατανάλωσης, αντανακλούν όμως ένα βαθύτερο πρόβλημα. Η έλευση των Μάριο Μόντι και Μαριάνο Ραχόι στην εξουσία σηματοδότησε μια θαυμαστή ευκαιρία για μια αποφασιστική αλλαγή στη διαχείριση της κρίσης από πλευράς της Ευρώπης. Ο Μάριο Μόντι ανήλθε στην εξουσία με αδιαμφισβήτητη αξιοπιστία έναντι της υπόλοιπης Ευρώπης. Ο Μαριάνο Ραχόι ανέλαβε την ισπανική κυβέρνηση με μια πολύ ισχυρή πολιτική εντολή χάρη στη συντριπτική του εκλογική νίκη. Αυτό έθετε και τους δύο τους σε πλεονεκτική θέση προκειμένου να οδηγήσουν την Ευρωζώνη σαν σύνολο σε μια πιο εποικοδομητική πολιτική.
Οι δύο άνδρες έδωσαν αναμφισβήτητα στην ΕΚΤ την πολιτική κάλυψη για να επεκτείνει τις λειτουργίες της. Αλλά παράλληλα έχασαν τη μάχη για μια πιο ισορροπημένη δημοσιονομική προσέγγιση. Ένα δημοσιονομικό σύμφωνο που θα άξιζε το όνομά του θα έπρεπε να συνδυάζει τη σύσφιξη στις ελλειμματικές χώρες με την επέκταση στις πλεονασματικές χώρες. Αντί γι’ αυτό, έχουμε μια καθολική λιτότητα που θα διαβρώσει τα κέρδη της δημοσιονομικής πειθαρχίας συρρικνώνοντας την οικονομική παραγωγή μέσα από την οποία θα μπορούσαν να εξυπηρετηθούν το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος.
Ο Μάριο Μόντι αποφάσισε να μην ασκήσει πιέσεις προς αυτή την κατεύθυνση ενώ η άτεχνη εξέγερση του Ραχόι ενάντια στη λιτότητα του στέρησε την εύνοια των εταίρων του στην Ευρωζώνη. Παρά ταύτα οι μεταρρυθμίσεις που Μόντι και Ραχόι προωθούν – αν και δεν αρκούν – τους δίνουν όλη την αξιοπιστία που χρειάζονται προκειμένου να ζητήσουν περισσότερη λογική και περισσότερη αλληλεγγύη από τον ευρωπαϊκό πυρήνα. Αυτός θα έπρεπε να είναι ο στόχος τους και όχι να κατηγορούν ο ένας τον άλλον