Δεκατρείς ημέρες προ των εκλογών, η ατζέντα χρωματίζεται, μεταξύ πολλών άλλων, από δύο φόβους: τον φόβο της ακροδεξιάς και τον φόβο της ακυβερνησίας. Και οι δύο φόβοι έχουν πραγματική βάση, αλλά, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, υπερτονίζονται καθυστερημένα και υστερόβουλα, χωρίς να αναδεικνύονται οι γενεσιουργές αιτίες και χωρίς να εντοπίζονται οι συνέπειες στις πραγματικές διαστάσεις.
Ως προς την ακυβερνησία: τα δύο μεγάλα κόμματα που έχουν ακεραία την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας επί 38ετία, άρα και την κύρια ευθύνη για το σημερινό ναυάγιο, ζητούν ψήφο για να ξανακυβερνήσουν, με τα ίδια πρόσωπα, με ίδιες δομές, ίδιες πρακτικές. Ο κατεδαφιστής είναι ο πιο άξιος οικοδόμος, λένε, και ψελλίζουν συμπληρωματικά και μια συγγνώμη. Παράδοξο; Οχι. Δυστυχώς, οι άνθρωποι αυτοί, κατά τεκμήριο ανεπαρκείς και λιπόψυχοι, δεν μπορούν να εννοήσουν τη ζωή τους εκτός εξουσίας. Ακόμη και η νομή των ερειπίων είναι λόγος ύπαρξης γι’ αυτούς.
Ωστε ως ακυβερνησία εννοούν οποιαδήποτε μορφή διακυβέρνησης που δεν θα τους περιλαμβάνει. Δεν μπορούν καν να συλλάβουν ότι η Ιστορία, υπό τη μορφή της αδυσώπητης κρίσης, αλέθει τώρα τα πάντα: οικονομικές δομές, διοίκηση, αδρανείς νοοτροπίες, ανθρώπους. Και ασφαλώς θα αλέσει και τους ίδιους, τους περισσότερους. Ναι, πράγματι, είναι πιθανή η ακυβερνησία: πιθανότατα η χώρα να μην κυβερνηθεί από τα παρηκμασμένα πρόσωπα που κυβερνούσαν έως τώρα.
Η ανάδυση της νεοναζιστικής πανώλης στην κεντρική σκηνή επίσης οφείλεται εν μέρει στην αβελτηρία, την υστεροβουλία και τον καιροσκοπισμό που επέδειξε το κυβερνών δίπολο πρωτίστως, κατά τη διάρκεια κρίσιμων κοινωνικών και δημογραφικών μετασχηματισμών την περασμένη εικοσαετία. Η εγκατάλειψη ολόκληρων αστικών περιοχών στη φθορά και την παραβατικότητα, η αποχώρηση του δημοκρατικού κράτους από τις θερμές κοινωνικές ζώνες, άφησε τους πολίτες ανυπεράσπιστους και απελπισμένους, πολύ πριν τους αποτελειώσει η οικονομική κρίση. Τα αστικά κόμματα εγκατέλειψαν την πολιτική, εγκατέλειψαν τα μικροαστικά στρώματα στην τύχη τους, και το κενό κατέλαβε ο εξτρεμισμός με μια δημαγωγία που εκμεταλλεύτηκε την έλλειψη ασφάλειας και τον θεμιτό φόβο, για να επιβάλει τον ανορθολογισμό του «αίματος», του «χώματος» και της «τιμής».
Ακόμη χειρότερα: λούμπεν εγκληματικά στοιχεία που πλαισίωσαν τον σκληρό πυρήνα του νεοναζισμού έγιναν ανεκτά στις παρυφές των κρατικών μηχανισμών, προστατεύθηκαν ή και χρησιμοποιήθηκαν ως έμμισθοι. Τα μη λούμπεν στοιχεία της ακροδεξιάς αναδείχθηκαν κοινοβουλευτικά, λευκάνθηκαν διά της λήθης και της αφομοίωσης, υπουργοποιήθηκαν.
Τα όρια γκριζάρησαν, καταργήθηκαν. Ωστε ευλόγως αναρωτιέται σήμερα ο έμφοβος μικροαστός των γκετοποιημένων συνοικιών: Εφόσον η ρητορική συντηρητικών και κεντρώων τείνει να ταυτιστεί με των ακροδεξιών, γιατί να μην προτιμήσω τον αρχέτυπο, τον «δεξιό ακτιβιστή», ο οποίος επιπλέον είναι δραστήριος και δραστικός επί του πεδίου, στον δρόμο;
Ανάμεσα στη λάιτ υστερική δημαγωγία και την ορίτζιναλ Σιδηρά Χείρα, ο πτωχευμένος έμφοβος θα επιλέξει σίδηρο. Διακινδυνεύοντας κατόπιν να βυθιστεί στο αίμα και το χώμα.