Τα «ζωώδη ένστικτα» για τα οποία μιλούσε ο Τζον Μέιναρντ Κέινς έχουν βγει σε αναζήτηση λείας. Οι άνθρωποι είναι κακοδιάθετοι, δύσπιστοι και προβληματισμένοι. Η απόγνωση που προκαλεί η οικονομική κρίση απελευθερώνει τα «ζωώδη ένστικτα» των ανθρώπων. Επιβάλλουν το διττό καθήκον για αλήθεια και δικαιοσύνη. Χωρίς φόβο. Χωρίς οργή καν. Ψυχρά, υπολογισμένα, με βαθιά αίσθηση της ιστορίας. Χωρίς οίκτο για τους πρωταίτιους, τους παραγωγούς της παρακμής, τους εισέτι ολίγους, κρυπτόμενους και ιδιοτελείς.
Ενας νέος διχασμός των πολιτικών μας δυνάμεων, ανάμεσα σε «φιλομνημονιακούς» (στον ένα πόλο) και «αντιμνημονιακούς» (στον άλλο), ενδεχομένως θα μπορούσε να απειλήσει την κορυφαία στρατηγική επιλογή της χώρας μας μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974 – την ένταξή μας στην Ενωμένη Ευρώπη.
Είναι υποκρισία και αυταπάτη να λέμε ότι δεν ζούμε μια καταστροφή, μάλιστα εν προόδω. Είναι προδοσία να μη σκεφτούμε τα πρόσωπα που μας έφεραν στην καταστροφή. Και είναι προδοσία ιστορική, ασυγχώρητη, έναντι εαυτών και τέκνων να μην αναιρέσουμε μία μία τις αιτίες, τις δομές και τα πρόσωπα που μας οδήγησαν στην παρούσα καταβύθιση.
Είναι η αποδιάρθρωση των δύο ανταγωνιστικών κομμάτων της εξουσίας που φανερώνει ότι έχουμε μπει σε έναν άλλο πολιτικό κύκλο, σε μια νέα κοινωνική συνθήκη. Ποιοι, όμως, θα επιβιώσουν μιας πραγματικής κατάρρευσης του υπάρχοντος κόσμου; Κάπως έτσι συνέβη και την ημέρα που τέλειωσε η Μεταπολίτευση. Ηδη σημαντικά τμήματα της κοινωνίας εμφανίζονται οργισμένα και κυριαρχούνται από διάθεση καταδίκης. Το χειρότερο είναι ότι ανιχνεύονται συνθήκες κοινωνικού μίσους, οι οποίες αν επικρατήσουν, θα διαμορφώσουν περιβάλλον τυφλών συγκρούσεων.
Ανησυχητική, δυσοίωνη η εικόνα φτώχειας. Στις δυσοίωνες εικόνες προστίθενται εξίσου δυσοίωνα μηνύματα: για απολυμένους, για επιχειρήσεις που κλείνουν, για κλάδους που φθίνουν. Το ξεχασμένο και απωθημένο φάσμα της φτώχειας, αυτό που είχε παρέλθει οριστικά από την αυτοσυνείδηση των μεσαίων στρωμάτων, κατά τις δεκαετίες της Μεταπολίτευσης, επανήλθε. Το κοινωνικό συμβόλαιο της Μεταπολίτευσης, άλλωστε, στηρίχθηκε σε αυτή τη συνομολογία: ποτέ πια φτώχεια, ποτέ πια διχαστικές διακρίσεις, πολιτικές ή ταξικές. Τώρα, η ένταση της φτώχειας συνοδεύεται από υπόδηλες απειλές κοινωνικών αποκλεισμών και νέων ταξικών διαφορισμών. Γκρεμίζει το κοινωνικό συμβόλαιο μιας 35ετίας. Τα απειλούμενα πλήθη το αισθάνονται· ίσως δεν το συνειδητοποιούν, δεν το αναλύουν, αλλά το αισθάνονται σε κάθε πόρο του δέρματός τους: η απειλή είναι υλική, βιοτική, δεν απειλούνται αορίστως πολιτικά οικουμενικά δικαιώματα. Εξ ου και οι όποιες αντιδράσεις θα είναι αντιδράσεις προς υπεράσπιση των υλικών θεμελίων του βίου και θα είναι αντιδράσεις εν τω βάθει, υπαρξιακά, πολιτικές. Δηλαδή, απρόβλεπτες, πέραν του παρόντος εννοιολογικού πλαισίου με το οποίο αντιλαμβανόμαστε το πολιτικό παιχνίδι.
Περιμένετε να δείτε τα «ζωώδη ένστικτα» να συνεχίζουν να αυξάνονται, μια εσωστρεφή χώρα να προσπαθεί να επιβιώσει και μια νέα κατάσταση πραγμάτων που θα διαρκέσει για πολύ καιρό. Το τέλος εποχής που ζούμε για κάποιους σημαίνει και την αρχή της απόλυτης αυθαιρεσίας...
Η επίκληση της «οργής», του «φόβου», της «ανέχειας» δεν είναι παρά δικαιολογίες για να μην αποδεχθούμε την τρομερή ένταση της πολιτικής βίας. Απλώς ονοματίζουμε αλλιώς το φαινόμενο και το ξορκίζουμε. Σήμερα όμως η οργή για την ανεργία, η οργή κατά των κομμάτων εξουσίας, η οργή για τις χαμένες προοπτικές των νέων είναι πραγματική, υπαρκτή. Αν αυτή η οργή δεν κατευναστεί, τότε η βία θα είναι πολλαπλάσια αυτής που γνωρίσαμε μέχρι σήμερα. Για τούτο φοβάμαι πως το τέλος της Μεταπολίτευσης μπορεί να είναι η αρχή εθνικού διχασμού... Αν κερδίσουν οι αντιμνημονιακοί στις εκλογές, πρέπει να αντιμετωπιστούν, όπως προτείνει η έως τώρα ρητορική, σαν «δωσίλογοι» που συνεργάστηκαν με δυνάμεις κατοχής ο Παπανδρέου, ο Παπακωνσταντίνου, ο Βενιζέλος; Οι μνημονιακοί, από την άλλη πλευρά, ασκούν τη θεσμική βία του κράτους. Οι καιροί είναι εξαιρετικά κρίσιμοι. Ανεξάρτητα από το ποιοι είναι μνημονιακοί ή αντιμνημονιακοί, πρέπει να ξεκαθαρίσει ποιοι ανήκουν σε αυτό που αποκαλούσαν στην Ιταλία την εποχή της ακροαριστερής και ακροδεξιάς τρομοκρατίας, «συνταγματικό τόξο».
Η χώρα είναι βαθύτατα διαιρεμένη, πρέπει οι πολιτικές και συνδικαλιστικές δυνάμεις να κάνουν ρηχότερο το ρήγμα. Αν υπάρχουν δυνάμεις που θέλουν να το κάνουν βαθύτερο, να μας οδηγήσουν σε διχασμό ή εμφύλιο, πρέπει να απομονωθούν. Θα πρέπει όλοι να θυμόμαστε ότι οι εμφύλιες συγκρούσεις δεν προέκυψαν επειδή τις προγραμμάτισαν τα μεγάλα κόμματα της Δεξιάς ή της Αριστεράς, αλλά από τη δράση μικρών ακραίων ομάδων που συμπαρέσυραν και τους μεγάλους σχηματισμούς.
Οι επικείμενες εκλογές θα σαρώσουν τα πάντα, αλλά δεν θα αρκέσουν να δώσουν ένα νέο βιώσιμο μπλοκ εξουσίας. Θα χρειαστούν κι άλλες εκλογές...