H απόγνωση, και οι αυτοκτονίες απεγνωσμένων ανθρώπων λόγω κρίσης, δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα. Ούτε η κρίση είναι αποκλειστικά ελληνική, οφειλόμενη σε γονίδια οκνηρών και διεφθαρμένων ιθαγενών. Η κρίση, και η απόγνωση που γεννά, πλήττει τον ευρωπαϊκό Νότο, την περιφέρεια της Ε.Ε. και πλησιάζει απειλητική και προς τις κραταιές χώρες του Βορρά και του πυρήνα. Η κρίση που άρχισε το 2008 είναι πλανητικής κλίμακας, πλήττει μικρές χώρες και χώρες–μέλη του G7, κλονίζει τη συνοχή των κοινωνιών, δοκιμάζει τους δημοκρατικούς θεσμούς, σαρώνει τα στερεότυπα πολιτικής διαχείρισης και τις εύκολες οικονομικές συνταγές.
Ο αναμφίβολα διεθνής χαρακτήρας της κρίσης, εντούτοις, δεν απαλύνει τον πόνο, παρότι καταρρίπτει την καθολική ενοχοποίηση των Ελλήνων, που προπαγανδίζουν κακόβουλα οι βασικοί ένοχοι. Διότι ο πόνος των πληττόμενων μικρομεσαίων Ευρωπαίων δεν προέρχεται μόνο από την απομείωση των εισοδημάτων και των υλικών απολαβών, αλλά και από τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, την περιστολή του δημόσιου χώρου και, κυρίως, διότι οι άνθρωποι φοβούνται πλέον το μέλλον. Οχι μόνο αδυνατούν να ζήσουν αξιοπρεπώς στο παρόν, αλλά, πολύ χειρότερα, δεν μπορούν πια να φανταστούν τη ζωή τους στο ορατό μέλλον. Η κρίση υπονομεύει ή και κονιορτοποιεί όλα όσα ήξεραν και όλα όσα σχεδίαζαν. Οι άνθρωποι αδυνατούν να σχεδιάσουν και αδυνατούν να νοηματοδοτήσουν τις ζωές τους, διότι πολλές από τις έννοιες και τα αυτονόητα του «ομαλού» παρελθόντος σωριάζονται τώρα σε ερείπια.
Ενα από τα ακλόνητα αυτονόητα που τροφοδότησαν τη μακρά μεταπολεμική περίοδο ειρήνης και ευημερίας στον δυτικό κόσμο ήταν η πίστη στην αιωνία πρόοδο. Βοηθούμενη από μηχανισμούς κατανομής πλούτου και ανοικοδόμησης, όπως η συμφωνία του Μπρέτον Γουντς και το σχέδιο Μάρσαλ, από την αποφυγή των σφαλμάτων του Μεσοπολέμου, από τη συνεχιζόμενη μεταφορά πόρων από τον Τρίτο Κόσμο ακόμη και μετά την πτώση της αποικιοκρατίας, αλλά και από την ιδιόμορφη γεωπολιτική ισορροπία που πρόσφερε το ψυχροπολεμικό δίπολο, η παλαιά δοξασία του Διαφωτισμού, η αιωνία ειρήνη και η διαρκής πρόοδος, έγινε κυρίαρχο δόγμα. Δικαιολογημένα. Οι Ευρωπαίοι προπάντων δεν ήθελαν καν να σκέφτονται ότι θα ξαναζούσαν τη φρίκη δύο γενικευμένων πολέμων και ενός διεθνούς κραχ μέσα σε ελάχιστες δεκαετίες. Οι πολιτικοί ηγέτες υποσχέθηκαν τη Μεγάλη Κοινωνία και τη Διαρκή Ευημερία, τη σχεδίασαν, την εφάρμοσαν, και οι λαοί άνθησαν μέσα σε αυτόν τον ορίζοντα προσδοκιών της Χρυσής Τριακονταετίας 1945–75 των baby boomers, που ήταν τόσο λαμπερή, ώστε διά της αδρανείας κατρακύλησε μία–δύο δεκαετίες ακόμη.
Αυτός ο χρυσός ορίζοντας θάμπωσε προς το τέλος του 20ού αιώνα, με τη λήξη του διπολικού κόσμου και τον βαθύ καίτοι δυσδιάκριτο μετασχηματισμό της οικονομικής δραστηριότητας στις δυτικές χώρες: η Δύση σταδιακά εγκατέλειπε την παραγωγή και παραλλήλως τα δημοκρατικά κράτη εκχωρούσαν μεγάλα μέρη της εξουσίας τους στις λεγόμενες αγορές, στη γιγαντωμένη χρηματοπιστωτική βιομηχανία. Η ευημερία ήταν η πρώτη που επλήγη, ως καθολικό και αναφαίρετο δικαίωμα των υπερδιογκωμένων μεσοστρωμάτων. Μαζί της επλήγη η έννοια της αδιατάρακτης ασφάλειας και, βαθύτερα παρότι λιγότερο εμφανώς, η έννοια της προόδου.
Η κρίση του 2008 πυροδοτήθηκε από το τοξικό χρήμα των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, αλλά τις φούσκες τροφοδοτούσε, εκτός από την απληστία, και η αφροσύνη, η τυφλή πίστη, ο φενακισμός: ότι η οικονομική σφαίρα μπορεί να διαστέλλεται αενάως, ότι οι φυσικοί πόροι είναι πρακτικά ανεξάντλητοι, και πάντως απολύτως εμπορεύσιμοι, ότι η τεχνολογία μπορεί να θεραπεύσει μη αναστρέψιμες βλάβες στα οικοσυστήματα, ότι ο πλανήτης αντέχει τη δημογραφική έκρηξη και ότι οι χώρες BRICS δεν θα γεννήσουν δισεκατομμύρια καταναλωτών.
Η οδυνηρή πτώση αυτό πρέπει να διδάξει τώρα εμάς τους Ελληνες του μεταπολεμικού θαύματος: ότι η πρόοδος δεν είναι αδιάκοπη και γραμμική, ες αεί και επ’ άπειρον, πρώτον. Και, δεύτερον, ότι η ευημερία δεν μπορεί να ταυτίζεται με αυτή την τυφλή πρόοδο έναντι παντός τιμήματος, δεν μπορεί να ταυτίζεται με την τυφλή κατανάλωση, τη συσσώρευση, την υποδούλωση σε έξυπνα γκάτζετ, την κατασπατάληση φυσικών πόρων. Η δημοκρατία δεν μπορεί να ταυτίζεται με την ιδιωτική χλιδή και τη δημόσια πενία, με τις πολυτελείς μεζονέτες και τα εξαθλιωμένα δημόσια νοσοκομεία και σχολεία.
Ο φόβος ενώπιον του μέλλοντος νικιέται με ανανοηματοδότησή του. Και με άλλη προσέγγιση του βίου. Πραγματική φτώχεια είναι η ετερονομία, η αναξιοπρέπεια και η ανελευθερία, όχι η ολιγαρκής οικονόμηση του βίου εν ελευθερία και δικαιοσύνη.