Με αφορμή μια διαδρομή
Η πόλη μου τον τελευταίο καιρό είναι ένας τόπος ενδιαφέροντος. Μέσα της ζυμώνονται συναισθήματα βαθιά, ακραία και το παρελθόν της συστήνεται ξανά με το παρόν. Η Αθήνα δεν είναι όμορφη τόσο, όσο γοητευτική.
Μεσημέρι· με τον ηλεκτρικό κατευθύνομαι προς το σταθμό της Ομόνοιας. Στη διαδρομή επεξεργάζομαι τα λογής πρόσωπα των συνεπιβατών μου, αφού η διαδρομή του ηλεκτρικού είναι εδώ και καιρό γνωστή, επαναλαμβανόμενη. Φοιτητές με βιβλία στο χέρι, εργαζόμενοι επιστρέφουν απ’ τη δουλειά, μετανάστες με βλέμμα άνευρο, ηλικιωμένοι σμιλευμένοι από της πόλης τη βαριά ατμόσφαιρα και πάντα μερικοί μυστήριοι άνθρωποι που νιώθεις πως η ζωή τους είναι μια δακρύβρεχτη πορεία από αυτές που η πόλη αρέσκεται να κρύβει, μάλλον να ξεχνά.
Το τρένο ανοίγει τις πόρτες του και αμέσως μπερδεύομαι μέσα στον κόσμο που περπατά μηχανικά προς την έξοδο. Το εμφατικό τσιμέντο της πλατείας με απωθεί και σαν από φυσική έλξη αρχίζω να τραβώ προς το Μοναστηράκι, εκεί που η παλιά Αθήνα έχει μια ενέργεια θετική, άχρονη. Στη διαδρομή το μυαλό μου επιτηδευμένα ανέμελο πλέκει εμπειρίες, αναμνήσεις και ανησυχίες φτάνοντας σε συμπεράσματα μικρά από αυτά που γυρνούν της ζωής το γρανάζι, που δικαιολογούν θαρρώ της ζωής τα παράδοξα. Ο λογισμός μου ελεύθερος, λυμένο το λουρί των προκαταλήψεων, αφημένο να εξελίσσεται φυσικά γύρω ή και μακριά μου το μυστήριο της σκέψης. Κουβαλώ τις ανησυχίες της νεότητάς μου. Βαρύ φορτίο δυσβάσταχτο, η εποχή που ζω είναι στροφή που δε ξέρω τι μπορεί να κρύβει. Τι συναισθήματα συναντώνται στους νέους αυτής της πόλης;
Ημιτέλεια, ματωμένη ελπίδα, άηχη οργή, ανυπόμονη αγάπη, σύγκρουση ίσως.
Μια αφορμή είναι οι αθηναϊκές μου περιπλανήσεις για να τονώσω την ύπαρξή μου μέσα σε αυτό το δίχως νόημα καμιά φορά πολύ. Μ’αρέσει το Μοναστηράκι γιατί κρύβει απαντήσεις στης ελληνικής πραγματικότητας τα αναπάντητα. Νεοκλασικά ασπρόμαυρα σαθρά απ΄το πέρασμα του χρόνου, θύματα της αδιαφορίας που δεν αφήνει ανέγγιχτους τους σοβάδες του παρελθόντος. Πολλά τέτοια κτίρια μπορεί να βρει κανείς εδώ, εγκαταλειμμένα, σβησμένα... Η μυρωδιά των παλαιοπωλείων συνοδοιπόρος καθώς πλησιάζω στο Θησείο.
Δεν έχω έτοιμες ποτέ διαδρομές φοβούμενος να κάνω πεπρωμένο τη δυνατότητα της στιγμιαίας επιλογής. Ο ήλιος πιο αδύναμος όσο περνάει η ώρα ομορφαίνει το τοπίο, σβήνοντας περίτεχνα τις έντονες γωνίες του τσιμέντου. Ξέρω ότι θα καταλήξω σε κάποιο βράχο δίπλα απ’ την Ακρόπολη να ατενίζω το ηλιοβασίλεμα, ζητώντας ελπίδα από εκείνο το αρχαίο πνεύμα που δε μπορεί.. κάπου εκεί θα πλανάται αν είναι όντως υπαρκτό, δε μπορεί να είναι μια θνητή σκιά της μέρας. Απ’το Θησείο ανηφορίζω τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου ευθεία πάνω στο πλακόστρωτο δρομάκι. Το λίγο πράσινο τριγύρω μου δίνει βαθιές ανάσες καθώς ανοίγω μια τρύπα στο χρόνο και περνώ γοργά το σκοτεινό τούνελ του παρόντος με το χέρι απλωμένο για λίγο έμπνευση απ’ το χθες. Χέρια αγγίζονται, γλιστρούν μετά.
Τώρα νυχτώνει. Εγώ μόνος καθισμένος εκεί ψηλά. Ο νέος, η υπόσχεση, η γέφυρα. Αφήνω ένα δάκρυ να κυλήσει αβίαστα, πέφτει μαζί ο ήλιος στον ορίζοντα. Νηνεμία. Αθήνα μη νυχτώνεις! Πάλι εδώ θα είμαι υπόσχομαι στο κάποιο ξημέρωμα που για την ώρα ζει μέσα μου αποκομμένο, ξένο, ανεκπλήρωτο.