Στα γρανάζια της τιμωρίας
Ηρθε, λοιπόν, η ώρα της τιμωρίας. Σύμφωνα με την έρευνα της GPO, στο ερώτημα «με τι κριτήριο θα ψηφίσετε στις επόμενες εκλογές», το 41,9% απάντησε «για να τιμωρήσω όποιον έχει ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση». Εχουν προηγηθεί άλλες «τιμωρίες», μεγαλύτερες ή μικρότερες, προσωπικές ή συλλογικές, οι οποίες αποτυπώνονται σε γεγονότα ευρείας κλίμακας: από γελοία έως τραγικά.
Δεν είναι μόνο ο (δικαιολογημένος) θυμός και η αγανάκτηση για τους πολιτικούς χειρισμούς, ούτε η απελπισία ή το μίσος για το περιβάλλον και την κοινωνία (ενδεχομένως και τα δύο) που οδηγούν τους ανθρώπους στην αυτοκτονία, ούτε η εκδίκηση που συμβολοποιείται σε μια στολή ειδικού φρουρού, μακάβριο λάφυρο σε δέντρο, ούτε οι χυδαιότητες που αναπαράγονται ως «ειδήσεις» ή «δηλώσεις» στο Διαδίκτυο, ούτε τα όπλα που αποκτώνται με περισσή ευκολία και βρίσκονται στη διάθεση του οποιουδήποτε για οιανδήποτε χρήση.
Η τιμωρία αποτελεί, κοινωνικά, την αιτιολόγηση για κάθε παραβατικότητα. Και επειδή μέσα στον κάθε άνθρωπο συνυπάρχουν και ο εγκληματίας και ο δικαστής, απομένει κάθε φορά να επιλέγουμε, όχι χωρίς κόπο, ποιο αίτημα θα αποτρέψουμε και ποιο θα ικανοποιήσουμε.
Σε καιρούς κρίσης, το ανεξέλεγκτο εμφανίζεται ως καθημερινή συνθήκη. Η τιμωρία τροφοδοτείται και ανακυκλώνεται ως μια καθ’ όλα ώριμη σχέση με την πραγματικότητα. Παρακολουθούμε ένα γαϊτανάκι από πολιτικούς, δημοσιογράφους, πανεπιστημιακούς, έγκυρους αναλυτές, συνδικαλιστές, να ρίχνει νερό στον μύλο της τιμωρίας. Να εξαίρονται πράξεις που χρήζουν ψυχιατρικής αγωγής, να υποβαθμίζονται άλλες που δεν εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα (όπως των δύο Πακιστανών που σκοτώθηκαν στις γραμμές του τρένου προσπαθώντας να απεγκλωβίσουν ένα ζευγάρι Ελλήνων), να ασκείται πολιτική και εξουσία με γνώμονα το ποιος τιμωρεί ποιον, ποιος στρέφεται εναντίον ποιου.
Η τιμωρία αποτελεί, κοινωνικά, την αιτιολόγηση για κάθε παραβατικότητα. Και επειδή μέσα στον κάθε άνθρωπο συνυπάρχουν και ο εγκληματίας και ο δικαστής, απομένει κάθε φορά να επιλέγουμε, όχι χωρίς κόπο, ποιο αίτημα θα αποτρέψουμε και ποιο θα ικανοποιήσουμε.
Σε καιρούς κρίσης, το ανεξέλεγκτο εμφανίζεται ως καθημερινή συνθήκη. Η τιμωρία τροφοδοτείται και ανακυκλώνεται ως μια καθ’ όλα ώριμη σχέση με την πραγματικότητα. Παρακολουθούμε ένα γαϊτανάκι από πολιτικούς, δημοσιογράφους, πανεπιστημιακούς, έγκυρους αναλυτές, συνδικαλιστές, να ρίχνει νερό στον μύλο της τιμωρίας. Να εξαίρονται πράξεις που χρήζουν ψυχιατρικής αγωγής, να υποβαθμίζονται άλλες που δεν εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα (όπως των δύο Πακιστανών που σκοτώθηκαν στις γραμμές του τρένου προσπαθώντας να απεγκλωβίσουν ένα ζευγάρι Ελλήνων), να ασκείται πολιτική και εξουσία με γνώμονα το ποιος τιμωρεί ποιον, ποιος στρέφεται εναντίον ποιου.
Ολο και περισσότερες ενημερωτικές εκπομπές στην τηλεόραση χάνουν την ψυχραιμία τους και μετατρέπονται σε λαϊκά δικαστήρια, όλο και περισσότεροι δημοσιογράφοι χάνουν (χάνουμε) την περίφημη «αντικειμενικότητα» και «απόσταση» από τα τεκταινόμενα, απολύτως απαραίτητη για να ασκηθεί σωστά το επάγγελμα, να διαφωτίσει, να βοηθήσει στη σκέψη και κατανόηση.
Η τιμωρία δεν είναι εκτονωτική διαδικασία. Εχει πολλά πρόσωπα. Ασκείται απευθείας στον παραβάτη, αλλά την ίδια στιγμή κατευθύνεται και στα μη εγκληματικά μέλη της κοινωνίας για να τα εκφοβίσει και να τα αποτρέψει να ικανοποιήσουν το αίτημά τους για εκδίκηση. Αν μία κοινωνία δεν μπορεί να συμφωνήσει στις έννοιες του «παραβάτη» και του «εγκληματία», θα είναι, διαρκώς, έρμαιο της τύχης που άλλοι θα επιλέγουν γι' αυτήν.
Η τιμωρία δεν είναι εκτονωτική διαδικασία. Εχει πολλά πρόσωπα. Ασκείται απευθείας στον παραβάτη, αλλά την ίδια στιγμή κατευθύνεται και στα μη εγκληματικά μέλη της κοινωνίας για να τα εκφοβίσει και να τα αποτρέψει να ικανοποιήσουν το αίτημά τους για εκδίκηση. Αν μία κοινωνία δεν μπορεί να συμφωνήσει στις έννοιες του «παραβάτη» και του «εγκληματία», θα είναι, διαρκώς, έρμαιο της τύχης που άλλοι θα επιλέγουν γι' αυτήν.