Ένας σπόρος που γυρίζει στον τόπο του, είναι ένας σπόρος που πηγαίνει να βλαστήσει – ένας Έλληνας που γυρίζει στον τόπο του, είναι ένας άνθρωπος που πηγαίνει να βλαστημήσει. Ελλάδα, σε κράτησα πάνω μου κατάσαρκα – με δαιμόνισες. Και τους συντρόφους που πίστευαν μαζί μου στις ρίζες και στο γυρισμό, τους βλέπω να αλλοιώνονται μέρα με την ημέρα – θα έλεγα χημικά.
Ο ένας απελπίστηκε γρήγορα – έφυγε ξανά και θα φεύγει σε όλη του τη ζωή. Ο άλλος διασκεδάζει τις κυρίες με φράσεις που είχε μισήσει – χθες έγινε υπουργός. Ο τρίτος λέει πως είναι ο ίδιος η ψεύτικη κόρη του Ερεχθείου, το χωματένιο αντίγραφο μίας ύπαρξης ζωντανής που έμεινε στην ξενιτιά. Πόσοι ακόμη… Και εκείνος εκεί, αφού σήκωσε γύρω του τον πρώτο φράκτη, ένοιωσε πως του χρειαζόταν άλλος ένας για τα αισθήματα που τριγύριζαν απέξω – και άλλος, και άλλος.
Είμαστε το τσούρμο μίας σκούνας που ταξιδεύει ξυλάρμενη, πόσα χρόνια. Πεινάμε. Άλλοι χάνουν το λογικό τους, άλλοι σκοτώνονται μοναχοί τους, άλλοι γυρίζουν στην κατάσταση της πεταλίδας. Ένας κάποτε ανεβαίνει στο κατάρτι και μας φαίνεται πως φωνάζει για ωραίες ακρογιαλιές – άγνωστα κομμάτια του κόσμου.
Τα βλέπουμε με τη φαντασία μας…Και κατεβαίνει πάλι ανάμεσα μας και είναι ο μόνος που βεβαιώνει πως δεν υπάρχει τίποτα – παρά βράχος, μάρμαρο και το αλμυρό νερό. Τότε τον πετάμε στη θάλασσα θυμωμένοι. Γκρεμίσαμε τόσα και τόσα – μπορούμε να μετρηθούμε, χαλάσματα. Καληνύχτα!” (Γ. Σεφέρης).
Όποιος τολμήσει λοιπόν να μας πει την αλήθεια, είναι καταδικασμένος – ενώ δεν θεωρούμε ένοχο τον καπετάνιο, ο οποίος μας οδηγεί σε άγονους, αλμυρούς και βραχώδεις τόπους, ή, έστω, όλους εμάς που τον ακολουθούμε, αλλά εκείνον που μας ανακοινώνει αυτά που πραγματικά βλέπει.
Δεν κατανοούμε δηλαδή ότι, η Ελλάδα είναι μία πάμπλουτη, πανέμορφη, εξαιρετικά προικισμένη χώρα, με συνολικά περιουσιακά στοιχεία πολλαπλάσια των χρεών της - οπότε ψάχνουμε να βρούμε αλλού τη «γη της επαγγελίας», οδηγημένοι από ανίκανο πλήρωμα και από καπετάνιους, οι οποίοι θέλουν απλά και μόνο να συνεχίσουν να μας λεηλατούν. Βρίζουμε και βλαστημάμε λοιπόν τον παραδεισένιο τόπο μας, ισχυριζόμενοι ότι δεν μας αφήνει να βλαστήσουμε, αντί να τολμήσουμε να διώξουμε όλους αυτούς, οι οποίοι απομυζούν αχόρταγα τον πλούτο του και καταστρέφουν όλες τις προοπτικές μας.
Νοιώθουμε ενοχές, σαν να είμαστε εμείς οι υπεύθυνοι για την κατάρρευση του δημοσίου και για την απίστευτη πολιτική διαφθορά! Φοβόμαστε τα πάντα και ελπίζουμε στον από μηχανής Θεό - βυθισμένοι «στη σιωπή των αμνών», σκύβοντας το κεφάλι και παραμένοντας αμέτοχοι θεατές ενός πολιτικού σκηνικού, το οποίο στήνεται έντεχνα από την «διαχρονική ντροπή» της Ελλάδας: από την κομματοκεντρική πολιτική και από τα διαπλεκόμενα ΜΜΕ, τα οποία έχουν δυστυχώς διεισδύσει και στον τελευταίο ελεύθερο χώρο, στο διαδίκτυο.
Έχουμε ίσως τη μεγαλύτερη ευκαιρία των τελευταίων δεκαετιών για να αλλάξουμε ριζικά την πατρίδα μας, αρκεί να μη φοβηθούμε να επιτρέψουμε το ολοκληρωτικό γκρέμισμα του σαθρού και βρώμικου «πολιτικού οικοδομήματος» - έτσι ώστε να δημιουργηθεί από την αρχή, σε νέες υγιείς και στέρεες βάσεις, χωρίς απολύτως κανέναν από όλους όσους το υπηρέτησαν αυτοεξυπηρετούμενοι τόσα χρόνια: συμπολιτευόμενοι ή αντιπολιτευόμενοι.
Αμφιβάλλουμε σε μεγάλο βαθμό πως τελικά θα το τολμήσουμε – αφού βλέπουμε τόσους πολλούς συμπατριώτες μας να είναι από το φόβο τους έτοιμοι να παρασυρθούν ακόμη μία φορά από τις εκείνες τις σειρήνες, οι οποίες υπόσχονται τα πάντα, παραπλανούν τους πάντες και δεν τηρούν απολύτως τίποτα. Τα κόμματα και οι νέες «παραφυάδες» τους, συνεπικουρούμενα από την πέμπτη εξουσία, φαίνεται να γνωρίζουν καλά το παιχνίδι - εμπλουτίζοντας το συνεχώς με νέα διλήμματα και με συγκαλυμμένους εκβιασμούς.
Αυτή τη φορά όμως, εάν επιτρέψουμε ξανά να «παραπλανηθούμε», να κρυφτούμε δηλαδή πίσω από τους φόβους μας, προσποιούμενοι ότι δήθεν πεισθήκαμε από τις υποσχέσεις όλων αυτών που με τη συμμετοχή ή με την ανοχή τους οδήγησαν την πατρίδα μας στην καταστροφή, στον εξευτελισμό και στην υποδούλωση, θα είμαστε άξιοι της μοίρας μας – ενώ θα υποφέρουμε τα πάνδεινα, όσους και να ρίξουμε στη θάλασσα, από αυτούς που έχουν το θάρρος να ανεβούν στο κατάρτι και να μας πουν την αλήθεια.
“Δεν φοβάμαι κανέναν, δεν ελπίζω σε τίποτα, είμαι ελεύθερος”, είχε απαιτήσει να γράψουν στον τάφο του ο Καζαντζάκης. Πόσοι αλήθεια Έλληνες σήμερα είναι έτοιμοι και έχουν το θάρρος να συνταχθούν μαζί του; Οι επόμενες εκλογές θα το δείξουν.