Το Τέλος της Αθωότητας
Δύο και πλέον χρόνια μνημονιακής επιδρομής τώρα, το «αντιστασιακό κίνημα» προσπαθεί να βρει το βηματισμό του. Οι αλλεπάλληλες ήττες που βιώσαμε, κάτω από μια ωμή και απάνθρωπη καταστολή κάθε μαζικής εκδήλωσης διαμαρτυρίας, σε συνδυασμό με τις άπειρες αναγνώσεις της πιθανής στόχευσης, μας οδήγησαν σε μια κατ’ ουσία αδιαμαρτύρητη αποδοχή της κατάστασης.
Κάναμε πορείες, βρίσαμε, μουντζώσαμε, αναθεματίσαμε, πετάξαμε και λίγα γιαούρτια και αυγά. Μετά σκύψαμε και αφεθήκαμε στη ρουτίνα της «κανονικότητας» μας ελπίζοντας στο επόμενο ραντεβού με την ιστορία, στην επόμενη εθνική επέτειο, στο επόμενο πανηγυράκι εντυπώσεων που στήνουν κάθε τόσο οι εργατοπατέρες μας.
Άλλοι από μας χάσαμε δουλειές, άλλοι χρήμα, πολλοί χάσαμε δικαιώματα, κάποιοι χάσαμε προνόμια, μα όλοι μας χάσαμε την ελπίδα. Και τότε χάσαμε και την τελευταία μας αξιοπρέπεια. Εκείνη τη λίγη που μας είχε απομείνει από τις δεκαετίες της σπατάλης και του καταναλωτικού μας οργασμού.
Κι όμως, κάθε τόσο, σε κάθε «στημένη» ευκαιρία, ξαναφοράμε τη προβιά του αγανακτισμένου και διαδηλώνουμε την αθωότητα μας. Ξέρετε, εκείνη την κίβδηλη αθωότητα που προτάξαμε στο περιβόητο πια «μαζί τα φάγαμε». Γιατί αθώος είναι μόνο εκείνος που πραγματικά αντιπαλεύει τα θηρία, εκείνος που δεν σκύβει μουρμουρίζοντας κατάρες.
Κι αν λίγοι «γραφικοί» συνέχισαν, άφοβοι και αθώοι, να προτείνουν τα λιγοστά τους όπλα έναντι στην πάνοπλη κρεατομηχανή του Φόβου, εμείς συνεχίσαμε να διακηρύττουμε την πίστη μας στην κανονικότητα, την ησυχία, την άρνηση της βίας. Τους λοιδορήσαμε, τους βαφτίσαμε «μπάχαλους», τους φορτώσαμε όλες τις ευθύνες για την δική μας χαμένη αξιοπρέπεια, για να κρύψουμε το φόβο και την ενοχή μας.
Μέχρι σήμερα.
Σήμερα ήρθε ένας παππούς, από το πουθενά, κατέβηκε τα σκαλιά στο Σύνταγμα και με μια απίθανη πράξη αξιοπρέπειας έβαλε τα πράγματα στη θέση τους. Δήλωσε αθώος τερματίζοντας ο ίδιος τη ζωή του. Δήλωσε έτοιμος για όλα, όρθιος, περήφανος. Και μείς;
Ακόμα αθώοι για το «μαζί τα φάγαμε», ακόμα σκυμμένοι ραγιάδες, πιστοί στην κοινωνία μας, στη κανονικότητα και στον καθωσπρεπισμό μας, εκφράσαμε τη συντριβή μας.
Και τέλος. Τίποτα άλλο.
Και αφού δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε την τελευταία του επιθυμία, αφού δεν μπορούμε να ξαναβρούμε την χαμένη μας αξιοπρέπεια, θα χάσουμε στο τέλος και την ελάχιστα εναπομείνασα αθωότητα μας. Θα είμαστε σίγουρα ένοχοι με την αδιαφορία μας, με τη δειλία μας. Ένοχοι στο «μαζί τον σκοτώσαμε».
Εκτός από τους λίγους «γραφικούς μπάχαλους». Τους τελευταίους αθώους που έμειναν.
Θέλω κι εγώ να είμαι ένας απ’ αυτούς.
Εσύ μπορείς να πας να ψοφήσεις.
METHEXIS
Κάναμε πορείες, βρίσαμε, μουντζώσαμε, αναθεματίσαμε, πετάξαμε και λίγα γιαούρτια και αυγά. Μετά σκύψαμε και αφεθήκαμε στη ρουτίνα της «κανονικότητας» μας ελπίζοντας στο επόμενο ραντεβού με την ιστορία, στην επόμενη εθνική επέτειο, στο επόμενο πανηγυράκι εντυπώσεων που στήνουν κάθε τόσο οι εργατοπατέρες μας.
Άλλοι από μας χάσαμε δουλειές, άλλοι χρήμα, πολλοί χάσαμε δικαιώματα, κάποιοι χάσαμε προνόμια, μα όλοι μας χάσαμε την ελπίδα. Και τότε χάσαμε και την τελευταία μας αξιοπρέπεια. Εκείνη τη λίγη που μας είχε απομείνει από τις δεκαετίες της σπατάλης και του καταναλωτικού μας οργασμού.
Κι όμως, κάθε τόσο, σε κάθε «στημένη» ευκαιρία, ξαναφοράμε τη προβιά του αγανακτισμένου και διαδηλώνουμε την αθωότητα μας. Ξέρετε, εκείνη την κίβδηλη αθωότητα που προτάξαμε στο περιβόητο πια «μαζί τα φάγαμε». Γιατί αθώος είναι μόνο εκείνος που πραγματικά αντιπαλεύει τα θηρία, εκείνος που δεν σκύβει μουρμουρίζοντας κατάρες.
Κι αν λίγοι «γραφικοί» συνέχισαν, άφοβοι και αθώοι, να προτείνουν τα λιγοστά τους όπλα έναντι στην πάνοπλη κρεατομηχανή του Φόβου, εμείς συνεχίσαμε να διακηρύττουμε την πίστη μας στην κανονικότητα, την ησυχία, την άρνηση της βίας. Τους λοιδορήσαμε, τους βαφτίσαμε «μπάχαλους», τους φορτώσαμε όλες τις ευθύνες για την δική μας χαμένη αξιοπρέπεια, για να κρύψουμε το φόβο και την ενοχή μας.
Μέχρι σήμερα.
Σήμερα ήρθε ένας παππούς, από το πουθενά, κατέβηκε τα σκαλιά στο Σύνταγμα και με μια απίθανη πράξη αξιοπρέπειας έβαλε τα πράγματα στη θέση τους. Δήλωσε αθώος τερματίζοντας ο ίδιος τη ζωή του. Δήλωσε έτοιμος για όλα, όρθιος, περήφανος. Και μείς;
Ακόμα αθώοι για το «μαζί τα φάγαμε», ακόμα σκυμμένοι ραγιάδες, πιστοί στην κοινωνία μας, στη κανονικότητα και στον καθωσπρεπισμό μας, εκφράσαμε τη συντριβή μας.
Και τέλος. Τίποτα άλλο.
Και αφού δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε την τελευταία του επιθυμία, αφού δεν μπορούμε να ξαναβρούμε την χαμένη μας αξιοπρέπεια, θα χάσουμε στο τέλος και την ελάχιστα εναπομείνασα αθωότητα μας. Θα είμαστε σίγουρα ένοχοι με την αδιαφορία μας, με τη δειλία μας. Ένοχοι στο «μαζί τον σκοτώσαμε».
Εκτός από τους λίγους «γραφικούς μπάχαλους». Τους τελευταίους αθώους που έμειναν.
Θέλω κι εγώ να είμαι ένας απ’ αυτούς.
Εσύ μπορείς να πας να ψοφήσεις.