Πολλά χρόνια πριν, Πάσχα, βρέθηκα στα χωριά της Κάτω Ιταλίας. Ένα κόσμο που δεν ήξερα πως υπάρχει. Ο πατέρας μου ήταν σαν να βρέθηκε στο χωριό του της παλιάς εποχής. Ένιωσα μια στεναχώρια γιατί εκείνος μπορούσε να συνεννοηθεί άνετα μαζί τους μια και μίλαγε τη γλώσσα του, τα Τσακώνικα και ιταλικά. Εγώ αισθάνθηκα πως κάτι είχα χάσει. Κάτι σταμάτησε στη δική μου γενιά. Κάτι που κράταγε αιώνες.
Περπατώντας πια στα έρημο χωριό πάνω στο Πάρνωνα, εύχομαι πολλές φορές ο χρόνος να γύριζε πίσω για να έχω την ευκαιρία να ζήσω μια παράδοση που έμαθα μόνο από παραμύθια και μύθους. Να έβλεπα τη προγιαγιά μου που ήταν η μαμή του χωριού να φτιάχνει τα βότανά της και να της κλέψω εκείνο το παλιό βιβλίο πριν προλάβουν οι Γερμανοί να το κάνουν. Αλήθεια τι είδε ο αξιωματικός σ΄εκείνο το βιβλίο και το άρπαξε μόλις μπήκαν στο σπίτι? Να γνωρίσω το σοφό θειο του πατέρα μου που μάζευε τα παιδιά γύρω από το τζάκι και τους μίλαγε για τις νεράιδες που γυρνάνε ακόμα στο δάσος και για τη φλογέρα που ακούγεται τη νύχτα. Να δω εκείνες τις σκληροτράχηλες γυναίκες που σηκώναν οκάδες πάνω στους ώμους με το παιδί μέσα στη κοιλιά. Να δω τον ίδιο το πατέρα μου που έτρεχε μέσα στα χιονισμένα τα δάση ξυπόλητος με την υπόλοιπη συμμορία σαν τα υπόλοιπα αγρίμια....
Έχουμε ακούσει όλο αυτό το καιρό για πατριώτες και ψευτοπατριώτες. Το πρόβλημα δεν είναι να βγάλουμε άλλη μια φορά τα μάτια μας μεταξύ μας. Το πρόβλημα είναι πως αυτός εδώ ο τόπος όπως συμβαίνει σε κάθε γωνιά της γης, κουβαλάει τη δική του ιστορία, τους μύθους, τους θρύλους, την ιστορία του μέσα στους αιώνες, τους παππούδες και όλους τους προγόνους που σημάδεψαν το χώρο τους όπως σημαδεύουν τ΄αγρίμια το δικό τους. Οι χαρές και τα βάσανα ειδωμένα με τα ίδια μάτια, τα γλέντια από το ίδιο φλασκί κρασί, τα παιχνιδίσματα των παιδιών με τις ίδιες σκανταλιές, και τα παραμύθια το βράδυ για τους ντόπιους θεούς και ήρωες.
Όπως και να το κάνουμε κάθε πλάσμα σ΄αυτό το πλανήτη έχει τις ρίζες του, το χώρο που νοιώθει σπίτι του, το χώμα που κρύβει τα κόκκαλα από όλες τις προηγούμενες γεννιές του και όχι όλα αυτά δεν μπορούν να τα κάνουν ένα κουβάρι χωρίς χρώμα, χωρίς γεύση, χωρίς συναίσθημα, με γνώμονα ψωρόχαρτα και ηλεκτρονικούς πίνακες με άψυχους αριθμούς. Οι άνθρωποι δεν προοδεύουν πια. Καταντάνε. Καταντάνε και γίνονται μια άμορφη μάζα ξεκομμένοι από ότι κυλάει στο αίμα τους. Ψυχές σβησμένες αποκομμένες από τη φύση τους και το μυστικό κόσμο που μένει θαμμένος βαθιά μέσα τους πια, άπραγος κι ανήμπορος να τους κάνει να νοιώσουν την ομορφιά και το θαύμα της ζωής.
Οι προηγούμενες εποχές ήταν πολύ σκληρές για να επιβιώσεις. Όπως ακριβώς σκληρή ήταν η ζωή σε κάθε αγρίμι μέσα στη ζούγκλα του. Όμως μέσα από αυτή την επαφή με τις αληθινές νίκες και ήττες στη μάχη της ζωής έμενε άσβηστη μια αυθεντικότητα. Τα σημάδια της πορείας της ύπαρξής μας. Τώρα μέσα σ΄αυτό το μόρφωμα της παγκοσμοιοποίησης του απρόσωπου κέρδους από απρόσωπες εξουσίες και συμμορίες, που επιμένουν να ονομάζουν πολιτισμό, ενώ στην ουσία είναι το τελειωτικό ξερίζωμα του ανθρώπου από το σκοπό της ύπαρξής του, υπάρχει η ψεύτικη ασφάλεια μιας ηλεκτρικής επιβίωσης, αλλά κι η αδυναμία της άνθισης. Γιατί έχουν πάρει φόρα και ξηλώνουν τις ρίζες από όλα τα χωράφια του κόσμου για να φυτέψουν ένα απρόσωπο γκαζόν που είναι πιο εύκολο να το πατάνε όποτε θέλουν.....
Δεν με ενδιαφέρουν οι πατριωτικές κορώνες γιατί στις κορώνες και το βουητό δεν βρίσκει κανείς τις απαντήσεις που ψάχνει. Εμείς οι ίδιοι αφήσαμε τη ζωή μας να καταντήσει έτσι. Ξεχάσαμε οι περισσότεροι το σπίτι μας. Εγινε η ιστορία μας μια συνήθεια που οι περισσότεροι προσπερνάνε χωρίς καν να τη μελετήσουν δίνοντας την ευκαιρία σε κάθε πονηρό που κυκλοφορεί να την εκμεταλλεύεται και να την παραποιεί όπως γουστάρει. Ομως η αλήθεια είναι πως προερχόμαστε από ένα τόπο με τεράστια ιστορία που πάει πολύ πίσω στους αιώνες. Και σ΄αυτό το τόπο πέρασαν όλων των ειδών οι φυλές. Κατακτήσαμε και κατακτηθήκαμε. Μεταδώσαμε πολιτισμό και πήραμε από άλλους. Ένα αρχαίο σταυροδρόμι που παρέλασαν όλοι οι λαοί του κόσμου. Κι είναι η απόλυτη εξαθλίωση, σ΄αυτόν ακριβώς εδώ το τόπο να ακούγεται πως οι άνθρωποι του θα πεινάσουν γιατί δεν θα έχουν φαί να φάνε σε μια ευλογημένη γη που ότι σπείρεις φυτρώνει , και θα υποταχτούν σε μια οικονομική απρόσωπη τυραννία σκλάβοι της μιζέρια και του φόβου. Είναι η απόλυτη εξαθλίωση να ετοιμαζόμαστε άλλη μια φορά να αλληλοσπαραχθούμε για να υπηρετήσουμε σκοπούς που είναι ασύμβατο μόσχευμα στην ίδια μας τη φύση.
Τι να πω δεν ξέρω. Ίσως τελικά αλλάξαμε τόσο πολύ που κρατήσαμε από όλες μας τις ιδιαιτερότητες μόνο τα ελαττώματά μας αφήνοντας στην άκρη όλα εκείνα που μας έκαναν να επιβιώσουμε μέχρι σήμερα. Από τόσους κατακτητές ίσως τελικά κυριάρχησε ο χειρότερος. Το έθνος ανάδελφο.