Οι περίοδοι κρίσης είναι περίοδοι μεγάλης ελευθερίας. Ο κόσμος αποδιαρθρώνεται, οι κοινωνίες αποσυντίθενται, οι αξίες και οι ελπίδες με τις οποίες ζήσαμε καταρρέουν. Το μέλλον παύει να είναι η προέκταση των προηγούμενων τάσεων. Η κατεύθυνση της εξέλιξης των πραγμάτων είναι συγκεχυμένη, η πορεία της ιστορίας μένει μετέωρη. Επειδή η παλιά τάξη πραγμάτων δεν μπορεί να συνεχιστεί και καμία διαφορετική δεν είναι έτοιμη να γεννηθεί, το μέλλον μπορεί να εφευρεθεί σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από πριν.
Δεν είναι πια δυνατό να καταδικάζονται, στο όνομα του ρεαλισμού, όσοι προτείνουν μια θεμελιακά διαφορετική κοινωνία.
Αντίθετα, ρεαλισμός σημαίνει να διαπιστώνει κανείς ότι ο «βιομηχανισμός» έχει φτάσει σε ένα στάδιο πέρα από το οποίο η ανάπτυξή του δεν μπορεί να συνεχιστεί: ανακόπτεται από εμπόδια που έχει γεννήσει ο ίδιος.
Αν τίποτα δεν μπορεί να συνεχιστεί όπως πριν, αυτό οφείλεται ακριβώς σε ό,τι δεν έχει γίνει πριν.
Τα μπλοκαρίσματα δεν μπορούν να ξεπεραστούν με μεμονωμένα μέτρα.
Θα ξεπεραστούν μονάχα με μια συνολική αλλαγή και μετασχηματισμό.
Η έννοια αυτής της αλλαγής και αυτού του μετασχηματισμού δεν είναι προκαθορισμένη, μολονότι διαγράφονται ήδη κάποιες τάσεις του.
Πολλές «έξοδοι από την κρίση» είναι δυνατές, όπως και πολλές μετακαπιταλιστικές και μετασοσιαλιστικές κοινωνίες.
Ο προσανατολισμός σύμφωνα με τον οποίο θα πραγματοποιηθεί η έξοδος από την κρίση είναι το βασικό ζητούμενο.
Εξαρτάται από τις πολιτικές , τεχνολογικές, πολιτιστικές επιλογές που γίνονται σήμερα.
Να δούμε την κρίση
Η παρούσα κρίση, αλλά όχι και η ημερομηνία κατά την οποία θα ξέσπαγε, μπορούσε να προβλεφθεί ήδη από την εποχή κατά την οποία ο πρόεδρος Τζόνσον πανηγύριζε για ην ικανότητα του καπιταλισμού να εξασφαλίζει την αέναη επέκταση και ευημερία.
Μπορούσε να προβλεφθεί όχι μόνο γιατί κανένα σύστημα δεν μπορεί να αναπτύσσεται επ’ άπειρο αλλά και γιατί, ήδη από εκείνη την εποχή, ήταν προφανείς οι δυσκολίες που συναντούσε η αμερικάνικη οικονομία στις προσπάθειές της να εξασφαλίσει την κατανάλωση μιας ολοένα αυξανόμενης παραγωγής.
Η εμπλοκή των Αμερικανών στο Βιετνάμ έπαιξε ένα ρόλο «συγκυριακής στήριξης» που δεν κατανοήθηκε πάντα σωστά.
Ωστόσο η ιδεολογία της αέναης ανάπτυξης ήταν τόσο βαθιά ριζωμένη ώστε το να αμφισβητήσει κανείς τόσο το εφικτό όσο και το ευκταίο αυτής της ανάπτυξης, για μεν τη δεξιά υποδήλωνε έναν καταστροφισμό κακής ποιότητας για δε την αριστερά ήταν ένα δείγμα εχθρότητας στην «πρόοδο».
Από τότε, τόσο η αριστερά όσο και η δεξιά δεν έπαψαν να διαχειρίζονται την κρίση σαν να επρόκειτο για μια περαστική διαταραχή.
Σε τρεις μήνες ή σε ένα χρόνο, προβλέπανε, η «ανάκαμψη» της οικονομίας θα διασφάλιζε την επιστροφή στην ανάπτυξη και θα περιόριζε την ανεργία. […]
Ο τρόπος κατανόησης της παρούσας κρίσης είναι αυτός καθαυτός ένα από τα ζητούμενα.
Πράγματι, αυτή η κρίση, μόνο και μόνο από την υπόστασή της, βάζει σε αμφισβήτηση την ορθότητα των προηγούμενων πολιτικών, την προτεραιότητα της οικονομικής διάστασης, τη νομιμότητα της κυρίαρχης ιδεολογίας και του κυρίαρχου πολιτικού προσωπικού, είτε αυτό είναι δεξιό είτε αριστερό.
Γιατί η κρίση κάνει πρόδηλο ότι η λειτουργία της οικονομίας όχι μόνο δεν ελέγχεται αλλά ούτε καν γίνεται κατανοητή από τους ηγέτες και τους διεκπεραιωτές της.
Οι κοινωνίες μας δεν κυριαρχούν πάνω στο μέλλον τους.
Ενώ ζούμε την αποδιάρθρωση αυτού του μέλλοντος, ταυτόχρονα μας υπόσχονται πως αύριο θα ξαναβρούμε τις ελπίδες της προηγούμενης δεκαπενταετίας, που στο μεταξύ έχουν διαψευσθεί.
Όλες οι κυρίαρχες ιδεολογίες συνασπίζονται για να μας εμποδίσουν να δούμε την κρίση σαν το τέλος της βιομηχανιστικής εποχής και την ενδεχόμενη αρχή μιας άλλης, θεμελιωμένης σε κάποια διαφορετική ορθολογικότητα, διαφορετικές αξίες, σχέσεις, ζωή.
Ν' αλλάξουμε σοσιαλισμό
Όταν μιλάμε για βιομηχανιστικό πολιτισμό δε σημαίνει ότι αρνούμαστε ή ότι αγνοούμε τον ουσιαστικά καπιταλιστικό χαρακτήρα του.
Το γεγονός ότι ο βιομηχανισμό είναι κοινός στον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό αποκαλύπτει τη δύναμη και τη σημασία αυτής της έννοιας.
Πράγματι, και η κρίση επίσης είναι κοινή στον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό. […]
Ο σοσιαλισμός του μέλλοντος ή θα είναι μεταβιομηχανικός και αντιπαραγωγικός ή δεν θα υπάρξει.
Ο προσδιορισμός του αποτελεί άλλο ένα θεμελιακό ζητούμενο, σε παγκόσμια κλίμακα, δηλαδή πέρα από τα σύνορα που χωρίζουν τους τρεις κόσμους.
Να αλλάξουμε ανάπτυξη
Όπως ο καπιταλισμός, έτσι και ο σοσιαλιστικός βιομηχανισμός, που θέλησε να αποτελέσει το ορθολογικοποιημένο αντίγραφο του πρώτου, δεν διαθέτει την απάντηση στην παρούσα κρίση, ούτε το φάρμακο κατά της πείνας και της εξαθλίωσης[…]
Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος μπορούν να ξαπλωθούν σε πλανητική κλίμακα, μια και είναι το ίδιο καταστροφικοί για τους πεπερασμένους φυσικούς πόρους και τις ισορροπίες, τις απαραίτητες στη συνέχιση της ζωής.
Η λύση στα ιδιαίτερα προβλήματα του κόσμου της πείνας απαιτεί από τον βιομηχανοποιημένο κόσμο να υιοθετήσει ένα μοντέλο κατανάλωσης και παραγωγής λιγότερο σπάταλο, λιγότερο επιδεικτικό, που να γεννάει λιγότερο την εξάρτηση και την ανικανότητα να παράγουμε αυτά που καταναλώνουμε. […]
… η πείνα και η εξαθλίωση […] δεν προκύπτουν ούτε από την «καθυστέρηση» ούτε από την ανεπάρκεια των παραγωγικών δυνάμεων. Προκύπτουν από:
- Τις αφαιμάξεις που διενεργούν οι βιομηχανοποιημένες καπιταλιστικές χώρες πάνω στους πόρους τους.
- Τα πολιτικά και κοινωνικά εμπόδια (για τα οποία ο αποικισμός και στη συνέχεια ο νέο-αποικισμός των πολυεθνικών φέρουν τεράστια ευθύνη) που παρεμβάλλονται στη χρησιμοποίηση των δικών τους παραγωγικών δυνάμεων.
Αρκεί να ξέρουμε ότι σε όλες τις χώρες της πείνας το ποσοστό ανεργίας κυμαίνεται ανάμεσα στο 20% και το 60% (εκτίμηση που κατά γενικό κανόνα είναι κατώτερη από την πραγματικότητα μια και δεν παίρνει υπόψη την υποαπασχόληση […]), για να εντοπίσουμε το πρωταρχικό πρόβλημα: να επιτραπεί στους πληθυσμούς να παράγουν τα μέσα διαβίωσής τους με εργαλεία που μπορούν να παράγονται άμεσα και να χρησιμοποιούνται επί τόπου – και όχι να πουλιούνται με πίστωση στις κυβερνήσεις τους ετοιμοπαράδοτα εργοστάσια που θα πληρώνουν μισθούς δυτικού επιπέδου σε τεχνικούς εκπαιδευμένους στη Δύση και θα προσφέρουν σε ένα μηδαμινό ποσοστό του ενεργού πληθυσμού την πρόσβαση στη μισθωτή εργασία και στο αμερικάνικο μοντέλο (αλλά όχι και επίπεδο) κατανάλωσης.
Η ιδέα ενός «ευρωπαϊκού σχεδίου Μάρσαλ» που θα διοχέτευε στον τρίτο κόσμο βιομηχανικά πλεονάσματα που δεν μπορούν να πουληθούν αλλού είναι μια ηλίθια απάτη: προκειμένου, δηλαδή, να «προσφέρει εργασία» (ευχαριστούμε, ω, αφέντες!) στους ευρωπαίους εργάτες, θα μπορούσε να εφοδιάσει χώρες – στις οποίες το 20, 40 ή 60% του πληθυσμού δεν διαθέτει ούτε γη, ούτε εργασία, ούτε μέσα εργασίας- με μηχανές και εργαλεία που επιτρέπουν την εξοικονόμηση εργατικού δυναμικού.
Και αυτές οι μηχανές και τα εργαλεία, τι θα παράγουν και για ποιους αγοραστές;
Καταναλωτικά προϊόντα πάνω απ’ όλα, αυτό εννοείται, για τους καταναλωτές (συμπεριλαμβανομένων και των ανέργων) του πλούσιου κόσμου.
Γιατί στον φτωχό κόσμο δεν υπάρχουν αξιόχρεοι καταναλωτές, ούτε καν για τα προϊόντα των εδαφών που έχουν υφαρπάξει οι γαιοκτήμονες και οι πολυεθνικές.
Όλοι οι διεθνείς οργανισμοί βοήθειας και ανάπτυξης (ΟΗΕ, UNESCO, UNICEF, Διεθνής Τράπεζα κλπ.) υποχρεώθηκαν να παραδεχτούν την προφανή διαπίστωση:
Η πείνα και η εξαθλίωση δεν πρόκειται να εξαλειφθούν μέσα από την οικονομική ανάπτυξη βιομηχανιστικού τύπου αλλά μέσα από ειδικού τύπου πολιτικές που θα προσφέρουν στον πληθυσμό τη μεγαλύτερη δυνατή πρόσβαση στα μέσα αυτοπαραγωγής (και συγκεκριμένα στη γη) και επομένως στην ίδια την αυτοπαραγωγή. […]
Ένα από τα κεντρικά ζητούμενα της κρίσης είναι το κατά πόσον θα δοθεί ή όχι η δυνατότητα στον προ-βιομηχανικό κόσμο να φτάσει σε ένα μεταβιομηχανικό και μετακαπιταλιστικό τρόπο παραγωγής δίχως να περάσει μέσα από τη γενίκευση των μισθωτών και εμπορευματικών σχέσεων που χαρακτηρίζουν τον βιομηχανισμό.
-----
Η ανεργία δεν είναι παρά η ορατή εκδήλωση μιας πολύ πιο ριζικής μείωσης της εργασίας στη σύγχρονη κοινωνία. Αυτή η τάση είναι πια αμετάκλητη. Ποια προοπτική απομένει; Που μας οδηγεί η κατάργηση της εργασίας;
Ραλφ Νταρεντορφ
Δ/ντής της London School of Economics
Πριν εκδιωχθούν από τον Παράδεισο, ο Αδάμ και Εύα απολάμβαναν, δίχως να εργάζονται, ένα ψηλό βιοτικό επίπεδο. Μετά την εκδίωξή τους, υποχρεώθηκαν να ζήσουν μέσα στη φτώχεια και να δουλεύουν από το πρωί ως το βράδυ.
Η ιστορία της τεχνικής προόδου των τελευταίων διακοσίων ετών είναι η ιστορία της πεισματικής προσπάθειας να ξαναβρεθεί ο δρόμος του Παραδείσου.
Ωστόσο, τι θα γινόταν αν όλα τα πλούτη προσφέρονταν δίχως να χρειάζεται να δουλεύουμε με αντίτιμο ένα μισθό; Οι άνθρωποι θα πέθαιναν από πείνα στον Παράδεισο εκτός και αν απαντήσουμε με μια νέα εισοδηματική πολιτική στη νέα τεχνολογική κατάσταση.
Βασίλι Λεοντιεφ
Βραβείο Νόμπελ της Οικονομίας
Να δουλεύουμε λιγότερο, να δουλεύουμε όλοι – και να ζούμε καλύτερα
C.F.D.T.
(Γαλλική δημοκρατική Συνομοσπονδία Εργαζομένων)
-----
*Αποσπάσματα από το βιβλίο του Αντρέ Γκορζ, Οι δρόμοι του παραδείσου, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2007.
----
Ο Αντρέ Γκορζ γεννημένος στη Βιέννη τον Φεβρουάριο του 1923, ως Γκέραρντ Χορστ, ήταν γιος ενός Εβραίου εμπόρου και μιας καθολικής γραμματέως, γόνου καλλιεργημένης οικογένειας.
Αν και οι γονείς του δεν διέθεταν μια έντονη αίσθηση εθνικής ή θρησκευτικής ταυτότητας, επειδή μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον αντισημιτικό, ο πατέρας του οδηγήθηκε στο να ασπαστεί τον καθολικισμό, το 1930.
Το 1939, η μητέρα του τον στέλνει σε ένα καθολικό ίδρυμα της Λοζάνης, για να αποφύγει την επιστράτευσή του στον γερμανικό στρατό.
Το 1945, αποφοιτά από τη Σχολή Μηχανικών του πανεπιστημίου της Λοζάνης με πτυχίο χημικού μηχανικού.
Δείχνει ενδιαφέρον για τη φαινομενολογία και για το έργο του Σαρτρ.
Η γνωριμία του με τον Σαρτρ, την επόμενη χρονιά, σηματοδοτεί τη διανοητική του διαμόρφωση.
Ξεκινώντας την επαγγελματική του δραστηριότητα ως μεταφραστής αμερικανικής λογοτεχνίας σε έναν Ελβετό εκδότη, δημοσιεύει επίσης τα πρώτα του άρθρα στην εφημερίδα ενός συνεταιριστικού κινήματος.
Τον Ιούνιο του 1949, μετακομίζει στο Παρίσι.
Η είσοδός του στο Paris-Presse σηματοδοτεί το ντεμπούτο του στη δημοσιογραφία, με το ψευδώνυμο Μισέλ Μποσκέ.
Ο Ζαν-Ζακ Σερβάν-Σρεμπέρ, το 1955, τον προσλαμβάνει ως οικονομικό συντάκτη στο L’Express.
Παράλληλα, πλησιάζει την ομάδα των σαρτρικών και υιοθετεί μια υπαρξιστική προσέγγιση του μαρξισμού, που τον οδηγεί στο να παραχωρήσει μια κεντρική θέση στα ζητήματα της αλλοτρίωσης και της απελευθέρωσης, και όλα αυτά μέσα στο πλαίσιο μιας συλλογιστικής όπου η κατευθυντήρια αρχή είναι η προσήλωση στην υπαρξιακή εμπειρία και στην ανάλυση των κοινωνικών συστημάτων από τη σκοπιά του ατομικού βιώματος.
Αυτές οι αναφορές στην φαινομενολογία και στον μαρξισμό υπαρξισμό αποτελούν τα φιλοσοφικά θεμέλια των πρώτων του βιβλίων, τα οποία υπογράφει πλέον ως Αντρέ Γκορζ: Le Traitre (Le Seuil, 1958), La Morale de l’histoire (Le Seuil, 1959), Les fondements pour une morale (Galilee, 1977).
Στον πυρήνα της σκέψης του κυριαρχεί λοιπόν το ζήτημα της αυτονομίας του ατόμου.
Συνάγει λοιπόν μια αντίληψη βαθύτατα χειραφετιστική του κοινωνικού κινήματος, όπου η έννοια της ανάπτυξης της ατομικής αυτονομίας προσλαμβάνεται ως η προϋπόθεση εκ των ουκ άνευ για τη μετατροπή της κοινωνίας.
Αυτή την ιδέα, πως ατομική και συλλογική απελευθέρωση αλληλοκαθορίζονται αμοιβαία, τη μοιράζεται με τον Χέρμπερτ Μαρκούζε, προσωπικό φίλο, αλλά κυρίως μεγάλη μορφή της Σχολής της Φρανκφούρτης. Επηρεασμένος από την τάση της φρανκφουρτιανής προσέγγισης – να ξεπεραστεί ο οικονομισμός της παραδοσιακής μαρξιστικής ανάλυσης της κοινωνίας -, κριτικάρει την υποταγή της κοινωνίας στις επιταγές της οικονομικής λογικής.
Ο στρουκτουραλισμός, εξ αιτίας της ίδιας της αφετηρίας του (κεντρικότητα της δομής) και της άρνησης του υποκειμένου και της υποκειμενικότητας, γίνεται επίσης το αντικείμενο βίαιης κριτικής.
Η θέση του, ταυτόχρονα αντιθεσμική, αντιστρουκτουραλιστική και αντι-αυταρχική, βρίσκεται και στη γραμμή που δίνει στην επιθεώρηση Les Temps Modernes, με την είσοδό του στη συντακτική της επιτροπή (1961).
Βρίσκεται λοιπόν στο ίδιο μήκος κύματος με Ιταλούς ριζοσπάστες όπως ο Γκαραβάνι, ο νεοκεϊνσιανιστής κομμουνιστής Μπρούνο Τρεντίν ή ο ελευθεριακός συνδικαλιστής Βιτόριο Φόα.
Ως επικεφαλής της ομάδας των διανοουμένων της «ιταλικής» τάσης της νέας Αριστεράς, ασκεί αρκετή επιρροή πάνω στους αγωνιστές της UNEF και της CFDT, ιδιαίτερα στους Ζαν Οζέρ, Μισέλ Ρολάν και Φρεντό Κρουμνόφ.
Με το βιβλίο του Εργατική Στρατηγική και νεοκαπιταλισμός (Le Seuil, 1964), αναφέρεται στα συνδικαλιστικά κινήματα και τις στρατηγικές που τους προσφέρονται, ενώ προβαίνει σε μια αυστηρή κριτική του μοντέλου της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Την ίδια χρονιά, εγκαταλείπει το L’Express μαζί με τους Σερζ Λαφορί, Ζακ-Λοράν Μποστ, Κ.Σ. Καρόλ και Ζαν Ντανιέλ, για να ιδρύσει το Noubel Observateur.
Ενώ συνεχίζει να επεξεργάζεται μια θεωρία επαναστατικών μεταρρυθμίσεων, με τα έργα του Le Socialisme Difficele (Le Seuil, 1967) & Reforme et Revolution (Le Seuil, 1969), το κύμα αμφισβήτησης που ξεσηκώνει ο Μάης του ’68 τον επηρεάζει βαθιά.
Η υπαρξιστική του σκοπιά του σοσιαλισμού έρχεται σε σύγκλιση με εκείνον τον αριστερίστικο αυθορμητισμό που καταγγέλλει το πώς οι διάφορες μορφές των θεσμών (το κράτος, το σχολείο, η οικογένεια, η επιχείρηση, κλπ) περιορίζουν την ελευθερία του ανθρώπου.
Οι θέσεις του Ιβάν Ίλιτς πάνω στην εκπαίδευση, την ιατρική ή την κατάργηση της μισθωτής εργασίας, τίθενται πλέον στο επίκεντρο της συλλογιστικής του.
Όμως η εξέλιξή του έχει αντίκτυπο στις συνεργασίες του.
Στο Temps Modernes έχει την ευθύνη της έκδοσης από το 1969, αλλά από το 1974, μια διαφωνία ως προς το τεύχος το αφιερωμένο στην ιταλική οργάνωση Λότα Κοντίνουα προκαλεί την παραίτησή του.
Αν και παραμένει επί μακρόν παραίτηση στα χαρτιά και μόνο, αντικατοπτρίζει την απομάκρυνσή του από τν Ζαν – Πολ Σαρτρ.
Παράλληλα στον Nouvel Observateur, μπαίνει στο περιθώριο του οικονομικού τμήματος, προς όφελος πιο κλασικών οικονομολόγων.
Η εκστρατεία του κατά της πυρηνικής βιομηχανίας, είχε ως συνέπεια να ασκηθούν ισχυρές πιέσεις στην εφημερίδα από τη γαλλική ΔΕΗ και να περικοπούν οι διαφημίσεις.
Η άρνηση της διεύθυνσης του περιοδικού να του παραχωρήσει ένα ειδικό τεύχος πάνω στο θέμα, τον οδηγεί να δημοσιεύσει το αφιέρωμά του στο Que Choisir?, που σημειώνει μεγάλη επιτυχία.
Η εξέλιξή του αυτή πάει χέρι χέρι με τη στράτευσή του στους κόλπους ενός ρεύματος της ριζοσπαστικής οικολογίας, όπου αναδεικνύεται με τα δοκίμιά του σε εξέχουσα φυσιογνωμία.
Δημοσιεύει μια συλλογή άρθρων και δοκιμιών, με τον τίτλο, Ecologie et Politique (Galilee 1975, Οικολογία και Πολιτική, έκδοση, Λιβάνης), ανάμεσά τους το δοκίμιο Οικολογία και Ελευθερία, που συνιστά αφ’ εαυτού «ένα από τα θεμελιώδη κείμενα της οικολογικής προβληματικής».
Έρχεται σε ρήξη με την ελευθεριακή παράδοση, στο εσωτερικό της οποίας τοποθετούσε έως τότε τη συλλογιστική του .
Σε μια λογική υπονόμευσης του καπιταλιστικού συστήματος και σε μια απόπειρα σύζευξης του μαρξισμού με την οικολογία, επιχειρεί να φέρει μια οικολογική απάντηση στις ανάγκες του συστήματος, καταγγέλλοντας ταυτόχρονα τις καταστροφικές προεκτάσεις του παραγωγίστικου υποδείγματος πάνω στις οικολογικές και κοινωνικές ισορροπίες.
Μέσω μιας σκέψης θεμελιωδώς αντι-οικονομίστικης, αντιχρησιμοθηρικής και αντι-παραγωγίστικης, συνδυάζει την απόρριψη της καπιταλιστικής λογικής της συσσώρευσης πρώτων υλών, ενέργειας και εργασίας, με μια κριτική του διευρυμένου καταναλωτισμού, μετά τη μελέτη της έκθεσης του Κλαμπ της Ρώμης σχετικά με τα όρια της κατανάλωσης.
Στη συνέχεια, φαίνεται να επηρεάζεται από τον Λουί Ντιμόν, υιοθετώντας την οπτική του ότι η μαρξιστική παράδοση, όπως η φιλελεύθερη παράδοση, απορρέει από μια οικονομίστικη λογική.
Η αντίθεσή του προς τον ηδονιστικό και χρησιμοθηρικό ατομικισμό, καθώς και προς τον παραγωγίστικο και υλιστικό κολεκτιβισμό, αντανακλά τη σπουδαιότητα που έχει γι’ αυτόν η διεκδίκηση των αξιών του ανθρώπου.
Μετά το Οικολογία και Ελευθερία, η αντίληψή του για την οικολογία σαν ένα εργαλείο ριζικού και μετωπικού κοινωνικού μετασχηματισμού του καπιταλισμού, αντικατοπτρίζει μια αντίληψη σαφώς πιο αντικαπιταλιστική.
Τονίζοντας την ενδογενή σχέση μεταξύ παραγωγισμού, ολοκληρωτισμού και λογικής του κέρδους, επιβεβαιώνει, κατ’ εξοχήν, τη δομική σχέση μεταξύ οικολογικής κρίσης και καπιταλιστικής κρίσης υπερσυσσώρευσης.
Καλεί λοιπόν σε μια «επανάσταση οικολογική, κοινωνική και πολιτισμική, που θα καταργήσει τους καταναγκασμούς και τις πιέσεις του καπιταλισμού».
Όμως προσβλέπει πάντα στη σύνθεση αυτού του οικολογικού προτάγματος με τη σοσιαλιστική ουτοπία της κατάργησης της μισθωτής εργασίας.
Αυτό είναι ορατό και στο έργο του Adieux au proletariat (Galilee, 1980, Ελλ. Εκδ. Αποχαιρετισμός στο Προλεταριάτο), σφοδρή αμφισβήτηση του μαρξισμού και της λατρείας του προλεταριάτου.
Η αρχή της δεκαετίας του ’80 σηματοδοτεί τη ρήξη του με τα διάφορα ρεύματα με τα οποία είχε συνδεθεί.
Κατ’ αρχής, με το σαρτρικό κίνημα, μια και παύει να συνεργάζεται στο περιοδικό, μετά του θάνατο του ιδρυτή του (1980).
Κατόπιν, με τις διάφορες μαρξιστικές ευαισθησίες, στις επιθέσεις των οποίων απαντά με το les Cemins du Paradis (Galilee, 1983. Οι δρόμοι του Παραδείσου, πρώτη ελληνική έκδοση, Κομμούνα 1985).
Διάκειται ευνοϊκά προς την ιδέα ενός κοινωνικού εισοδήματος, ανεξάρτητου από την εργασία, αναπτύσσει τους προβληματισμούς του κυρίως γύρω από τη διαφορά μεταξύ πλούτου και ανταλλακτικής αξίας.
Δίνει τέλος στη ζωή του σε ηλικία 84 χρονών, μαζί με τη γυναίκα του Ντορίν, που έπασχε από ανίατη ασθένεια, στις 24 Σεπτεμβρίου του 2007. Αυτήν που, το 2006, της είχε αφιερώσει το βιβλίο Lettre a D.Histoire d’un amour, Μια ωδή στην Ντορίν. (ελλ. Εκδ. Γράμμα στη Ντ. , Ποταμός).
Ένα απόσπασμα: « […] θα γίνεις ογδόντα δύο χρονών. Έχεις ζαρώσει έξι εκατοστά, ζυγίζεις μόλις σαράντα έξι κιλά και είσαι πάντα όμορφη, χαριτωμένη και επιθυμητή. Πάνε πενήντα οχτώ χρόνια που ζούμε μαζί και σ’ αγαπώ πιο πολύ από ποτέ.
Πρόσφατα, σε ξαναερωτεύτηκα για μια ακόμα φορά και με κατακλύζει και πάλι ένα τεράστιο κενό, που το καλύπτει μόνο το σώμα σου, σφιγμένο πάνω στο δικό μου […] θα θέλαμε να μη ζήσει κανείς μας τον θάνατο του άλλου. Έχουμε συχνά πει ότι, αν παρ’ ελπίδα, είχαμε μια δεύτερη ζωή, θα θέλαμε να τη ζήσουμε μαζί».
(Τα στοιχεία για τον Γκορζ και το έργο του προέρχονται από τη γαλλική έκδοση της Wikipedia)