Η μεταφυσική της Μεγάλης Παρασκευής ενέχει και ένα απόλυτα ρεαλιστικό μήνυμα: την υπέρβαση του φόβου που ο κάθε άνθρωπος έχει για την κατάληξη της ύπαρξής του. Η φετινή Σαρακοστή μάς «προετοίμασε» για το Πάσχα μέσω μιας σειράς πρωτόγνωρων αλλά και δραματικών γεγονότων που κορυφώθηκαν με την πολιτική αυτοκτονία στην πλατεία Συντάγματος. Ίδιον αυτών των γεγονότων ήταν η κλιμάκωση της βίας του κράτους.
Ο πιο απλός τρόπος να ορίσει κανείς το σύγχρονο κράτος είναι να το θεωρήσει ως τον θεσμό που έχει «το μονοπώλιο της βίας». Η βία του κράτους υπάρχει όχι μόνο διότι ασκείται, αλλά, κυρίως, διότι κάποιος μπορεί να επικαλεστεί την άσκησή της. Είναι αυτή ακριβώς η επίκληση της άσκησης βίας (το γνωστό «μην απλώνεις τα βρεγμένα ρούχα σου γιατί θα καλέσω την αστυνομία» ή το «θα σου τραβήξω μια μήνυση και θα τρέχεις») που συχνά λειτουργεί ανασταλτικά, επαναφέροντας τους πολίτες σε μια κάποια μορφή συμμόρφωσης στους κανόνες. Η λειτουργία αυτή εδράζεται, αφενός, στη συναίνεση και, αφετέρου, στον φόβο, τον φόβο του στιγματισμού, της απόρριψης και εν τέλει της τιμωρίας.
Είναι δύσκολο να διακρίνει κάποιος ανάμεσα σε συναίνεση και φόβο σε αυτές τις περιπτώσεις, αλλά γνωρίζουμε ότι καμία κοινωνία και κανένα σύστημα εξουσίας δεν μακροημερεύει βασιζόμενο αποκλειστικά στον φόβο της βίας ή της επίκλησής της. Αυτό όμως που βιώνουμε στην Ελλάδα, εδώ και μερικούς μήνες, είναι η όλο και αυξανόμενη απομάκρυνση των πολιτικών ελίτ από την κοινωνία, η όλο και εντεινόμενη τάση των πολιτών να ξεπερνούν τον φόβο τους μπροστά στη βία που παράνομα και καταχρηστικά ασκούν διάφοροι μηχανισμοί του κράτους.
Αυξάνονται οι πολίτες που δεν φοβούνται να μην πληρώσουν τα διόδια. Αυξάνονται όσοι δεν φοβούνται να μην πληρώνουν το «χαράτσι» της ΔΕΗ. Αυξάνονται όσοι συμμετέχουν σε μαζικές διαμαρτυρίες και συλλογικές μορφές διεκδίκησης. Αυξάνονται οι πολίτες που δημόσια εκφράζουν την αποδοκιμασία τους σε όσους πολιτικούς υποστηρίζουν τις πολιτικές του Μνημονίου. Ακόμα και εντός των κομμάτων εξουσίας αυξήθηκαν αυτοί που δεν φοβήθηκαν να «βγουν
από το μαντρί».
Οι πρόσφατες παρελάσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη έγιναν εφικτές ελέω του σιδερένιου φράκτη και των ροπαλοφόρων, φαινόμενα που βρίσκει κανείς μόνο στα εικονογραφημένα βιβλία Ιστορίας της μεσαιωνικής φεουδαρχίας. Στην υπόλοιπη Ελλάδα οι παρελάσεις διακόπηκαν (π.χ. Ηράκλειο), δεν υπήρχε εξέδρα επισήμων (π.χ. Ρόδος) ή έγιναν εν μέσω πρωτοφανών αποδοκιμασιών των εκπροσώπων των κομμάτων του Μνημονίου.
Από όλα όσα είδαμε τους τελευταίους μήνες στην Ελλάδα μού μένουν δύο σκηνές άξιες ιστορικής καταγραφής: η γιαγιά με το καφέ «συνολάκι» που πετάει πέτρες στα ΜΑΤ στην Αθήνα (http://www.youtube.com/watch?v=e36JLHnTZTA) και ο μαθητής Δημοτικού που μουντζώνει τον υφυπουργό Π. Κουκουλόπουλο στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου στην πόλη που κάποτε τον ανέδειξε ως λαοπρόβλητο δήμαρχο, την Κοζάνη (tvxs.gr/node/89146). Τα εν λόγω περιστατικά δεν έχουν τίποτα το «ηρωικό». Οι εικόνες απλά μιλούν από μόνες τους για μια κοινωνία στην οποία το κράτος έχει ουσιαστικά απολέσει «το μονοπώλιο της βίας».
Ο φόβος δεν φυλάει πλέον τα έρ(η)μα. Όσοι κυβέρνησαν την τελευταία τριετία εκπαίδευσαν μια κοινωνία στην ανυπακοή. Άνοιξαν τον ασκό του Αιόλου σε μια κατάσταση που καμία συνετή εξουσία δεν θα ήθελε να δημιουργήσει. Δρέπουν τώρα τις «δάφνες» τους που κανένας νόμος περιορισμού των διαδηλώσεων δεν μπορεί να τους τις στερήσει. Το ζήτημα βέβαια είναι όλη αυτή η ορμή της ανυπακοής να μην μείνει σε μια στείρα αντιπαράθεση «στο σύστημα» και να μην εγκλωβιστεί αναμένοντας την «έλευση του σοσιαλισμού».
Το απτό, πρακτικό και απόλυτα κρίσιμο πολιτικά ζήτημα είναι να μετασχηματιστεί όλη αυτή η αυξανόμενη ανυπακοή σε μια μεγάλη θετικά δημιουργική δύναμη που θα επενδύσει σε ένα μέλλον ισότητας, δικαιοσύνης και αλληλεγγύης για όλους τους πολίτες. Οι πολίτες δεν έχουν πλέον την πολυτέλεια να φοβούνται. Η Αριστερά ξεπερνά και αυτή τους φόβους της και τις αναστολές της απέναντι στο κάλεσμα των πολιτών για μια άλλη κυβερνητική πορεία. Οι εκλογές προκηρύχθηκαν.