Στα παλιά, καλά γουέστερν, οι ληστείες στις τράπεζες στηρίζονταν στη βία και όχι τόσο στην εξυπνάδα. Τρεις καουμπόηδες με μαντήλια στο πρόσωπο έμπαιναν στην τράπεζα, σήκωναν το χρήμα κι έφευγαν γρήγορα για να πιουν τα ποτά τους σε κάποιο διπλανό σαλούν, αφήνοντας τον τραπεζίτη σε απόγνωση. Αυτά στον κινηματογράφο. Στην πραγματικότητα, κανένας τραπεζίτης δεν ήταν ποτέ σε απόγνωση, ούτε και είναι, παρά μόνο αν δεν κερδίζει όσα θέλει. Ως τη δεκαετία του ’70 ο καπιταλισμός λειτουργούσε με έναν απλό τρόπο. Όποιος έβγαζε κάποιο κέρδος από τη δουλειά του, το κατέθετε στις τράπεζες. Οι τράπεζες χρησιμοποιούσαν αυτό το κέρδος για να κάνουν τις δικές τους επενδύσεις. Χρηματοδοτούσαν αυτή την αλυσίδα του καπιταλισμού, κέρδος-επένδυση, φτιάχνοντας έναν κύκλο επενδυτικό, αλλά περισσότερο ένα όνειρο. Το όνειρο της συνεχούς ευημερίας.
Στο όνειρο αυτό οι τράπεζες ήταν ο εγγυητής. Ξαφνικά, όμως, ο καπιταλισμός έπαψε να είναι παραγωγικός. Να επενδύει, δηλαδή, σε αυτή την αλυσίδα «εργασίας», περιμένοντας να καταθέσει τα χρήματά του όποιος κερδίζει και στη συνέχεια να δανειοδοτηθεί από τα κέρδη για να επανεπενδύσει. Οι τράπεζες άρχισαν να γίνονται γραφεία στοιχημάτων. Μπορούσες, αντί να επενδύσεις στη δουλειά σου για να βγάλεις κέρδος, να επενδύσεις σ’ ένα τραπεζικό προϊόν με μεγαλύτερη απόδοση. Το τραπεζικό προϊόν μπορούσε να είναι ένα ασφάλιστρο κάποιου άλλου προϊόντος ή ακόμη κι ένα κανονικό στοίχημα για το πώς θα κινηθεί η οικονομία μιας χώρας. Έτσι δημιουργήθηκαν τα τοξικάπροϊόντα που έριξαν στον γκρεμό την παγκόσμια οικονομία. Ο καπιταλισμός έγινε χρηματοπιστωτικός. Το παγκόσμιο χρήμα ήταν μια φούσκα που εγγράφονταν απλώς στα ταμπλό των χρηματιστηρίων. Η πολιτική έπαψε να ορίζει πώς θα κινηθεί η οικονομία κι έγινε το ανάποδο. Η οικονομία καθόριζε πώς θα κινούνταν η πολιτική μέσα από μια οικονομική ελίτ που ανέλαβε να βάλει τις χώρες στη μέγγενη των νόμων της αγοράς. Αν ακούσετε τον κύριο Παπαδήμο ή τον κύριο Παπακωνσταντίνου να μιλάνε, θα καταλάβετε.
Σε αυτήν τη λειτουργία των τραπεζών καθοριστικό ρόλο παίζουν τα δάνεια. Το χρέος δημιουργεί κέρδος για τις τράπεζες. Για να κερδίσουν, λοιπόν, έδωσαν δάνεια. Πολλά δάνεια, ακόμη και για τη φαγούρα. Και δημιούργησαν ανάγκες. Καταναλωτικές ανάγκες. Δάνειζαν για να καλύψουν αυτές τις ανάγκες. Όταν ο κύριος Παπαδήμος λέει πως «η χώρα ζούσε με δανεικά», αποκρύπτει πως ο ίδιος, ως διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, έδωσε εντολή για την απελευθέρωση των κάθε είδους δανείων.
Όλα αυτά τα χρόνια οι τράπεζες δανείζουν. Γιατί, λοιπόν, δεν έχουν χρήματα; Γιατί οι μεγαλομέτοχοί τους χρησιμοποιούν την τράπεζα όπως το έκανε ο Κοσκωτάς, αλλά σε γιγαντιαία κλίμακα. Δανείζουν στον καταναλωτή, αλλά δανείζουν με ευνοϊκούς όρους σε offshore εταιρείες πίσω από τις οποίες είναι οι ίδιοι. Στη συνέχεια οι εταιρείες εμφανίζονται να μην μπορούν να πληρώσουν τα χρέη και τότε αυτά διαγράφονται. Επίσης, χρησιμοποιούν τις τράπεζες για να κερδίσουν κάποιες άλλες εταιρείες τους. Μια εταιρεία τους πουλάει ένα ακίνητο και το αγοράζει η τράπεζα σε τιμή πενταπλάσια από την πραγματική. Οι τράπεζες, επίσης, χρηματοδοτούν επιχειρήσεις όπου οι εγγυήσεις δεν είναι πραγματικές. Ένα κανάλι, για παράδειγμα, εμφανίζεται να έχει αξία 100 εκατομμύρια. Η άυλη περιουσία του όμως (ταινίες, αρχείο κ.λπ.) εκτιμάται από ορκωτούς λογιστές (αυτήν τη μεγάλη αμαρτία που καλύπτει όλα τα ελληνικά σκάνδαλα) 400 εκατομμύρια. Έτσι το κανάλι ξαφνικά μπορεί να πάρει δάνειο 400 εκατομμύρια. Και μετά να κλείσει. Όταν έρθει η ώρα να κάνουν αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, κινούν εικονικό χρήμα. Δηλαδή δανειοδοτούν μια εταιρεία, η οποία εμφανίζεται μετά να συμμετέχει στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας. Ψεύτικη αύξηση με ψεύτικο χρήμα. Οι μεγαλομέτοχοι των τραπεζών δεν χάνουν. Ίσως να έχουν πάρει κι ένα μεγάλο δωράκι γι' αυτό που κάνουν.
Χάνουν όμως οι μικρομέτοχοι που δεν συμμετέχουν στο παιχνίδι. Και οι τράπεζες.
Και τότε έρχεται το κράτος και λέει πως αν δεν ενισχυθούν οι τράπεζες από το ίδιο, θα καταρρεύσουν. Και τότε θα χάσουν τα λεφτά τους οι καταθέτες. Οι πάντες αρχίζουν ν’ ανησυχούν. Ακόμη και αυτοί που δεν είναι καταθέτες, μια που έχουν το όνειρο να γίνουν. Κι έτσι το κράτος επιδοτεί τις τράπεζες για να μην καταρρεύσουν. Δεν μένει παρά όλοι να χειροκροτήσουν. Η Blackrock, η οποία ανέλαβε να ελέγξει τις ελληνικές τράπεζες, αυτός ο κολοσσός που συνδέεται μετοχικά με την Goldman Sachs, είναι ένα εργαλείο των τραπεζών. Ορίζει πώς θα μοιράσουν το χρήμα μεταξύ τους και όχι πώς θα το γλιτώσει ο Έλληνας φορολογούμενος. Ποιες τράπεζες θα πεταχτούν έξω, δηλαδή, στην αναδιανομή της πίτας.
Το ελληνικό κράτος έχει ήδη δώσει στις τράπεζες 18 δισ. (άλλα 70 είχε δώσει τα προηγούμενα χρόνια), χωρίς να βάλει κανέναν όρο για τη λειτουργία τους. Χωρίς να έχει κανέναν λόγο στις αποφάσεις ή στο πώς θα χρηματοδοτηθεί η αγορά. Στο τέλος της χρονιάς οι τράπεζες θα ανακοινώσουν πως έριξαν στην αγορά 7 δισ. Σε δάνεια. Μόνο που δεν θα τα έχει πάρει κανένας επιχειρηματίας, αλλά κάποιες εταιρείες με εξωτικά ονόματα και πάλι. Κανένα δάνειο δεν θα κουρευτεί ως αντάλλαγμα, καμιά χρηματοδότηση δεν θα υπάρξει για την ανάπτυξη. Οι τράπεζες θα συνεχίσουν να ληστεύουν, αλλά στο μυαλό μας η ληστεία της τράπεζας θα είναι αυτό που βλέπαμε στα παλιά γουέστερν. Η επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζιτών και όχι των τραπεζών θα έχει πετύχει.