Ελιτισμός εναντίον λαϊκισμού
Όλοι οι κλασικοί πολιτικοί στοχαστές, οι οποίοι ασχολήθηκαν με τη διακυβέρνηση των κοινωνιών, συμπίπτουν σε ένα συμπέρασμα: στις μέχρι τα τώρα γνωστές κοινωνίες την πολιτική εξουσία την είχαν στα χέρια τους οι λίγοι. Και είτε προσπαθούσαν να διαιωνίσουν αυτό το μειοψηφικό γεγονός της εξουσίας, ήσαν δηλαδή συγγραφείς που θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ως συντηρητικούς, είτε προσπαθούσαν να το ανατρέψουν, ήσαν δηλαδή συγγραφείς της Αριστεράς, κανείς τους όμως δεν είχε σκεφτεί να αρνηθεί το προφανές.
Όλα όσα, όμως, δεν είχαν ειπωθεί για αιώνες πολιτικού στοχασμού, ειπώθηκαν στο διάστημα μερικών μηνών στην Ελλάδα του Μνημονίου. Μάθαμε, λοιπόν, ότι την ευθύνη για το κατάντημα της κοινωνίας μας την έχουν όλοι ανεξαιρέτως και μάλιστα η ευθύνη αυτή μοιράζεται εξίσου, ανάμεσα στους λίγους που κυβερνούσαν και στους πολλούς που υφίσταντο την κυριαρχία των λίγων. Το «όλοι μαζί τα φάγαμε», του απελθόντος κ. Πάγκαλου, συμπύκνωνε μέσα στην απλούστευσή του αυτήν τη «ρήξη» με τον πολιτικό στοχασμό αιώνων.
Επειδή όμως το θράσος δεν αποτέλεσε ποτέ αποστομωτικό επιχείρημα και ελπίζω ότι δεν θα αποτελέσει και στο μέλλον, είναι προτιμότερο να δει κανείς πίσω από το παγκάλειο επιχείρημα τη στάση εκείνων των ελίτ που αφού έδρεψαν τους καρπούς της για δεκαετίες κυριαρχίας τους, αρνούνται τώρα το προφανές, ότι για τον μαρασμό αυτού του τόπου φέρνουν την συντριπτικά μεγαλύτερη ευθύνη. Ελίτ εγωιστικές αλλά και φυγόμαχες, ευδαιμονιστικές στο έπακρον αλλά και ανεύθυνες, ελίτ που πιστεύουν ότι τα φτιασίδια της εξουσίας τους αρκούν από μόνα τους, για να παράγουν για πάντα τη νομιμοποίηση της κυριαρχίας τους.
Και όταν αυτή η κυριαρχία, εξαιτίας πολιτικών που οδήγησαν στην εξαθλίωση μεγάλων τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας, αρχίζει να αμφισβητείται σοβαρά, καταφεύγουν για μια ακόμη φορά στο μοναδικό ιδεολογικό τους όπλο, το θράσος. Από τη συν-ευθύνη τού «όλοι μαζί τα φάγαμε», περάσαμε, ακαριαία σχεδόν, στην αποκλειστική απόδοση της ευθύνης στους πολλούς. Το όπλο σε αυτήν την περίπτωση είναι το θεωρητικό σχήμα του «λαϊκισμού». Οι αναγωγές στον ρώσικο ποπουλισμό, στην Αργεντινή του Περόν και της Εβίτας, ή στον Ταγκιέφ, ανάλογα με τις γνώσεις και το ευφάνταστο του κάθε γράφοντα, χρησιμοποιούνται για να προσδώσουν κύρος στις κατηγορίες εναντίον ενός λαού, που το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς είναι ότι υποφέρει.
Δεν αρνούμαι με τα παραπάνω, ότι ο λαϊκισμός υπήρξε ιστορικό πρόβλημα για πολλές κοινωνίες και είχε αρκετές φορές ολέθριες συνέπειες. Αρνούμαι, όμως, να μετατρέπονται οι τραγικές εμπειρίες άλλων λαών σε όπλο πολέμου εναντίον ενός λαού, του δικού μου, που περνάει πολύ δύσκολες στιγμές. Αρνούμαι οι απολογητές των ντόπιων ελίτ, που το μέγεθος της ανικανότητας τους μόνον με το μέγεθος της αναλγησίας τους μπορεί να συγκριθεί, να στρέφονται εναντίον μας, χωρίς να έχουν πρώτα εκβάλει ούτε μια λέξη αυτοκριτικής για τα πεπραγμένα των «δικών» τους. Αλήθεια, για να χρησιμοποιήσω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, πότε θα ακούσουμε ή θα διαβάσουμε έστω και μια λέξη αυτοκριτικής για τα πεπραγμένα τού -όπως επαίρονταν να λένε- μακροβιότερου μεταπολιτευτικού πρωθυπουργού, του κ. Σημίτη;
Στο τέλος-τέλος αγαπητοί-ές απολογητές των ελίτ, η ιστορία μάς μαθαίνει ότι ο ελιτισμός υπήρξε συντομοτέρα οδός προς τον φασισμό από τον λαϊκισμό.
Όλα όσα, όμως, δεν είχαν ειπωθεί για αιώνες πολιτικού στοχασμού, ειπώθηκαν στο διάστημα μερικών μηνών στην Ελλάδα του Μνημονίου. Μάθαμε, λοιπόν, ότι την ευθύνη για το κατάντημα της κοινωνίας μας την έχουν όλοι ανεξαιρέτως και μάλιστα η ευθύνη αυτή μοιράζεται εξίσου, ανάμεσα στους λίγους που κυβερνούσαν και στους πολλούς που υφίσταντο την κυριαρχία των λίγων. Το «όλοι μαζί τα φάγαμε», του απελθόντος κ. Πάγκαλου, συμπύκνωνε μέσα στην απλούστευσή του αυτήν τη «ρήξη» με τον πολιτικό στοχασμό αιώνων.
Επειδή όμως το θράσος δεν αποτέλεσε ποτέ αποστομωτικό επιχείρημα και ελπίζω ότι δεν θα αποτελέσει και στο μέλλον, είναι προτιμότερο να δει κανείς πίσω από το παγκάλειο επιχείρημα τη στάση εκείνων των ελίτ που αφού έδρεψαν τους καρπούς της για δεκαετίες κυριαρχίας τους, αρνούνται τώρα το προφανές, ότι για τον μαρασμό αυτού του τόπου φέρνουν την συντριπτικά μεγαλύτερη ευθύνη. Ελίτ εγωιστικές αλλά και φυγόμαχες, ευδαιμονιστικές στο έπακρον αλλά και ανεύθυνες, ελίτ που πιστεύουν ότι τα φτιασίδια της εξουσίας τους αρκούν από μόνα τους, για να παράγουν για πάντα τη νομιμοποίηση της κυριαρχίας τους.
Και όταν αυτή η κυριαρχία, εξαιτίας πολιτικών που οδήγησαν στην εξαθλίωση μεγάλων τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας, αρχίζει να αμφισβητείται σοβαρά, καταφεύγουν για μια ακόμη φορά στο μοναδικό ιδεολογικό τους όπλο, το θράσος. Από τη συν-ευθύνη τού «όλοι μαζί τα φάγαμε», περάσαμε, ακαριαία σχεδόν, στην αποκλειστική απόδοση της ευθύνης στους πολλούς. Το όπλο σε αυτήν την περίπτωση είναι το θεωρητικό σχήμα του «λαϊκισμού». Οι αναγωγές στον ρώσικο ποπουλισμό, στην Αργεντινή του Περόν και της Εβίτας, ή στον Ταγκιέφ, ανάλογα με τις γνώσεις και το ευφάνταστο του κάθε γράφοντα, χρησιμοποιούνται για να προσδώσουν κύρος στις κατηγορίες εναντίον ενός λαού, που το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς είναι ότι υποφέρει.
Δεν αρνούμαι με τα παραπάνω, ότι ο λαϊκισμός υπήρξε ιστορικό πρόβλημα για πολλές κοινωνίες και είχε αρκετές φορές ολέθριες συνέπειες. Αρνούμαι, όμως, να μετατρέπονται οι τραγικές εμπειρίες άλλων λαών σε όπλο πολέμου εναντίον ενός λαού, του δικού μου, που περνάει πολύ δύσκολες στιγμές. Αρνούμαι οι απολογητές των ντόπιων ελίτ, που το μέγεθος της ανικανότητας τους μόνον με το μέγεθος της αναλγησίας τους μπορεί να συγκριθεί, να στρέφονται εναντίον μας, χωρίς να έχουν πρώτα εκβάλει ούτε μια λέξη αυτοκριτικής για τα πεπραγμένα των «δικών» τους. Αλήθεια, για να χρησιμοποιήσω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, πότε θα ακούσουμε ή θα διαβάσουμε έστω και μια λέξη αυτοκριτικής για τα πεπραγμένα τού -όπως επαίρονταν να λένε- μακροβιότερου μεταπολιτευτικού πρωθυπουργού, του κ. Σημίτη;
Στο τέλος-τέλος αγαπητοί-ές απολογητές των ελίτ, η ιστορία μάς μαθαίνει ότι ο ελιτισμός υπήρξε συντομοτέρα οδός προς τον φασισμό από τον λαϊκισμό.