Εμείς και η Γαλλογερμανική διένεξη…
Ο οικονομικός πόλεμος που εντείνεται επί δύο χρόνια στη χώρα μας μετράει ήδη πάνω από 500,000 νέα θύματα στην ανεργία και πάνω από 2,000 νέα θύματα σε αυτόχειρες. Ενόψει των εκλογών αυτός ο πόλεμος επενδύεται ψυχολογικά με διασπορά φόβου, ώστε οι Έλληνες ψηφοφόροι να υποστηρίξουν και να αποδεχθούν στις 17 Ιουνίου την πολιτική της λιτότητας, άνευ όρων ή με επουσιώδεις αλλαγές στα ήδη και ερήμην τους συμφωνημένα. Στόχος του Γερμανικού σχεδίου, όπως γράφει το Spiegel, είναι η μετατροπή της Μεσογειακής περιφέρειας σε μια περιοχή που «θα μοιάζει με Γερμανία αλλά θα έχει καλύτερο καιρό». Η Γαλλογερμανική διένεξη για την οικονομική πολιτική και το μέλλον της Ευρώπης αντανακλάται στην προεκλογική πίεση και διαμορφώνει τα αντίστοιχα πολιτικά στρατόπεδα στο εσωτερικό της χώρας…
Στη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, στις 28 και 29 Ιουνίου, αναμένεται να ληφθούν οι αποφάσεις για τη στήριξη της ανάπτυξης, την αύξηση των επενδύσεων και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Ωστόσο διαφέρουν οι τρόποι που προτείνονται για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι. Οι Γερμανοί επιμένουν ότι μόνο από την αυστηρή λιτότητα και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μπορούν να προκύψουν οι πόροι για την ανάπτυξη ενώ οι Γάλλοι προωθούν λύσεις όπως τα ευρωομόλογα και ο απ’αυθείας δανεισμός των κρατών από την ΕΚΤ. Τα ευρωομόλογα εκτός από σημαντικό εργαλείο για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης θα ήταν και ένα βήμα για την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης λόγω του συλλογικού επωμισμού του χρέους από όλους τους εταίρους.
Αλλά για τον Ράινερ Μπρούντερλε, πρόεδρο της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος των Ελεύθερων Δημοκρατών που συμμετέχει στον κυβερνητικό συνασπισμό της Καγκελαρίου Μέρκελ, το «συλλογικό» πρέπει πρώτα από όλα να εξυπηρετεί τα συμφέροντα τις Γερμανίας. Αλλιώς απορρίπτεται. Για τον Μπρούντερλε τα ευρωομόλογα συνιστούν «…σοσιαλισμό των επιτοκίων, τον οποίο η Γερμανία και άλλες επιτυχημένες χώρες θα πρέπει να πληρώσουν ακριβά». Επιπλέον, η Γερμανία απορρίπτει τις Γαλλικές προτάσεις στο όνομα της επιφύλαξης ότι αν εφαρμοστούν και οδηγήσουν στην ελάττωση του κόστους δανεισμού στις υπερχρεωμένες χώρες της περιφέρειας, τότε οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και οι αναγκαίες δημοσιονομικές προσαρμογές για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας, που έχουν αναληφθεί σαν προϋποθέσεις για την οικονομική βοήθεια, δεν θα προχωρήσουν.
Στην πραγματικότητα όμως, η κατάσταση που ισχύει, έστω και στις συνθήκες αποτυχίας των μέτρων λιτότητας, ευνοεί την Γερμανία να δανείζεται και να δανείζει με προνομιακά επιτόκια σε σχέση με τους εταίρους της, να ενισχύει τις εξαγωγές της και έτσι να ανατροφοδοτεί τον ηγεμονικό της ρόλο στην Ευρώπη και να προχωράει τα γεωπολιτικά της σχέδια στη Μεσόγειο και ιδιαίτερα στο ενεργειακό ζήτημα. Όσο και αν οι Γερμανοί καταλογίζουν προεκλογικές σκοπιμότητες στον Ολάντ – ενόψει των βουλευτικών εκλογών στη Γαλλία –, ο Γάλλος Πρόεδρος δείχνει να οραματίζεται μια Ευρωπαϊκή Γερμανία, όταν η Μέρκελ προσανατολίζεται προς μια Ευρώπη «σωσία» της Γερμανίας.
Για την Μέρκελ προκρίνεται ο Γερμανικός τρόπος σαν ο σωστός τρόπος και οι Γερμανικές μέθοδοι σαν τα πρότυπα για τις πολιτικές και οικονομικές εφαρμογές. Σύμφωνα με το Spiegel, στην πρόταση για την ανάπτυξη μέσω των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, που θα παρουσιαστεί στη Σύνοδο Κορυφής του Ιουνίου, προτείνονται μεταξύ άλλων για μεν τις ιδιωτικοποιήσεις το προβληματικό μοντέλο Treuhand που είχε εφαρμοστεί στην Ανατολική Γερμανία, ενώ για την ευελιξία στις εργασιακές σχέσεις το μοντέλο των mini jobs των 400 ευρώ που ισχύει ήδη πολλά χρόνια στη Γερμανία. Ο Μπρούντερλε, αποκαλυπτικός για την Γερμανική υπεροψία, δήλωσε: «Θα μπορούσαμε να προτείνουμε σε Γάλλους και Iσπανούς να έλθουν να εκπαιδευτούν επαγγελματικά στη Γερμανία».
Σίγουρα δεν πρόκειται για απλό εγωϊσμό και ξεροκεφαλιά. Είναι μια συγκροτημένη θεώρηση που επιφυλάσσει για τους υπερχρεωμένους της περιφέρειας ένα μοντέλο ζωής, πιο οικείο στις οικονομικές ζώνες «Κινεζικού τύπου», όπως θα προταθούν από τους Γερμανούς στη Σύνοδο του Ιουνίου, και πολύ πιο μακρινό από τα Ευρωπαϊκά μοντέλα του κοινωνικού κράτους που ίσχυαν μέχρι σήμερα. Πολύ αμφίβολο αν η Μέρκελ τελικά θα επιτρέψει να της αναποδογυρίσουν το «τέλειο» νεοφιλεύθερο Γερμανικό της όραμα για την Ευρώπη και τον κόσμο. Η έκβαση της Γαλλογερμανικής διένεξης μπορεί να είναι αβέβαιη, αλλά η αμείωτη Γερμανική πίεση στους εταίρους να «συμμορφωθούν», έχει θέσει πλέον την Ευρωζώνη σε κατάσταση συναγερμού και επιφυλακής για την «επόμενη ημέρα», από οικονομική και πολιτική άποψη, στην οποία μπορεί να οδηγήσει αυτή η μεταπολεμική αναβίωση του Γερμανικού εθνικισμού.
Στην περιφέρεια της Ευρωζώνης αυτή η διένεξη βρίσκει τη δική της έκφραση. Εκτός από τον σκληρό Γερμανικό πυρήνα του Βορρά, η Γερμανία φαίνεται προς το παρόν να βρίσκει τους συμμάχους της στην Ιβηρική χερσόνησο, στα πρόσωπα των συντηρητικών κυβερνήσεων της Ισπανίας και της Πορτογαλίας με την πιστή συμμόρφωση στις πολιτικές του Βερολίνου και μάλιστα παρά τις απανωτές αποτυχίες των μέτρων λιτότητας – το σημερινό δημοψήφισμα στην Ιρλανδία θα κρίνει και την στάση που θα επιλέξουν οι Ιρλανδοί. Αντίθετα, αυτές οι αποτυχίες φαίνεται να οδηγούν την Ιταλία πιο κοντά στο πλευρό της Γαλλίας και του Ολάντ. Σε μας οι ίδιες αποτυχίες οδήγησαν στην ανατροπή του πολιτικού σκηνικού στις 6 Μαίου και τα νέα αντίπαλα πολιτικά στρατόπεδα, τα οποία διαμορφώνονται ενόψει των εκλογών της 17ης Ιουνίου, οι οποίες θα οδηγήσουν σε μια νέα πρόκληση για κυβέρνηση συνασπισμού, είτε το πιθανό μικρό προβάδισμα ανήκει στη ΝΔ είτε στον ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο αυτό το μικρό προβάδισμα θα καθορίσει και τον πολιτικό προσανατολισμό της νέας κυβέρνησης.
Αν είναι μπροστά η ΝΔ και τελικά προκύψει κυβέρνηση από τα ίδιο αποτυχημένο πολιτικό προσωπικό ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, τότε το Βερολίνο μπορεί να κερδίσει ακόμη λίγο χρόνο, αλλά στη χώρα θα ξανατεθούν άμεσα μετεκλογικά όλα τα γνωστά ανοικτά ζητήματα που οδήγησαν στη δυναμική της πολιτικής ανατροπής των εκλογών της 6ης Μαίου. Η κοινωνική αναταραχή θα κλιμακωθεί γρήγορα ακόμη κι αν το ασφυκτικό πλαίσιο του μνημονίου χαλαρώσει για λίγα χρόνια, διότι το πρόβλημα βρίσκεται στην ουσία της πολιτικής των φοροεπιδρομών και της λιτότητας, που βαθαίνοντας την ύφεση λεηλατούν και καταστρέφουν την οικονομία και την κοινωνία, και όχι στους τρόπους της εφαρμογής.
Αν είναι μπροστά ο ΣΥΡΙΖΑ και γενικά αν προκύψει κυβέρνηση αριστεράς με ανοχή ή συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ και άλλων κομμάτων, τότε όλα τα ενδεχόμενα θα είναι δυνατά αλλά σε συνάρτηση και συνδιασμό και με όλα τα ενδεχόμενα στην Ευρώπη. Διότι ενώ οι κραδασμοί και τα απόνερα μιας κυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ θα επηρεάσουν, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον, κυρίως την Ελληνική κοινωνία, αντίθετα, μια κυβέρνηση της αριστεράς θα έχει τη δυναμική να κινητοποιήσει το σύνολο της Ευρωζώνης και με καταλύτη τη στάση της Γερμανίας είτε να επιταχύνει τη νομισματική διάλυση ή διάσπαση της Ευρώπης είτε να διευκολύνει την πολιτική της ενοποίηση.
Στις σημερινές συνθήκες, το δίλημμα ευρώ ή δραχμή, ανεξάρτητα από την εγχώρια μικροπολιτική του χρήση, δεν είναι περισσότερο ή λιγότερο υπαρκτό και απειλητικό από το δίλημμα ευρώ ή πεσέτα, ευρώ ή λιρέτα κ.ο.κ. Το ουσιαστικό δίλημμα παραμένει το ποια πορεία θα ακολουθήσει τελικά η ενωμένη Ευρώπη: έναν εμμονικό και αμφίβολης δημοκρατικότητας Γερμανικό δρόμο ή έναν πιο συλλογικό και «ισοεθνικό» δρόμο, όπως αυτός στον οποίον φαίνεται να οδηγεί η Γαλλία με τον Ολάντ; Το αποτέλεσμα των εκλογών στη χώρα μας θα επηρεάσει τον προβληματισμό και την έκβαση σε αυτήν την αντιπαράθεση.
Για παράδειγμα, ενώ για την Κίνα μπορεί να συζητείται αν η δημοκρατία είναι ή όχι αναγκαία προϋπόθεση για την ανάπτυξη, για τα δυτικά δεδομένα και τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό η δημοκρατία και η τήρηση των δημοκρατικών θεσμών, μέχρι τώρα, θεωρούνταν προϋποθέσεις για τη βιώσιμη ανάπτυξη. Ωστόσο η εμπειρία από τον τρόπο επιβολής των μνημονίων και τη διαχείριση της κοινωνικής αναταραχής των δύο τελευταίων ετών στη χώρα μας, έδειξε ότι η κυβερνητική εκδοχή ΝΔ -ΠΑΣΟΚ δεν έχει ενδοιασμούς να εφαρμόζει πολιτικές που δεν ιεραρχούν τη δημοκρατία στην κορυφή των επιλογών τους. Από τη στιγμή που η στρατηγική τους εντάχτηκε στην εξυπηρέτηση των σχεδίων του Βερολίνου για την Ευρώπη, η εξαπάτηση και η περιφρόνηση του λαού αναδείχτηκαν παράπλευρα χαρακτηριστικά αυτής της στρατηγικής.
Σε αυτό το πλαίσιο μια κυβέρνηση της αριστεράς θα μπορούσε πιο αξιόπιστα να εγγυηθεί τη διαφύλαξη των δημοκρατικών θεσμών στη χώρα, βάζοντας τον πολίτη να συμμετέχει πιο ενεργά στο παιγνίδι της εξουσίας αλλά και στις αποφάσεις και την ευθύνη για τη διαμόρφωση της ζωής του. Επίσης λαμβάνοντας υπόψιν ότι η οικονομική ανισότητα θεωρείται από πολλούς οικονομολόγους και αναλυτές τροχοπέδη για την ανάπυξη, μια κυβέρνηση της αριστεράς θα μπορούσε να διεκδικήσει πιο αποτελεσματικά δικαιότερη αναδιανομή του εισοδήματος, με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και κάνοντας πράξη την πολιτική βούληση κατά της μεγάλης φοροδιαφυγής και της υποκοσμικής παραοικονομίας που μαστίζει τη χώρα. Τότε η χώρα μας θα μπορούσε να καυχηθεί ότι έκανε, έστω για πρώτη φορά, ένα σημαντικό πολιτισμένο και «ευρωπαϊκό» βήμα για τον εκσυγχρονισμό της.
Αλλά μια κυβέρνηση σύγχρονης αριστεράς, που θα φιλοδοξεί να θέσει τη χώρα με προοπτική στην πλευρά της αμφισβήτησης του Γερμανικού δρόμου, δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να αναπαράγει τις αδυναμίες του μεταπολιτευτικού δικομματικού κρατισμού. Ο δημόσιος έλεγχος και διοίκηση θα πρέπει να ανατίθενται με αυστηρά αξιοκρατικά κριτήρια ειδικά όταν αναφέρονται στην παιδεία, την υγεία, την άμυνα και την ενέργεια. Η έννοια- τρόπος ζωής του πελάτη-ψηφοφόρου θα πρέπει να απομυθοποιηθεί και στη θέση της να καλλιεργηθεί το πρότυπο του ενεργού και παραγωγικού πολίτη. Εξαρχής θα πρέπει να τεθούν με σαφήνεια τα όρια της υπεύθυνης φιλολαϊκής από την καιροσκοπική λαϊκιστική πολιτική. Το τραπεζικό σύστημα θα πρέπει να εξυγιανθεί και η υγιής επιχειρηματικότητα με χαμηλή φορολογία να γίνει το κύτταρο και η προϋπόθεση για κάθε οικονομική πρωτοβουλία και ανάπτυξη.
Αλλά με οποιαδήποτε συγκυβέρνηση, πρώτη προτεραιότητα στις 18 Ιουνίου, θα πρέπει να είναι η βοήθεια και προστασία των ήδη εκατοντάδων χιλιάδων θυμάτων του διετούς οικονομικού πολέμου, των ανέργων, αστέγων και οικονομικά αδυνάτων, με άμεση θέσπιση κοινωνικών μέτρων, όπως η αύξηση και η χρονική παράταση του επιδόματος ανεργίας και οι μακροχρόνιοι διακανονισμοί των υπερχρεωμένων νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Συμπερασματικά, η εμπιστοσύνη στο πολιτικό και οικονομικό πρόγραμμα της νέας συγκυβέρνησης θα πρέπει να κερδηθεί όχι με βάση τις υποσχέσεις αλλά με βάση την πίστη στο αποτέλεσμα μιας νέας εθνικής και δημιουργικής προσπάθειας με σαφές χρονοδιάγραμμα, διασφάλιση του δημοκρατικού ελέγχου, σταθερότητα, κοινωνική ειρήνη, δικαιοσύνη και αλληλεγγύη…