Επειγόντως… ένα σύμφωνο ανάπτυξης για την Ευρώπη
Τα αποτελέσματα των εκλογών στη Γαλλία και την Ελλάδα, δύο χώρες εκ των οποίων η μία αποτελεί το λίκνο της σύγχρονης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και η άλλη τη βαθιά ιστορική της ρίζα, ασφαλώς και έχουν μεγάλη σημασία. Στη Γαλλία, η νίκη του Φρανσουά Ολάντ μπορεί να αλλάξει την αποκρυστάλλωση των πολιτικών δυνάμεων στην ευρωπαϊκή ήπειρο, δίνοντας νέα δυναμική στην πρόσφατη διαμάχη για μια ευρωπαϊκή πολιτική περισσότερο προσανατολισμένη στην ανάπτυξη. Στην Ελλάδα, η ήττα των δύο κομμάτων που επί 35 χρόνια εναλλάσσονταν στην ηγεσία της χώρας και που υποστήριξαν τα ευρωπαϊκά προγράμματα λιτότητας αλλά και τα αδιέξοδα της αυριανής διακυβέρνησης τροφοδοτούν φόβους για νέα έξαρση της ευρωπαϊκής κρίσης, ιδίως αν η χώρα τεθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εκτός ευρώ.
Πριν από τις κυριακάτικες εκλογές, ωστόσο, είχε προηγηθεί μια βδομάδα που είχε αποκαλύψει τα όρια της πανευρωπαϊκής λιτότητας. Σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στοιχεία, η πτώση της μεταποίησης σε επίπεδο Ευρωζώνης συνεχίστηκε για 9ο συνεχόμενο μήνα, ενώ η ανεργία έφτασε στο 10.9%, το υψηλότερο της επίπεδο από την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος το 1999.
Αν η Ευρωζώνη σαν σύνολο έχει κάποια σοβαρά προβλήματα, η κατάσταση στην περιφέρεια είναι πραγματικά τραγική. Στην Ιταλία, ο δείκτης υπευθύνων προμηθειών ΡΜΙ τόσο για τη μεταποίηση όσο και για τις υπηρεσίες έχει επιδεινωθεί πολύ. Στην Ισπανία η ανεργία έφτασε το 24.1%. Και με άνω του 50% των νέων ηλικίας έως 25 χρονών να είναι άνεργοι, οι επί μακρόν εκφραζόμενοι φόβοι για μια χαμένη γενιά γίνονται θλιβερή πραγματικότητα.
Κατά σύμπτωση η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα διεξήγαγε τη μηνιαία σύνοδό της στη Βαρκελώνη που πλήττεται από την κρίση. Δύο φορές το χρόνο οι συναντήσεις της ΕΚΤ γίνονται εκτός της έδρας της στη Φραγκφούρτη για να δείξει ότι είναι κοντά στους απλούς πολίτες. Αλλά όποιος κι αν είναι ο συμβολισμός, οι αποφάσεις της ΕΚΤ καμιά παρηγοριά δεν προσφέρουν. Η απόφασή της να κρατήσει το βασικό της επιτόκιο στο 1% μπορεί να μην εξέπληξε τους αναλυτές αλλά έριξε νερό στο μύλο εκείνων που ισχυρίζονται ότι η ΕΚΤ δεν έχει καμιά επαφή με την πραγματική οικονομία της Ευρώπης.
Αυτή η κριτική δεν είναι εντελώς δίκαιη. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι αξίζει συγχαρητήριων για τα έκτακτα μέτρα φτηνής τριετούς ρευστότητας προς τις εμπορικές τράπεζες που βοήθησαν να αποφευχθεί ένα πιστωτικό κραχ. Αλλά με τις θετικές επιπτώσεις των μέτρων να υποχωρούν και τον πληθωρισμό να μειώνεται τον Απρίλιο από 2.7% σε 2.6%, η κεντρική τράπεζα θα έπρεπε να είχε αρπάξει την ευκαιρία για να μειώσει κι άλλο το βασικό της επιτόκιο.
Η απόφαση του Μάριο Ντράγκι να επαναλάβει την περασμένη εβδομάδα την έκκληση για ένα συμβόλαιο ανάπτυξης είναι ενθαρρυντική. Όπως και η στήριξη που δεσμεύθηκε να παράσχει σε ένα σχέδιο επενδύσεων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, με βασική του στόχευση τις περιοχές χαμηλού εισοδήματος. Αλλά ενώ τέτοια σχήματα μπορούν να δώσουν κάποια ανακούφιση στην περιφέρεια, το μέγεθός τους είναι πολύ μικρό για να κάνει τη διαφορά.
Για ένα σύμφωνο ανάπτυξης που θα αξίζει το όνομά του, η Ευρωζώνη πρέπει να προχωρήσει στο συντονισμό των δημοσιονομικών πολιτικών της. Οι χώρες που είναι σε θέση να επεκτείνουν τη ζήτηση, πρέπει να το κάνουν, αντισταθμίζοντας έτσι μέρος του κόστους της λιτότητας στην περιφέρεια. Η Ισπανία και η Ιταλία πρέπει να μειώσουν τη λιτότητα. Ενώ κάποια δημοσιονομική σύσφιξη είναι απαραίτητη προκειμένου να αποτραπεί ο πανικός των αγορών, θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν μέρος των χρημάτων που εξοικονόμησαν από τις πρόσφατες περικοπές δαπανών για να στηρίξουν τις επενδύσεις ή να χρηματοδοτήσουν επιλεγμένες φοροαπαλλαγές.
Το μέλλον της Ευρώπης δεν εξαρτάται από τα εκλογικά αποτελέσματα της Ελλάδας και της Γαλλίας. Το πραγματικό ερώτημα είναι το πώς η Ευρώπη να περάσει ξανά στην ανάπτυξη.