«Οι Έλληνες μας έδωσαν τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ας τους δώσουμε πίσω τα Γλυπτά του Παρθενώνα».
Με αυτόν τον τίτλο ο αρθρογράφος Χένρι Πόρτερ, με αφορμή την τελετή αφής της ολυμπιακής φλόγας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου, υποστηρίζει την επιστροφή των περίφημων Γλυπτών, καταρρίπτοντας όλα τα επιχειρήματα που έχουν χρησιμοποιηθεί για το αντίθετο.
«Μην με παρεξηγείτε, δεν θέλω να επιτεθώ στο Βρετανικό Μουσείο, το οποίο είναι γεγονός ότι αντιπροσωπεύει υψηλά επίπεδα πολιτισμού και έχει έναν εκπληκτικό διευθυντή, τον Νιλ ΜακΓκρέγκορ. Θα πρέπει όμως να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας σχετικά με την παρουσία τόσων Γλυπτών από τον Παρθενώνα στη Βρετανία. Υπάρχουν κι άλλα τμήματά τους σε άλλα ευρωπαϊκά μουσεία, όμως το μεγαλύτερο μέρος του ανεπανάληπτου αυτού έργου βρίσκεται εδώ από την εποχή που αφαιρέθηκε βίαια από τον Σκοτσέζο λόρδο Έλγιν περισσότερο από δύο αιώνες πριν», διευκρινίζει.
Κι άλλα έργα τέχνης δεν έχουν αποκτηθεί με τον πιο «καθαρό» τρόπο, συνεχίζει, όμως τα Γλυπτά του Παρθενώνα διαφέρουν, καθώς αποτελούν το ανώτερο επίπεδο που έφτασε ο άνθρωπος τον 5ο αι. π. Χ. και για περίπου 2.000 χρόνια από τότε.
«Αντιπροσωπεύουν τον πυρήνα του ελληνικού πολιτισμού και την καρδιά της σύγχρονης ελληνικής ταυτότητας. Επίσης -εξίσου σημαντικό- αντιπροσωπεύουν το μισό του κτιρίου που κατασκευάστηκε μεταξύ 447 και 432 π. Χ., σηματοδοτώντας την ήττα των Περσών στην Αθήνα», επισημαίνει ο Πόρτερ.
Αναφέρει επίσης ότι είναι εντυπωσιακό ότι τα τελευταία πέντε χρόνια, όλο και λιγότεροι επισκέπτες υποστηρίζουν την παραμονή των έργων στη Βρετανία, κυρίως μάλιστα για λόγους πατριωτικής κατοχής και λιγότερο από αγάπη στην τέχνη.
«Και μιλώντας για κατοχή, συνήθως ξεχνούν ότι τα Γλυπτά ‘σηκώθηκαν' από τον Παρθενώνα όταν οι Τούρκοι κυβερνούσαν τους Έλληνες, οι οποίοι δεν μπορούσαν να υπερασπιστούν τα εμβλήματα του ένδοξου παρελθόντος τους», δηλώνει ο αρθρογράφος, παραλληλίζοντάς τα -ως προς την υπεξαίρεση- με τα λεηλατημένα έργα τέχνης από τους Ναζί, τα οποία όμως επιστράφηκαν στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους.
Ο Χένρι Πόρτερ κάνει αναφορά και στον δημοσιογράφο Κρίστοφερ Χίτσενς, που πέθανε τον περασμένο Δεκέμβριο, ο οποίος αγωνίστηκε σκληρά για την επιστροφή των Μαρμάρων, σε άρθρο του δε στο Vanity Fair πριν από τρία χρόνια είχε τονίσει ότι όλα τα επιχειρήματα περί καταστροφής τους από τη μόλυνση και τις καιρικές συνθήκες δεν ευσταθούν πλέον, λόγω της ύπαρξης του νέου Μουσείου της Ακρόπολης.
Ο Πόρτερ καταρρίπτει και το επιχείρημα ότι η επιστροφή τους θα δημιουργούσε κακό προηγούμενο. «Λίγα έργα στον κόσμο εμπίπτουν στην κατηγορία των Γλυπτών του Παρθενώνα, τα οποία εμπνέουν βαθιά αισθήματα εθνικής απώλειας και λαχτάρας», συμπληρώνει.
Και προτείνει να ρωτήσει ο καθένας τον εαυτό του εάν η συμπεριφορά αυτή του Έλγιν θα ήταν σήμερα αποδεκτή. «Φυσικά και όχι», απαντά, «ούτε θα περιμένουμε να διατηρηθεί αυτό το αποτέλεσμα της λεηλασίας. Γιατί λοιπόν κρατάμε αυτά τα παράνομα γλυπτά σήμερα;».
Ο ίδιος αναφέρει ότι με το οικονομικό αδιέξοδο που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα, ίσως η στιγμή να μην είναι η κατάλληλη για την επιστροφή τους. Υποστηρίζει όμως το εξής: «Υπό το πρίσμα του τι χρωστάει ο δυτικός πολιτισμός στην Ελλάδα -δημοκρατικές ιδέες, ολυμπιακούς αγώνες, επιστήμη, τέχνη και αρχιτεκτονική-, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε μια απλή αλήθεια: Τα μάρμαρα του Παρθενώνα δεν είναι δικά μας για να τα κρατάμε».