Στον ορίζοντα διαφαίνονται προκλήσεις και τριγμοί, ριψοκινδυνεύσεις και προμηνύματα ή πάλι η απειλή του αγνώστου, του χάους. Ενα θολό σκηνικό, που -σε ακραίες περιόδους- είναι αποκύημα και επιβεβαίωση της σοβαρής παθολογίας. Θα μπορούσαν οι γνώστες, οι ειδήμονες να βγάλουν τη χώρα από τη σύγχυση, να τη συγκρατήσουν προστού αυτή χαθεί σε μια νέα ασαφή πορεία;
Ομως σήμερα η διανόηση, ίσως ακριβώς λόγω των καιρών, μοιάζει διασπασμένη περίπου σε τόσα κομμάτια όσα και τα κόμματα. Σε κάθε κρίσιμη καμπή εμφανίζονται καταστάσεις με υπογραφές πνευματικών ανθρώπων που υποστηρίζουν τη μία ή την άλλη πολιτική επιλογή. Στα κομματικά συνέδρια άνθρωποι του πνεύματος κάθονται σε προεδρεία. Και δεν ασχολούνται συνήθως με το πώς θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια δικαιότερη κοινωνία, που προνοεί για τις επόμενες γενιές, αλλά με το πώς θα επιβεβαιώσουν συγκεκριμένα κομματικά συμπεράσματα. Δεν ξέρεις ποιον να εμπιστευθείς...
«Είναι ευθύνη των διανοουμένων να λένε την αλήθεια και να αποκαλύπτουν το ψέμα» έλεγε ο Νόαμ Τσόμσκι. Ορισμένοι το κάνουν με ζήλο, αμφισβητώντας κυρίαρχες θεωρίες. Αλλοι αιθεροβατούν εγκλωβισμένοι σε τραγικές αυταπάτες, σε ουρανομήκεις προσδοκίες. Και υπάρχουν και οι ειδικοί που προσφέρουν πληροφορίες για τεχνικά ζητήματα, που δίνουν συμβουλές σε κόμματα και κυβερνήσεις, που αιτιολογούν καταστάσεις, που διατυπώνουν προβλέψεις, και για το κοινό είναι οι εκπρόσωποι της αλήθειας. Είναι λογικό. Πολλά από τα κοινωνικά προβλήματα μπορούν να λυθούν με την επιστημονική γνώση που προσφέρεται στους επαγγελματίες της πολιτικής. Πόσοι όμως λένε στο κοινό όλη την αλήθεια; Σ’ αυτό το σημείο τα πράγματα περιπλέκονται. Μερικές φορές, ένας ειδικός από αναλυτής και λύτης προβλημάτων κινδυνεύει να γίνει εργαλείο των κομματικών επιτελείων, εύτακτος υποτακτικός τους, αθέλητος ή ηθελημένος προπαγανδιστής τους, να ενσωματωθεί στα δικά τους δίκτυα. Και να μετατραπεί σε ανελιπές πρόσωπο της επικαιρότητας και του καθημερινού τηλεοπτικού σχολιασμού, που αποδυναμώνουν κάθε καινούργια ιδέα καθιστώντας την, με την επανάληψη, μόδα.
Ορισμένοι, πάλι, επαΐοντες ενδιαφέρονται όχι τόσο να συνεισφέρουν στη διαφώτιση του πολίτη όσο να τους αναγνωριστεί ένα ατομικό πνευματικό κεφάλαιο που θα τους εξασφαλίσει να παραμένουν αναντικατάστατοι στην «αγορά» του πνεύματος.
«Μισώ τη σιωπή και την αδιαφορία» έλεγε ο Αντόνιο Γκράμσι. Λίγοι σιωπούν. Είναι κυρίως εκείνοι που, φοβούμενοι τη στρέβλωση των ιδεών, την αναπροσαρμογή των νεωτερισμών τους -μέχρι να αχρηστευθεί το μήνυμά τους- από τους μηχανισμούς συντήρησης της αδιαφανούς κερδοσκοπίας, έχουν αποτραβηχτεί στη σκιά.
Από την άλλη, όσοι διανοητές καταφέρνουν να αρθρώσουν έναν κρυστάλλινο λόγο, η φωνή τους φτάνει στα αυτιά των ευήκοων κατοίκων της χώρας. Η οποία χρειάζεται ακηδεμόνευτες φωνές. Ακόμη και με τα λάθη τους, τις υπερβολές, τις ακρότητες, τις αρνήσεις τους, με τη γόνιμη ετεροδοξία τους θα δημιουργήσουν ένα διακριτό «ρεύμα» ενάντια στην επιζήμια ιδιοτέλεια των ενσωματωμένων στις τάξεις των φενακιστών της εξουσίας. Στα χαρακώματα της μάχης για επιβίωση θα είναι μια άλλη δύναμη, που θα υπαινίσσεται μόνο, και θα εμπνέει· η εξαγνιστική δύναμη της συνεργασίας και του οράματος, της μνήμης και της υπέρβασης, μιας νέας αρχής.