Το όνειρο αναμετριέται με τον φόβο
Οι εκλογές της 6ης Μαΐου στην Ελλάδα και στη Γαλλία (δεύτερος γύρος) θα επηρεάσουν τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό σε μια εποχή μεγάλων ανακατατάξεων στη Γηραιά Ηπειρο. Σε μια εποχή που, όπως έγραψε ο Guardian, ο γερμανικός προτεσταντισμός και οι αγορές έχουν εξαρθρώσει τις αρχές του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Η επισήμανση αυτή θα μπορούσε να χρησιμεύσει και ως απάντηση για την άνοδο των άκρων, η οποία αποδίδεται κυρίως στις βλαβερές συνέπειες της οικονομικής κρίσης, του φόβου και της πολλαπλασιασμένης ανασφάλειας.
Στην Ελλάδα του προεκλογικού κρεσέντου, όπου η δημαγωγία, ο λαϊκισμός και η πατριδοκαπηλία ανταγωνίζονται, με επιτυχία τις περισσότερες φορές, τον ορθό λόγο, ποια θέση έχουν οι αρχές του Διαφωτισμού; Πόσο η ιστορική αυτή περίοδος μας εμπνέει; Τα φώτα του 18ου αιώνα διέλυσαν τα σκοτάδια της άγνοιας, της υποταγής, της προκατάληψης, ανέδειξαν δυναμικά και χειραφετημένα υποκείμενα. Ο κοσμοπολιτισμός, η πίστη στην πρόοδο, η έμφαση στην επιστήμη και στην τεχνολογία, ο σεβασμός στην εμπειρία και στην απόδειξη, η ελευθερία, η αντίθεση στην παράδοση και στη θρησκεία, η αμφισβήτηση δεσποτικών εξουσιών και της αυθεντίας, τα δικαιώματα, η ανοχή, η συμφιλίωση, η προτεραιότητα του λόγου, η απάλειψη των προκαταλήψεων, ο ανθρωπισμός μπορούν να καταυγάσουν σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας, κινδύνου και αδιαφάνειας; Οι σκοτεινές δυνάμεις που διαρκώς ξεπηδούν και αναπαράγονται, σε μια Ελλάδα (και Ευρώπη) γεμάτη ρωγμές, συγκρούσεις και αντιθέσεις, πόσο μπορούν να ξορκιστούν από τον ορθό λόγο και τον Διαφωτισμό;
Ποια από τα στελέχη του σημερινού πολιτικού συστήματος μπορούν να θεωρηθούν απόγονοι αυτής της περιόδου; «Είμαι ο υποψήφιος μιας εναλλακτικής λύσης. Εναλλακτικής, απέναντι σ’ ένα απορρυθμισμένο σύστημα, μια αδυσώπητη κοινωνία, μια άδικη πολιτική, ένα συγκεντρωτικό, διαπλεκόμενο, αν όχι και λεηλατημένο κράτος», λέει ο Φρανσουά Ολάντ, υποψήφιος των Σοσιαλιστών. Στο βιβλίο του «Να αλλάξουμε το πεπρωμένο» που κυκλοφόρησε πρόσφατα (εκδόσεις Πόλις), καταγράφει τις αρχές και τις προτάσεις του. Γράφει όπως μιλάει: σοβαρά, μετρημένα, χωρίς να ενισχύει ψευδαισθήσεις αλλά και χωρίς να αναδεικνύει μόνο αδιέξοδα. Δεν μπορεί να καταργήσει στην εξουσία του χρήματος αλλά μπορεί να προτείνει αντίβαρα. Θέτει σε απόλυτη προτεραιότητα την παιδεία και τη νέα γενιά. Προσπαθεί να αποδείξει ότι υπάρχει αξιόπιστη ελπίδα χωρίς να κρύβει ότι πρέπει να καταβληθεί μεγάλη προσπάθεια γιατί «δεν μπορούμε να ζούμε επί πιστώσει». Ο Μελανσόν, ηγέτης του Αριστερού Μετώπου, συγκροτημένος ρήτορας, προτείνει και αυτός μια εναλλακτική, ρηξικέλευθη και σοβαρή διέξοδο από την κρίση. Για την επικοινωνιακή πολιτική του βασίστηκε στο Διαδίκτυο αξιοποιώντας ομάδες εθελοντών με δημιουργικές ιδέες. Εδωσε στους Γάλλους «δικαίωμα στο όνειρο», δεν ενίσχυσε τον φόβο, προσπάθησε να αναδείξει την προοπτική για μια νέα κοινωνία.
Εκτός από τα κόμματα-ρυθμιστές και τους συμπαθείς ή απωθητικούς εκπροσώπους τους, την ανησυχία για την άνοδο της Ακροδεξιάς, ζητήματα καίρια και καθοριστικά για το μέλλον της Ευρώπης, υπάρχει και ακόμη μία παράμετρος: ο λόγος των ίδιων των πολιτικών, που προσδιορίζει και το ακροατήριο στο οποίο απευθύνονται. Πώς το διαπαιδαγωγούν και σε τι το εθίζουν, αν ενεργοποιούν τα ένστικτα ή τη σκέψη, αν απευθύνονται στο θυμικό ή στην κρίση του. Αν επενδύουν, εν τέλει, σε μια πολιτική του Διαφωτισμού ή του δημαγωγικού σκοταδισμού.
Στην Ελλάδα του προεκλογικού κρεσέντου, όπου η δημαγωγία, ο λαϊκισμός και η πατριδοκαπηλία ανταγωνίζονται, με επιτυχία τις περισσότερες φορές, τον ορθό λόγο, ποια θέση έχουν οι αρχές του Διαφωτισμού; Πόσο η ιστορική αυτή περίοδος μας εμπνέει; Τα φώτα του 18ου αιώνα διέλυσαν τα σκοτάδια της άγνοιας, της υποταγής, της προκατάληψης, ανέδειξαν δυναμικά και χειραφετημένα υποκείμενα. Ο κοσμοπολιτισμός, η πίστη στην πρόοδο, η έμφαση στην επιστήμη και στην τεχνολογία, ο σεβασμός στην εμπειρία και στην απόδειξη, η ελευθερία, η αντίθεση στην παράδοση και στη θρησκεία, η αμφισβήτηση δεσποτικών εξουσιών και της αυθεντίας, τα δικαιώματα, η ανοχή, η συμφιλίωση, η προτεραιότητα του λόγου, η απάλειψη των προκαταλήψεων, ο ανθρωπισμός μπορούν να καταυγάσουν σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας, κινδύνου και αδιαφάνειας; Οι σκοτεινές δυνάμεις που διαρκώς ξεπηδούν και αναπαράγονται, σε μια Ελλάδα (και Ευρώπη) γεμάτη ρωγμές, συγκρούσεις και αντιθέσεις, πόσο μπορούν να ξορκιστούν από τον ορθό λόγο και τον Διαφωτισμό;
Ποια από τα στελέχη του σημερινού πολιτικού συστήματος μπορούν να θεωρηθούν απόγονοι αυτής της περιόδου; «Είμαι ο υποψήφιος μιας εναλλακτικής λύσης. Εναλλακτικής, απέναντι σ’ ένα απορρυθμισμένο σύστημα, μια αδυσώπητη κοινωνία, μια άδικη πολιτική, ένα συγκεντρωτικό, διαπλεκόμενο, αν όχι και λεηλατημένο κράτος», λέει ο Φρανσουά Ολάντ, υποψήφιος των Σοσιαλιστών. Στο βιβλίο του «Να αλλάξουμε το πεπρωμένο» που κυκλοφόρησε πρόσφατα (εκδόσεις Πόλις), καταγράφει τις αρχές και τις προτάσεις του. Γράφει όπως μιλάει: σοβαρά, μετρημένα, χωρίς να ενισχύει ψευδαισθήσεις αλλά και χωρίς να αναδεικνύει μόνο αδιέξοδα. Δεν μπορεί να καταργήσει στην εξουσία του χρήματος αλλά μπορεί να προτείνει αντίβαρα. Θέτει σε απόλυτη προτεραιότητα την παιδεία και τη νέα γενιά. Προσπαθεί να αποδείξει ότι υπάρχει αξιόπιστη ελπίδα χωρίς να κρύβει ότι πρέπει να καταβληθεί μεγάλη προσπάθεια γιατί «δεν μπορούμε να ζούμε επί πιστώσει». Ο Μελανσόν, ηγέτης του Αριστερού Μετώπου, συγκροτημένος ρήτορας, προτείνει και αυτός μια εναλλακτική, ρηξικέλευθη και σοβαρή διέξοδο από την κρίση. Για την επικοινωνιακή πολιτική του βασίστηκε στο Διαδίκτυο αξιοποιώντας ομάδες εθελοντών με δημιουργικές ιδέες. Εδωσε στους Γάλλους «δικαίωμα στο όνειρο», δεν ενίσχυσε τον φόβο, προσπάθησε να αναδείξει την προοπτική για μια νέα κοινωνία.
Εκτός από τα κόμματα-ρυθμιστές και τους συμπαθείς ή απωθητικούς εκπροσώπους τους, την ανησυχία για την άνοδο της Ακροδεξιάς, ζητήματα καίρια και καθοριστικά για το μέλλον της Ευρώπης, υπάρχει και ακόμη μία παράμετρος: ο λόγος των ίδιων των πολιτικών, που προσδιορίζει και το ακροατήριο στο οποίο απευθύνονται. Πώς το διαπαιδαγωγούν και σε τι το εθίζουν, αν ενεργοποιούν τα ένστικτα ή τη σκέψη, αν απευθύνονται στο θυμικό ή στην κρίση του. Αν επενδύουν, εν τέλει, σε μια πολιτική του Διαφωτισμού ή του δημαγωγικού σκοταδισμού.