Άρνηση: πότε υγιής άμυνα και πότε βλαπτική αυταπάτη
Ο Sigmund Freud ήταν εκείνος που έβαλε σε λέξεις και προσδιόρισε μέσα από τις παρατηρήσεις του έναν ψυχολογικό «μηχανισμό άμυνας», όπως τον ονόμασε, του ανθρώπου, την άρνηση.
Η άρνηση είναι σε μεγάλο βαθμό μια υπο-συνείδητη διαδικασία. Δηλαδή δεν αποφασίζεις ότι «τώρα θα είμαι σε άρνηση». Όμως, υπάρχουν έρευνες που δείχνουν ότι υπάρχει και μια συνειδητή πλευρά στην άρνηση, όπου, δηλαδή, μπορεί κάποιος να αποφασίσει να βρίσκεται σε αυτή τη ψυχική και διανοητική κατάσταση παραβλέποντας τα γεγονότα.
Η άρνηση συμβαίνει στους περισσότερους ανθρώπους και μπορεί να είναι μια φυσιολογική και ωφέλιμη αντίδραση. Μεταξύ άλλων προστατεύει τον ψυχικό μας εαυτό από τις συνέπειες μιας δραστικής συναισθηματικής αλλαγής, ή αλλιώς θα λέγαμε μιας «συναισθηματικής εισβολής». Προσφέρει χρόνο σε κάποιον/α, που μόλις έχει βιώσει π.χ. μια πολύ δυσάρεστη, απειλητική ή ανεπιθύμητη κατάσταση, για να προσαρμοστεί προοδευτικά στις νέες συνθήκες.
Από την άλλη, το να «κατοικεί» κανείς στη «χώρα της άρνησης» για πολύ φαίνεται ότι μπορεί να γίνει επιζήμιο καθώς κάτι τέτοιο απομακρύνει από την πραγματικότητα, περιορίζει κι εμποδίζει το να δει κανείς πιο «καθαρά» τη μεγάλη εικόνα. Αυτό μπορεί να στερήσει από ένα άτομο, μια ομάδα ατόμων, ακόμα και από ολόκληρες κοινωνίες ή και χώρες τη δυνατότητα να διαχειριστούν μια άβολη κατάσταση ή να δράσουν κατά το δυνατόν αποτελεσματικότερα.
Τι είναι;
Η άρνηση, ως ψυχολογική διαδικασία, είναι η απόρριψη-παράβλεψη μιας πραγματικής κατάστασης ή ενός γεγονότος, που είναι πολύ στρεσογόνο ή επώδυνο για να γίνει άμεσα αποδεχτό από εκείνον ή εκείνους που το βιώνουν ή/και που επηρεάζονται από αυτό.
Πολλοί άνθρωποι χρησιμοποιούν την άρνηση στην καθημερινή τους ζωή προσπαθώντας να αποφύγουν επίπονα ή άβολα συναισθήματα και σκέψεις, αναβάλλοντας έτσι και την απολεσματικότερη δράση.
Για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να κάνει φανερά κατάχρηση αλκοόλ αλλά ο ίδιος απλά αρνείται ότι έχει πρόβλημα αλκοολισμού. Αντ’αυτού υποστηρίζει ότι δεν έχει κανένα σημαντικό πρόβλημα στη ζωή του κι ότι ότι όλα είναι «μια χαρά». Παράλληλα, το πρόβλημα μπορεί να είναι φανερό στους γύρω.
Η άρνηση στη γλώσσα της ψυχολογίας θεωρείται ένας από τους πιο αρχέγονους - δηλαδή από τους πιο παλιούς και πρώιμους - μηχανισμούς άμυνας καθώς χαρακτηρίζει τα πρώτα χρόνια της παιδικής ηλικίας του ανθρώπου.
Μερικές φορές η άρνηση μπορεί να βιωθεί ακόμα και σε θετικά στρεσογόνες καταστάσεις (π.χ. όταν κάποιος περάσει στις εξετάσεις που τόσο ήθελε αλλά δεν νιώθει την έντονη χαρά που προσδοκούσε ότι θα αισθανόταν.)
Μπορεί να βρίσκεσαι σε άρνηση για κάτι που συμβαίνει είτε σε ‘σένα είτε και σε κάποιον άλλον.
Χαρακτηριστικά της άρνησης
Μερικά βασικά γνωρίσματα της άρνησης σύμφωνα με μελέτες είναι για παράδειγμα:
«Κάνε σαν να μην υπάρχει»: Εδώ η άρνηση σε εμποδίζει να αναγνωρίσεις ένα στρεσογόνο πρόβλημα ή μια πραγματικά δύσκολη κατάσταση. Για παράδειγμα, συμβαίνει ένα αρκετά σοβαρό ατύχημα και ο τραυματίας ισχυρίζεται ότι είναι «μια χαρά», «δεν επηρεάστηκε καθόλου από αυτή την εμπειρία» και «δεν έχει ανάγκη από βοήθεια». Συμπεριφέρεται σαν το ατύχημα να μη συνέβη ποτέ.
«Δεν είναι τόσο σοβαρό..υπερβολές!»: Το να υποτιμάς ένα γεγονος ή μια κατάσταση και να αρνείσαι τη σοβαρότητα της και τις πιθανές συνέπειες. Για παράδειγμα, το να βυθίζεται κάποιος ολοένα και περισσότερα σε χρέη, ωστόσο να μην κάνει τίποτα γι’αυτό θεωρώντας ότι τα πράγματα «δεν είναι τόσο σοβαρά όσο φαίνονται».
«Έγινε αλλά εγώ δεν φταίω σε τίποτα»: Το να αναγνωρίζεις μια δύσκολη κατάσταση αλλά να αρνείσαι κάθε είδους ευθύνης ή στάσης υπευθυνότητας σε σχέση με αυτήν.
Ποιοί μπορεί να είναι οι λόγοι;
Συνήθως, οι άνθρωποι βρίσκονται σε άρνηση όταν αισθάνονται ιδιαίτερα ευάλωτοι ή όταν απειλείται η αίσθηση του ελέγχου που έχουν σε μια κατάσταση στη ζωή τους, όπως είναι για παράδειγμα:
• Οι χρόνιες ή ανίατες ασθένειες
• Οι καταθλίψεις ή άλλα ζητήματα ψυχικής υγείας
• Τα οικονομικά προβλήματα
• Οι εξαρτήσεις
• Τα εργασιακά προβλήματα
• Οι συγκρουσιακές ή δυσλειτουργικές σχέσεις
• Διάφορα τραυματικά περιστατικά, όπως π.χ. η απώλεια
• Οι περίοδοι κρίσης (προσωπικής, κοινωνικής ή άλλης).
Σε τι ωφελεί η αναγνώριση της άρνησης;
Όπως ανέφερα και παραπάνω η ψυχολογική διαδικασία της άρνησης άλλοτε μπορεί να είναι βοηθητική και άλλοτε ζημιογόνα. Η άρνηση μπορεί να είναι βοηθητική για ένα σύντομο χρονικό διαστημα, όταν έχεις βιώσει μια επώδυνη ή στρεσογόνο κατάσταση δίνοντάς σου την ευκαιρία να "χωνέψεις" πιο σταδιακά την εμπειρία.
Από την άλλη, οταν η άρνηση γίνει ακόμα και "στάση ζωής" τότε τα πράγματα μπορούν να δυσκολέψουν.
Μια τέτοια "στάση" μπορεί να περιορίσει κατά πολύ τις επιλογές που θα μπορούσε να έχει ένας άνθρωπος έγκαιρα και αποτελεσματικότερα απέναντι σε μια πραγματική δύσκολη κατάσταση.
Για παράδειγμα, αν αρνείται να εξετάσει ένα πρόβλημα υγείας τότε αυτό το πρόβλημα μπορεί να γίνεται ολοένα και χειρότερο με το χρόνο, δυσκολέυοντας έτσι την αποτελεσματικότερη αντιμέτώπισή του.
Αν αρνείται να αναγνωρίσει τα δυσμενή οικονομικά του θέματα, αν δεν αποδέχεται τη σοβαρότητα των συνεπειών μιας επιβλαβούς συμπεριφοράς ή αν ανέχεται χωρίς προβληματισμό μια δυσλειτουργική σχέση, τότε η άρνηση μάλλον βλάπτει παρά βοηθάει την ποιότητα της υγείας, των σχέσεων και ζωής του ατόμου και των γύρω γενικότερα.
Το φαινόμενο της άρνησης δεν είναι ανάγκη να το συναντα κανείς ή/ και να το βιώνει μόνο σε ατομικό επίπεδο. Είναι μια ψυχική λειτουργία που κανείς μπορεί να τη συναντήσει και σε επίπεδο ομάδων, κοινωνιών ακόμα και χωρών. Έτσι, έχει γίνει γνωστή αυτή η συμπεριφορά άρνησης και ως "στρουθοκαμηλισμός". Το να αρνείται, δηλαδή, κάποιος να λαμβάνει υπ’όψιν του τα γεγονότα ή τον ρεαλιστικό κίνδυνο, αποφεύγοντας έτσι προσωρινά επώδυνα και άβολα συναισθήματα ή καταστάσεις.
Τελικά η στρουθοκάμηλος «χώνει το κεφάλι της στην άμμο»;
Οι ζωoλόγοι λένε πως όχι. Αυτό είναι ένας μύθος που πιθανολογείται ότι προέρχεται από μια φράση σ’ ένα κείμενο ενός Ρωμαίου στοχαστή που τον έλεγαν Πλίνιο. Λέγεται ότι εν συνεχεία διαδόθηκε ότι η στρουθοκάμηλος «χώνει το κεφάλι της στην άμμο», για να μη βλέπει τον κίνδυνο που έρχεται.
Αυτό, όμως, που πραγματικά κάνει μπροστά στον κίνδυνο αυτό το ζώο με τον ψηλό λαιμό – εκτός από το να τρέχει πολύ γρήγορα ή να κλωτσάει τον εισβολέα του - είναι να χαμηλώνει το σώμα του και να προσπαθεί να ακουμπήσει το μακρύ λαιμό του στο έδαφος, δίνοντας την εντύπωση ότι έχει χώσει το κεφάλι του στην άμμο. Έτσι, καταφέρνει να γίνεται λιγότερο ορατό. Αυτό σε συνδυασμό με τα χρώματα του φτερώματός του το κάνει να μοιάζει περισσότερο με αμμόλοφο. Έτσι, μειώνει τις πιθανότητες να το εντοπίσει π.χ. το λιοντάρι ή η ύαινα που κυνηγάνε τη λεία τους στην περιοχή.
Προφανώς, λοιπόν, η πρώτερη ερμηνεία δεν ισχύει.
Άραγε, κατά πόσο θεωρείς “στρουθοκαμηλίστικη” την πραγματική συμπεριφορά της στρουθοκάμηλου;