Είχες άσχημα παιδικά χρόνια. Μπορεί και να έτρωγες ξύλο και να σου λέγανε «για να γίνεις άνθρωπος». Και βέβαια το ξύλο δε σε κάνει άνθρωπο αλλά δε φταίει μόνο το ξύλο που δεν έγινες άνθρωπος. Ούτε που δεν είσαι έξυπνος φταίει. Κάπως φταίει όμως εκείνο που άκουγες να λέει η μάνα σου στη θεία σου ότι «του δικού μας δεν του κόβει και πολύ, δεν τα παίρνει τα γράμματα σαν τον δικό σας.» Διάβαζε πολύ ο ξάδερφος. Για σένα τα βιβλία ήταν παντελώς αδιάφορα. Δε σου 'τυχε ποτέ και κάνας δάσκαλος να τον νοιάζει.
Οι γονείς σου δεν ήταν πλούσιοι, ούτε μορφωμένοι, αλλά λέγανε ότι είχαν «αρχές», εξού και για σένα οι «αρχές» απέκτησαν κάτι σαν αυταξία, όλες οι «αρχές», ακόμα κι αυτές που καταργούν κάθε αξία.
Μετά είδες τον κόσμο να γυρίζει ανάποδα, μύρισες θυμό και στους άλλους. Μπορεί να ήσουν χρυσαυγίτης από πριν ή να έγινες τώρα. Όταν σε πλησίασαν για να οπλίσουν με μαχαίρια και σιδηρογροθιές το χέρι σου και τον εγκέφαλό σου. Σου πάσαραν και κάτι άλλα πράματα που σου τα είπαν ιδέες, που εσύ μέχρι τώρα νόμιζες ότι ιδέες έχουν μόνο οι μορφωμένοι και τα βαριόσουν. Φαντάζομαι τον ενθουσιασμό σου όταν κατάλαβες ότι μπορείς κι εσύ να έχεις ιδέες. Τίποτα περίπλοκο ευτυχώς, μόνο μίσος στον ξένο κι από άγνωστες λέξεις όχι πολλές, αυτά τα «πατρίδα» και «σημαία» τα θυμόσουν από τις παρελάσεις στο σχολείο, και το βήμα βέβαια το είχες φρεσκάρει στο στρατό.
Λοιπόν για να τελειώνουμε, τον ξένο τον μισούσες από πριν. Ξένοι για σένα ήταν η μάνα σου και ο πατέρας σου που δε σε κατάλαβαν ποτέ, ο ξάδερφός σου, ο καλύτερός σου φίλος, η γκόμενα που δε σου έδινε σημασία, η γκόμενα που σου έδινε σημασία αλλά δεν είχατε τίποτα να πείτε. Και σου τις λέω γκόμενες για να συνεννοούμαστε, γιατί για να πούμε «σύντροφος» πρέπει να έχεις μια στοιχειώδη παιδεία και αν πούμε «γυναίκα» θα πρέπει να μιλήσουμε για ισότητα και δεν είναι ακριβώς ισότητα αυτό που είχε υπόψη του ο πατέρας σου όταν φώναζε τη μάνα σου «γυναίκα».