Οι επενδυτές καταφεύγουν πάντα στη «λύση ασφαλείας». Στις ΗΠΑ η απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου υποχώρησε σε λιγότερο από 1,5 τοις εκατό νωρίτερα τον Ιούνιο, σε επίπεδα του 1946, όταν τα επιτόκια είχαν καθηλωθεί. Οι αποδόσεις στα γερμανικά 10ετή ομόλογα μειώθηκαν σε ιστορικά χαμηλά κοντά στο 1 τοις εκατό. Μερικά πολύ βραχυπρόθεσμα επιτόκια της Fed ήταν αρνητικά, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι επενδυτές ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν κυβερνήσεις που θεωρούνται οικονομικά εύρωστες για το προνόμιο να εκμετάλλευτούν τα χρημάτα τους.
Οι επενδυτές φαίνεται να ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο για την διαφύλαξη των επενδύσεων τους, παρά για την απόδοση τους. Από το 2008, περισσότερα από $ 1 τρις. έχουν μετακινηθεί από επενδυτικά κεφάλαια προς ομολογιακά αμοιβαία κεφάλαια. Παρόμοιες αλλαγές από μετοχές σε ομόλογα των ΗΠΑ έχουν χαρακτηρίσει και τις τοποθετήσεις των συνταξιοδοτικών ταμείων.
Αλλά παρέχει πραγματικά αυτή η φυγή προς την ασφάλεια, την προστασία που επιθυμούν οι επενδυτές; Ή, μήπως οι αγοραστές ομολόγων κάνουν ένα τεράστιο λάθος που θα τους εγγυηθεί μόνο μια περίοδο αρνητικών πραγματικών (μετά τον πληθωρισμό) αποδόσεων; Η απάντηση είναι σχεδόν σίγουρα η δεύτερη. Σήμερα, ομόλογα χωρών όπως η Ιαπωνία, η Γερμανία και οι ΗΠΑ είναι πιο ακριβά από οποιαδήποτε στιγμή στην ιστορία. Οι επενδυτές ομολόγων θα υποστούν σχεδόν σίγουρα απώλειες στο μέλλον και οι μετοχές αποτελούν τώρα την ελκυστικότερη λύση εδώ και δεκαετίες.
Μπορούμε να 'απεικονίσουμε' το βασικό επενδυτικό κίνδυνο που ενέχουν τα ομόλογα των ΗΠΑ. Ο αγοραστής του 10ετούς ομολόγου του αμερικανικού Υπουργείου Οικονομικών με μια απόδοση 1,5 τοις εκατό μέχρι τη λήξη του θα λάβει μια ονομαστική απόδοση αρκετά κάτω από το τρέχον ποσοστό του πληθωρισμού και κάτω από το άτυπο στόχο του πληθωρισμού της Fed στο 2 τοις εκατό. Έτσι, ακόμη και εάν ο πληθωρισμός δεν αυξηθεί, μακροπρόθεσμα τα κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ θα παρέχουν μια αρνητική πραγματική απόδοση. Εάν ο πληθωρισμός σημειώσει άνοδο, το πραγματικό ποσοστό απόδοσης θα μειωθεί περαιτέρω.
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε τι συνέβη στους επενδυτές ομολόγων την τελευταία φορά που οι αποδόσεις των ομολόγων των ΗΠΑ ήταν στο 1,5 τοις εκατό, το 1946. Οι αποδόσεις παρέμειναν καθηλωμένες σε χαμηλά επίπεδα μέχρι τις αρχές του 1950 για να μπορέσει η κυβέρνηση να χρηματοδοτήσει πιο εύκολα τα χρέη από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ως εκ τούτου, οι τιμές των ομολόγων παρέμειναν σχετικά σταθερές. Ωστόσο, ο μέτριος πληθωρισμός μείωσε την πραγματική αξία και των πληρωμών τοκομεριδίων και την ονομαστική αξία των ομολόγων – έστι οι ομολογιούχοι έχασαν σημαντικό μέρος της αγοραστικής τους δύναμης. Και αυτό ήταν μόνο η αρχή.
Τα επιτόκια άρχισαν να αυξάνονται σε πιο φυσιολογικά επίπεδα και οι τιμές των ομολόγων άρχισαν να μειώνονται. Οι κρίσεις του πετρελαίου και των τροφίμων ενίσχυσαν περαιτέρω τον πληθωρισμό μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1970, και οι αποδόσεις των ομολόγων αυξήθηκαν σε διψήφια επίπεδα. Έτσι, οι κάτοχοι ομολόγων δεν κέρδισαν μόνο αρνητικές πραγματικές αποδόσεις εσόδων, αλλά και 'τιμωρήθηκαν' με σοβαρές απώλειες κεφαλαίου. Δεν είναι λοιπόν απορίας άξιο πως το «ομόλογο» ήταν σχεδόν βρισιά και οι επενδυτές ομολόγων πίστευαν ότι στην πραγματικότητα είχαν πέσει οικονομικά θύματα. Οι επενδυτές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους την ιστορία. Η σημερινή οικονομικής πίεση μπορεί να οδηγήσει και πάλι στην απαξίωση της αγοράς ομολόγων.
Όλες οι αναπτυγμένες χώρες του κόσμου επιβαρύνονται με υπερβολικά ποσά χρέους. Όπως στις ΗΠΑ, οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο συναντούν εξαιρετικές δυσκολίες στο να ελέγξουν τα προγράμματα παροχών αντιμέτωπες με ένα πληθυσμό που γερνάει όλο και με ταχύτερο ρυθμό. Ο ευκολότερος δρόμος για την κυβέρνηση των ΗΠΑ είναι να διατηρήσει τα επιτόκια σε τεχνητά χαμηλό επίπεδο, όσο το πραγματικό βάρος του χρέους μειώνεται και το βάρος της αναδιάρθρωσης του χρέους περνάει στις πλάτες των ομολογιούχων. Στις ΗΠΑ μειώθηκε ο δείκτης χρέους ως ποσοστό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος από 122 τοις εκατό το 1946 σε 33 τοις εκατό το 1980. Αλλά επιτεύχθηκε σε βάρος των ομολογιούχων.
Οι μετοχές είναι τώρα σε λογικές τιμές και θεωρούνται φθηνές σε σύγκριση με τα ομόλογα. Ο λόγος P / E των μετοχών καθώς και η λογιστική αξία τους είναι χαμηλοτέρη από τον πρόσφατο μέσο όρο. Οι μετοχές των αναδυόμενων αγορών είναι ακόμη φθηνότερες. Ως ένδειξη πριν από την παγκόσμια ύφεση που ξεκίνησε στα τέλη του 2007, οι τιμές μετοχών στις ανεπτυγμένες αγοράς ήταν 10 τοις εκατό υψηλότερες από εκείνες στις αναδυόμενες αγορές.
Πριν από μερικές δεκαετίες επικρατούσε μεγάλη δυσαρέσκεια με τις μετοχές - τη δεκαετία του 1970 μάλιστα οι μετοχές κατέληγαν σε αρνητικές αποδόσεις. Κανείς δεν ξέρει πότε οι παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές θα αποτινάξουν την απαισιοδοξία που χαρακτηρίζει τους επενδυτές. Αλλά τελικά είναι πιθανό ότι οι μετοχές φέρουν λιγότερο ρίσκο από τις 'ασφαλείς' επενδύσεις σε ομόλογα που προτιμούν τόσοι πολλοί επενδυτές σήμερα.