Ο φόρος στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές δεν αναμένεται να επιβληθεί πριν περάσει τουλάχιστον ένας χρόνος, δήλωσε την Κυριακή ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε σε συνέντευξή του σε γερμανικό τηλεοπτικό δίκτυο.
«Ένας ευρωπαϊκός φόρος στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές δε θα εφαρμοστεί τόσο γρήγορα», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Σόιμπλε, ερωτηθείς στην εκπομπή Bericht aus Berlin της δημόσιας τηλεόρασης ARD αν ο φόρος μπορεί να θεσπιστεί πριν από την ολοκλήρωση της θητείας της Μέρκελ, η οποία λήγει το φθινόπωρο του 2013.
Η θέσπιση του φόρου, την οποία ζητεί εδώ και καιρό η ευρωπαϊκή κεντροαριστερά, είχε θεωρηθεί δεδομένη πριν από τρεις ημέρες από την πλευρά των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) και των Πρασίνων, έπειτα από διαπραγματεύσεις με τον κεντροδεξιό κυβερνητικό συνασπισμό της Καγκελαρίου Μέρκελ.
Η αντιπολίτευση ανέφερε πως η Μέρκελ συμφώνησε η Γερμανία να θεσπίσει αυτόν τον φόρο -που είναι γνωστός και ως φόρος Τόμπιν- χωρίς να περιμένει να συμφωνήσουν τα υπόλοιπα κράτη της 17μελούς ευρωζώνης.
«Ένας ευρωπαϊκός φόρος στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές δεν θα εφαρμοστεί τόσο γρήγορα», είπε ο Σόιμπλε, όταν ρωτήθηκε στην εκπομπή Bericht aus Berlin της δημόσιας τηλεόρασης ARD αν ο φόρος μπορεί να θεσπιστεί πριν από την ολοκλήρωση της θητείας της Μέρκελ, η οποία λήγει το φθινόπωρο του 2013. Τότε θα πρέπει να προκηρυχθούν οι επόμενες βουλευτικές εκλογές στη Γερμανία, αν και δεν είναι γνωστή η ακριβής ημερομηνία που θα διεξαχθούν.
Η αντιπολίτευση, όπως είχε πει ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, είχε θεωρήσει την Πέμπτη ότι απέσπασε μια σημαντική παραχώρηση σε ό,τι αφορά τον φόρο αυτό από μέρους της Μέρκελ, η οποία δίσταζε να τον θεσπίσει αφού επικρίνεται έντονα από τη Βρετανία, τη Σουηδία αλλά και στελέχη του δικού της κυβερνητικού συνασπισμού.
Η αποκάλυψη του Σόιμπλε για την καθυστέρηση αυτή αφήνει την καγκελάριο έκθετη στην κατηγορία ότι προβαίνει σε υποσχέσεις που δεν θα τηρήσει, εάν τα κόμματα της αντιπολίτευσης χάσουν στις εκλογές. Φυσικά δεν θα είναι δεσμευμένη στο να συμφωνήσει στο φόρο ούτε εάν χάσει η ίδια.
Το ενδεχόμενο επιβολής του φόρου έχει αναστατώσει το χρηματοοικονομικό τομέα, που επιχειρηματολογεί ότι η θέσπισή του θα οδηγήσει τους επενδυτές να μετακινηθούν σε αγορές όπου δεν θα εισπράττεται.