Αλλαγή φρουράς ή αλλαγή γενιών;
Πολλά και αλλοπρόσαλλα έχουν ειπωθεί για τον ΣΥΡΙΖΑ, τον Τσίπρα και τις επικείμενες εκλογές. Δεν έχει δοθεί, όμως, η δέουσα προσοχή σε κάτι οφθαλμοφανές. Ο Τσίπρας, η στενότερη ομάδα των συνεργατών του, μια κύρια μάζα των ψηφοφόρων του, όπως και ο υπογράφων, έχουμε γεννηθεί από το ’74 και μετά. Ηλικιακά, και κυρίως ιστορικο-κοινωνικά, είμαστε η γενιά μετά τη γενιά του Πολυτεχνείου και την αμέσως προηγούμενη. Μετά τις γενιές, δηλαδή, που κυβέρνησαν και διαμόρφωσαν την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας από το ’80 ως τις μέρες μας. Ζήσαμε και διαπλαστήκαμε στην Ελλάδα του Ανδρέα, του Άκη, του διαλείμματος του Μητσοτάκη και του Σημίτη, στην Ελλάδα όπου οι οικογένειες αγόραζαν δεύτερο αυτοκίνητο και έκτιζαν εξοχικό, στέλναν τα παιδιά τους να σπουδάσουν στην Αγγλία, παίρναν δάνεια και τηλεοράσεις τελευταίας τεχνολογίας, ταξίδευαν στο εξωτερικό, γεμίζαν μαζικά μπουζουκομάγαζα γιγαντιαίου μεγέθους και ψηφίζαν κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ ή ΝΔ.
Η Ελλάδα που έφτιαξαν οι δυο αυτές γενιές είναι σήμερα με το ένα πόδι στον τάφο. Ο Άκης με το μισό του σόι είναι στη φυλακή. Ο Σαμαράς και η Μπακογιάννη μοιάζουν με ζόμπι από μια άλλη εποχή που θέλουν να κρατήσουν ζωντανό το πτώμα γιατί φοβούνται, αυτονόητα, ότι θα πεθάνουν μαζί του και κάνουν τον υπέρ πάντων αγώνα μέχρι τελικής πτώσεως.
Ήρθε η ώρα μας; Ίσως, θα το δούμε. Το ζήτημα είναι ότι το διεκδικούμε, και ότι έχουμε ένα ιδιαίτερο στίγμα. Έχουμε μεγαλώσει μέσα στην Ελλάδα που πεθαίνει, είναι κομμάτι του εαυτού μας, την ξέρουμε καλά. Ο Τσίπρας δεν θυμίζει τυχαία τον Παπανδρέου. Ο Αντρέας είναι χαραγμένος βαθιά στην ψυχή της γενιάς μας από τα παιδικά της χρόνια. Ναι, θεωρούμε «αυτονόητο» το αυτοκίνητο, το ταξίδι στο εξωτερικό, την έξοδο στο μπαρ, την πιστωτική κάρτα, το κινητό, το πτυχίο, πλέον και το μεταπτυχιακό. Αλλά δεν είμαστε λιμασμένοι, γιατί δεν ζήσαμε συνθήκες πείνας και στέρησης –ως τώρα, τουλάχιστον. Είμαστε έτσι λίγο μετα-υλιστές, και όχι απλώς Ευρωπαίοι, αλλά πολίτες του κόσμου από τα παιδικά μας χρόνια. Μπορεί ο «πρόεδρος» να μιλά αγγλικά επιπέδου Lower, αλλά αυτά είναι ο ελάχιστος κοινός παρανομαστής στη γενιά μας –οι προηγούμενες συχνά αγνοούσαν ακόμη και τα στοιχειώδη- και, κυρίως, μπορεί να μιλάει με άνεση στο CNN, όπως και σε άλλα διεθνή ραδιοτηλεοπτικά δίκτυα. Και άλλοι/ες μπορούμε αβίαστα, γιατί αυτά είναι από παλιά μέρος της καθημερινότητάς μας. Γνωρίζουμε, ακόμη, καλά, στο πετσί μας, την παθολογία της Ελλάδας του ’80 και του ’90. Όσο την απολαύσαμε, άλλο τόσο μας τραυμάτισε, μας πόνεσε, υψώθηκε εμπόδιο στα όνειρα και τις αγνότερες ελπίδες μας. Και γνωρίζουμε διαισθητικά πώς μπορεί να θεραπευθεί, ως ένα σημείο τουλάχιστον.
Τώρα βγαίνουμε μπροστά για να αρχίσουμε να δημιουργούμε τα δικά μας οράματα, τις νέες αφηγήσεις μιας Ελλάδας που δεν είναι η Ελλάδα των ευρωλιγούρηδων ούτε των τριτοκοσμικών επαρχιωτών, μιας Ελλάδας που κινητοποιείται πολιτικά πέρα από τις μαζικές συγκεντρώσεις του μεγάλου ηγέτη, μιας Ελλάδας που δεν ικανοποιείται από την εύκολη και ανόητη κατανάλωση με δανεικά. Μιας Ελλάδας που την ώρα που φαίνεται να έχει χάσει τα πάντα, πιστεύει με μια αγαθή, σχεδόν, αφέλεια στις δημιουργικές της ικανότητες και δεν διστάζει να αντιπαρατεθεί πολιτισμένα και διαλογικά με τις μεγαλύτερες ξένες δυνάμεις. Χωρίς δογματικές βεβαιότητες, ρωτώντας και ψάχνοντας. Χωρίς φόβο και πάθος, αλλά με χαρά και θέληση.
Θα επικρατήσουμε και θα οικοδομήσουμε το νέο; Το στοίχημα είναι ανοικτό και η υπόθεση είναι δική μας. Άλλα έχουμε βγει μπροστά και δεν φοβόμαστε πλέον να δοκιμάσουμε. Ελπίζουμε. Ότι θα εκπλήξουμε τους εαυτούς μας και όλο τον κόσμο. Δεν μας κάμπτει ο επιθανάτιος ρόγχος του κόσμου που πεθαίνει και των γενιών που τον δημιούργησαν και βγαίνουν τώρα στη σύνταξη. Μπορεί και μεις να αποτύχουμε, αλλά ίσως αποτύχουμε καλύτερα από τους προηγούμενους και σε κάθε περίπτωση δεν ξέρουν από πριν τι μπορούμε να κάνουμε. Ούτε εμείς το γνωρίζουμε.
Η Ελλάδα που έφτιαξαν οι δυο αυτές γενιές είναι σήμερα με το ένα πόδι στον τάφο. Ο Άκης με το μισό του σόι είναι στη φυλακή. Ο Σαμαράς και η Μπακογιάννη μοιάζουν με ζόμπι από μια άλλη εποχή που θέλουν να κρατήσουν ζωντανό το πτώμα γιατί φοβούνται, αυτονόητα, ότι θα πεθάνουν μαζί του και κάνουν τον υπέρ πάντων αγώνα μέχρι τελικής πτώσεως.
Ήρθε η ώρα μας; Ίσως, θα το δούμε. Το ζήτημα είναι ότι το διεκδικούμε, και ότι έχουμε ένα ιδιαίτερο στίγμα. Έχουμε μεγαλώσει μέσα στην Ελλάδα που πεθαίνει, είναι κομμάτι του εαυτού μας, την ξέρουμε καλά. Ο Τσίπρας δεν θυμίζει τυχαία τον Παπανδρέου. Ο Αντρέας είναι χαραγμένος βαθιά στην ψυχή της γενιάς μας από τα παιδικά της χρόνια. Ναι, θεωρούμε «αυτονόητο» το αυτοκίνητο, το ταξίδι στο εξωτερικό, την έξοδο στο μπαρ, την πιστωτική κάρτα, το κινητό, το πτυχίο, πλέον και το μεταπτυχιακό. Αλλά δεν είμαστε λιμασμένοι, γιατί δεν ζήσαμε συνθήκες πείνας και στέρησης –ως τώρα, τουλάχιστον. Είμαστε έτσι λίγο μετα-υλιστές, και όχι απλώς Ευρωπαίοι, αλλά πολίτες του κόσμου από τα παιδικά μας χρόνια. Μπορεί ο «πρόεδρος» να μιλά αγγλικά επιπέδου Lower, αλλά αυτά είναι ο ελάχιστος κοινός παρανομαστής στη γενιά μας –οι προηγούμενες συχνά αγνοούσαν ακόμη και τα στοιχειώδη- και, κυρίως, μπορεί να μιλάει με άνεση στο CNN, όπως και σε άλλα διεθνή ραδιοτηλεοπτικά δίκτυα. Και άλλοι/ες μπορούμε αβίαστα, γιατί αυτά είναι από παλιά μέρος της καθημερινότητάς μας. Γνωρίζουμε, ακόμη, καλά, στο πετσί μας, την παθολογία της Ελλάδας του ’80 και του ’90. Όσο την απολαύσαμε, άλλο τόσο μας τραυμάτισε, μας πόνεσε, υψώθηκε εμπόδιο στα όνειρα και τις αγνότερες ελπίδες μας. Και γνωρίζουμε διαισθητικά πώς μπορεί να θεραπευθεί, ως ένα σημείο τουλάχιστον.
Τώρα βγαίνουμε μπροστά για να αρχίσουμε να δημιουργούμε τα δικά μας οράματα, τις νέες αφηγήσεις μιας Ελλάδας που δεν είναι η Ελλάδα των ευρωλιγούρηδων ούτε των τριτοκοσμικών επαρχιωτών, μιας Ελλάδας που κινητοποιείται πολιτικά πέρα από τις μαζικές συγκεντρώσεις του μεγάλου ηγέτη, μιας Ελλάδας που δεν ικανοποιείται από την εύκολη και ανόητη κατανάλωση με δανεικά. Μιας Ελλάδας που την ώρα που φαίνεται να έχει χάσει τα πάντα, πιστεύει με μια αγαθή, σχεδόν, αφέλεια στις δημιουργικές της ικανότητες και δεν διστάζει να αντιπαρατεθεί πολιτισμένα και διαλογικά με τις μεγαλύτερες ξένες δυνάμεις. Χωρίς δογματικές βεβαιότητες, ρωτώντας και ψάχνοντας. Χωρίς φόβο και πάθος, αλλά με χαρά και θέληση.
Θα επικρατήσουμε και θα οικοδομήσουμε το νέο; Το στοίχημα είναι ανοικτό και η υπόθεση είναι δική μας. Άλλα έχουμε βγει μπροστά και δεν φοβόμαστε πλέον να δοκιμάσουμε. Ελπίζουμε. Ότι θα εκπλήξουμε τους εαυτούς μας και όλο τον κόσμο. Δεν μας κάμπτει ο επιθανάτιος ρόγχος του κόσμου που πεθαίνει και των γενιών που τον δημιούργησαν και βγαίνουν τώρα στη σύνταξη. Μπορεί και μεις να αποτύχουμε, αλλά ίσως αποτύχουμε καλύτερα από τους προηγούμενους και σε κάθε περίπτωση δεν ξέρουν από πριν τι μπορούμε να κάνουμε. Ούτε εμείς το γνωρίζουμε.