Κάποτε μ’ άρεσε να σκέφτομαι μικρές ιστορίες φυγής. Έμοιαζε το πιο απλό πράγμα. Ένας άνθρωπος πιεσμένος απ’ την περιρρέουσα ατμόσφαιρα ή το καθημερινό παρέδωσε, μια αγχώδης μικροδιαδρομή στην πόλη, μια αναταραχή σε κάποια ουρά κι ύστερα απλά μια σουρεαλιστική και δίχως συγκεκριμένο λόγο απόδραση. Μια φυγή εκτός λογικής, μια απ’ αυτές τις σπάνιες και αλλόκοτες παραιτήσεις που κάποτε, κάποιοι σκάρωναν στ’ αλήθεια.
Τώρα ακόμη και μια τέτοια φαντασίωση μοιάζει με ήττα ή παραίτηση. Τώρα ζεις μέρα τη μέρα με τη σκέψη ότι πρέπει να υπερασπίζεσαι το αυτονόητο, ότι έχουν αλλάξει εντελώς οι όροι ή ότι έχουν ίσως μετακινηθεί προς το ακρότατο όριό τους. Δεν συζητάς για το ποσοστό ενός φόρου ή για το αν μια υπηρεσία πρέπει να είναι δημόσια ή ιδιωτική. Συζητάς για το αν μπορούμε να κλείσουμε σε πλωτά «κέντρα υποδοχής» τους μετανάστες και για το αν πρέπει να έχουμε όπλα στο κομοδίνο για να πυροβολήσουμε τους κλέφτες και για το αν μπορούμε να ανεχόμαστε ότι άνθρωποι τρώνε από τα σκουπίδια. Η πραγματικότητα είναι αυτή, η συζήτηση είναι αυτή και δεν μου επιτρέπεται να κάνω τώρα πίσω, δεν επιτρέπεται να απουσιάζω τώρα, πόσο μάλλον να θέλω να απουσιάζω.
Θυμάμαι όμως κάτι απογεύματα που βρισκόσουν μόνο για να σχολιάσεις ξανά και ξανά την ντρίπλα που έκανε ένας απ’ την παρέα στο πέντε επί πέντε. Ατέλειωτες αναλύσεις για τις τρεις ομορφότερες φοιτήτριες της Κομοτηνής. Αφηγήσεις για κάποια ιστορία που ακόμη πονάει, για το ανεκπλήρωτο μιας παλιότερης ζεστής περιόδου. Δε γελιόμαστε, ξέρουμε ότι δε ζητάμε εκείνη την παλιά εικόνα εκείνης που δεν είχαμε ποτέ. Η αφήγηση, η αίσθηση ενός χαμού, μια γνώριμη γεύση από άθλιο επαρχιακό τζιν, το συνωμοτικό βλέμμα του φίλου. Αυτά αναζητάμε σ’ ένα παρελθόν που κι αν πέρασε, δεν μας ζορίζει και τόσο τελικά. Τη ζωή παλεύουμε να θυμηθούμε, να την κουβεντιάσουμε και να κοροϊδέψουμε ο ένας το πτώμα του άλλου. Κάτι παλιοστιγμές για τις οποίες λέμε μας άφησαν ανάπηρους, ενώ στην πραγματικότητα εννοούμε ότι μας έδωσαν φτερά και μάτια ανοιχτά και καρδιές παλλόμενες. Τί είναι όλα αυτά τα κορίτσια που αναπολούμε σε κάτι περίεργα ήσυχους απογευματινούς καφέδες των διακοπών; Όχι, δεν πρόκειται για καταμέτρηση αυτών που χάσαμε ή μετανιώσαμε. Αντίθετα, είναι η λαχτάρα μας για ζωή και η αγωνία μας να πούμε κάτι αληθινά δικό μας, στον αληθινά δικό μας άνθρωπο που κάθεται απέναντι. Μιλάμε σ’ ένα φίλο ή στο κορίτσι ή στην φλεγόμενη παρέα για να υπάρξουμε μαζί και να κάνουμε τη μόνη σημαντική επισήμανση.
Στ’ αρχίδια μας τα πάνελ και οι λόγοι τους και οι ρυθμίσεις και η μανία τους για εξουσία. Έλα να τσουγκρίσουμε καθώς συζητάμε για το αν μια παραλία με βότσαλο είναι ομορφότερη από μια με ψιλή άμμο. Έλα να αφηγηθούμε με τον πιο επιφανειακό τρόπο μερικά απ’ τα πιο δύστροπα βράδια μας. Έλα να ζήσουμε λιγάκι απόψε. Να απουσιάσουμε απ’ όσα απαιτούν προσοχή, σοβαρότητα, μαθηματικές πράξεις και βιογραφικά. Να απουσιάσουμε για λίγο.
Να πιούμε επιτέλους ένα ποτό χωρίς να μιλάμε για μικρές αγγελίες και κρίσιμες εκλογές και ναζιστές. Να συζητήσουμε για βιβλία και τραγούδια και γυναίκες που είδαμε για πέντε μόνο λεπτά και χάθηκαν πριν γυρίσουμε το κεφάλι μας. Να κάνουμε ηλίθια αστεία και σχήματα με τα πόδια στην άμμο. Να τσακωθούμε για το αν η Rosario Dawson είναι ομορφότερη απ’ την Olivia Wilde και να ζηλέψουμε τον τρόπο που το κορίτσι μιλάει για κάποιον σταρ του χόλυγουντ.
Δεν αντέχεται πια η αίσθηση του επείγοντος και η περιρρέουσα θανατίλα. Τα νομοσχέδια που σε μια κουτσή ψηφοφορία διαλύουν δέκα χρόνια ζωής. Δεν αντέχεται άλλο αυτή η ανησυχία, το διαρκές άγχος, τα μη λεφτά.
Δεν αντέχεται το να μην μπορείς να απουσιάζεις.
Βλέπεις φίλους και κάθε τόσο σου έρχεται να κλάψεις. Έχουν γίνει όλοι ευσυγκίνητοι, εύθραυστοι, αλλά ταυτόχρονα φαίνονται τόσο ξεκαθαρά απελπισμένοι και κάποτε εντελώς χαμένοι.
Με το κορίτσι ανταλλάσσουμε διαρκώς όλων των ειδών τις ερωτικές επιστολές. Μας πέφτει στα χέρια έρωτας και δεν ξέρουμε πώς να τον προστατεύσουμε. Τον καλοπιάνουμε, του γλυκομιλάμε, τον στοχαζόμαστε. Τίποτα φυσικά. Τελικά, μας προστατεύει αυτός. Μας βάζει για ύπνο, μας κρατάει όρθιους καθώς περπατάμε στο κέντρο της πόλης, μας βοηθάει να κυλήσει το αίμα στις φλέβες.
Και τελικά έρχεται μια στιγμή που νιώθεις ότι αν επιβιώνεις είναι επειδή μπορείς ακόμη να τοποθετήσεις απέναντι στην ιστορική συγκυρία, όχι κάποια ιδεολογία, όχι κάποιο χρέος, αλλά μερικά πρόσωπα. Μερικά πρόσωπα καθαρά, ανήσυχα και ακόμη διψασμένα. Δυστυχώς, η ομορφιά τους δε θα σώσει τον κόσμο. Προς το παρόν όμως, σώζει εμένα.