Η έξοδος από την «βολή του οικείου»
Το αποτέλεσμα των τελευταίων εκλογών αδιαμφισβήτητα προκάλεσαν έκπληξη στους πάντες· ακόμα και στους πιο υποψιασμένους. Μια έκπληξη που την χαράσσει για διάφορους λόγους μια βαθιά αμφιθυμία. Υπάρχουν ήδη διαθέσιμες αρκετές ερμηνείες και σχόλια επί του αποτελέσματος, ανάμεσα στις οποίες δυστυχώς μειοψηφούν εκείνες που εγκύπτουν με απροκατάληπτη κριτική ματιά πάνω από το αποτέλεσμα αποφεύγοντας τις ερμηνείες «κονσέρβα», τα ανέξοδα κλισέ ή την από καθέδρας νουθετική διάθεση (για να μην αναφέρουμε και εκείνες τις παρεμβάσεις που λειτουργούν ως αυστηρές επιπλήξεις προς τον «αδαή» κι «απείθαρχο» λαό).
Σίγουρα λοιπόν πολλά μπορούν να ειπωθούν για τον «σεισμό» των τελευταίων εκλογών. Αυτό ωστόσο στο οποίο, κατά τη γνώμη μου, οφείλουμε να επιμείνουμε είναι αυτό που θα μπορούσαμε να αντιληφθούμε (και) ως μαζική έξοδο από την «βολή του οικείου»· το «ξεβόλεμα» δηλαδή ενός μεγάλου κομματιού του λαού από μια σταθερή και ως ένα βαθμό «ασφαλή» επιλογή δεκαετιών. Αυτή η απροσδόκητη μεταστροφή των «από κάτω» πυροδότησε από την πρώτη στιγμή και την άμεση «αντεπίθεση» ενός άτυπου μηντιακού-πολιτικού μετώπου το οποίο φαίνεται πως «τρόμαξε» μπροστά στους ραγδαίους μετασχηματισμούς που προοιωνίζεται η καταβαράθρωση των πολιτικών δυνάμεων που στήριξαν το μνημόνιο και τις πολιτικές που συνεπάγεται και η ταυτόχρονη άνοδος των λεγόμενων «αντιμνημονιακών» δυνάμεων με δεσπόζουσα τη ριζοσπαστική αριστερά. Αυτό το άτυπο μέτωπο, τελώντας καταφανώς σε πανικό, δεν δείχνει να έχει συνείδηση της διάψευσης και τελικά της πτώσης του (βρίσκεται, θα λέγαμε, σε «άρνηση»), και συνεχίζει να πορεύεται μετερχόμενο τα ίδια ερμηνευτικά μοτίβα, την ίδια σκονισμένη κοινοτοπία της «έκτακτης ανάγκης» και των αναπόδραστων «μονοδρόμων», με άλλα λόγια τη «φυσικοποιημένη» γλώσσα των «αγορών», αυτή τη φορά μάλιστα με διπλή έμφαση.
Οι «από κάτω», σύμφωνα με αυτή την ανάγνωση, φαίνεται πως μέσα στην οργή κι απόγνωσή τους «θόλωσαν» και κάνουν «ανορθολογικές» επιλογές. Αφού «εκτονώθηκαν» λοιπόν και «έστειλαν το μήνυμα», πρέπει τώρα να συνετιστούν, να αποκτήσουν συναίσθηση του «πραγματικού διακυβεύματος» και να επανέλθουν στην συστημική κανονικότητα. Αφού «αντέδρασαν» και εκφράστηκαν δια της κάλπης, οφείλουν τώρα να αναθεωρήσουν και να κάνουν τη «σωστή» επιλογή. Φαίνεται πως δικαιολογείται η εναλλαγή κυβερνήσεων στην εξουσία, αλλά μόνον στο βαθμό που δεν προκαλείται με αυτό τον τρόπο κάποια ουσιαστική αλλαγή στο status quo· μόνο στον βαθμό δηλαδή που δεν αμφισβητούνται οι βασικές κατευθυντήριες γραμμές της σύγχρονης τεχνοκρατικής διαχείρισης. Μια λογική που προσιδιάζει σε μια δημοκρατία «light», μια δημοκρατία «ντεκαφεϊνέ» που θα έλεγε και ο Ζίζεκ· τόσο «ντεκαφεϊνέ» που καταντά αγνώριστη και βεβαίως «άγευστη».
Επιστροφή λοιπόν ξανά και ξανά στα διάφορα σενάρια αποκάλυψης και στη ρηχή τρομολαγνική επιχειρηματολογία. Αλήθεια, θυμάται κανείς τα ευφάνταστα σενάρια που έπλαθε πρόσφατα γνωστός αρθρογράφος του Βήματος περί «χάους» και «νέου εμφυλίου» για το βράδυ της 6ης Μαΐου σε περίπτωση που ΝΔ και ΠΑΣΟΚ κατακρημνίζονταν και έπαιρναν αθροιστικά ποσοστό της τάξης του 45% οδηγώντας τη χώρα σε «ακυβερνησία»; Το ποσοστό αυτό τελικά ήταν 32%...
Αυτό που μάλλον δεν αντιλαμβάνονται (ή μήπως ακριβώς επειδή το αντιλαμβάνονται;), όσοι-ες ακόμα κινούνται σε αυτό το μήκος κύματος, είναι ότι η συντριβή που υπέστησαν οι δύο βασικοί μέχρι χθες πυλώνες του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος ήταν κάτι παραπάνω από μια ιστορική ήττα των δυνάμεων αυτών ως κομμάτων. Σε κάποιο βαθμό ήταν μια στιγμή ριζικής ρήξης με μια ολόκληρη τάξη πραγμάτων και ταυτόχρονα ένα ορμητικό άνοιγμα στο «νέο», στο εναλλακτικό, σε κάτι τέλος πάντων το διαφορετικό από το υπάρχον· με ότι μπορεί να σημαίνει αυτό, με την αβεβαιότητά του, τα αστάθμητα, το απρόβλεπτο, τα ρίσκα, αλλά και την ελπίδα που γεννά οποιοδήποτε άνοιγμα στο άγνωστο, στο εναλλακτικό, όπως επίσης και με την ανάδυση ενός πιεστικού αιτήματος για δράση, για ενεργό εμπλοκή, ατομική και συλλογική παρέμβαση προς τη διαμόρφωση ενός νέου συλλογικού ορίζοντα.
Οφείλουμε να μην ξεχνάμε πως η ζυγαριά της συλλογικής ροπής μετά από μια συνθήκη ριζικής ρήξης[1] δε γέρνει νομοτελειακά προς τις περισσότερο δημοκρατικές εναλλακτικές (η ιστορία μάλιστα ίσως δείχνει και το αντίθετο). Αυτή η στιγμή της ρήξης από μόνη της δεν αρκεί, ούτε βεβαίως και το συλλογικό «θυμικό απόθεμα». Η προοπτική μιας νέας θέσμισης σε ριζοσπαστική δημοκρατική προοπτική είναι έντονα συνυφασμένη με τη διατήρηση μιας διαρκούς συλλογικής δημοκρατικής/αγωνιστικής εγρήγορσης· με άλλα λόγια, ο στόχος/ορίζοντας, τελικά η δημοκρατία που φανταζόμαστε ως ατομικότητες και ως συλλογικότητες παραμένει ένα διαρκές ζητούμενο το οποίο ως τέτοιο αξίζει να υπερασπιζόμαστε.
Το «ταρακούνημα» της 6ης του Μάη είχε βεβαίως και τις «παρενέργειές» του και στις λεγόμενες «καθεστωτικές» δυνάμεις. Βλέπουμε τώρα διάφορα από αυτά που μέχρι χθες στιγματίζονταν ως «λαϊκιστικά», «αδιανόητα» ή «καταστροφικά» να τίθενται στο τραπέζι της δημόσιας συζήτησης ως «εφικτοί» ή έστω «συζητήσιμοι» στόχοι από κορυφαίους πολιτικούς παράγοντες της Ευρώπης, από έγκυρους οικονομολόγους υπεράνω πάσης «λαϊκιστικής» ή «αριστεριστικής» υποψίας, αλλά και μεγάλα διεθνή συγκροτήματα ενημέρωσης.[2] Φαίνεται λοιπόν πως γίνονται τα πρώτα (έστω διακηρυκτικά) βήματα προς το σπάσιμο ορισμένων ταμπού της ευρωπαϊκής και εγχώριας δημόσιας σφαίρας. Μέχρι και ο προνομιακός κοινωνός του «ορθού λόγου» και της «μνημονιακής αλήθειας», Ευ. Βενιζέλος, μιλά τώρα για αναθεώρηση των όρων του οικονομικού μας ευαγγελίου (!), ενώ ο μέχρι πρόσφατα σύμμαχός του στην κυβέρνηση Παπαδήμου, Αντ. Σαμαράς, υπερθεματίζει σε «αναδιαπραγματευτική» διάθεση σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που φαντάζει να αναιρεί την ίδια του τη νωπή υπογραφή δέσμευσης για αυστηρή τήρηση του πλαισίου που επιβάλλεται από τα μνημόνια.
Η συζήτηση στην Ελλάδα όμως, όπως αναπτύσσεται στα τηλε-παράθυρα και τις στήλες των περισσότερων εφημερίδων, δε μοιάζει ιδιαίτερα με αυτή που ήδη αναπτύσσεται εκτός συνόρων. Ελάχιστα προβάλει εδώ ο κριτικός (ανα)στοχασμός πάνω στο νόημα του εκλογικού «σεισμού». Δεν αναπτύσσονται ή δε προβάλλονται ουσιαστικές συζητήσεις για το φάσμα των πιθανών εναλλακτικών. Δε λαμβάνεται υπόψη, με άλλα λόγια, στα σοβαρά η κραυγαλέα λαϊκή καταδίκη του μέχρι σήμερα ακολουθούμενου μονόδρομου, ενώ ταυτόχρονα απωθείται επίμονα αυτό που θα ονομάζαμε και «ελάχιστη δημοκρατική παρενέργεια».[3] Το εκλογικό σώμα παρουσιάζεται έτσι ως «τυφλωμένο» από την οργή, «παραπλανημένο» από δημαγωγούς και λαϊκιστές, «ανορθολογικό», τελικά ίσως και «επικίνδυνο».
Γι΄ αυτό και τα μέχρι χθες λεγόμενα «κόμματα εξουσίας», συνεπικουρούμενα από μεγάλο μέρος των ΜΜΕ, επιχείρησαν σε πρώτο μετεκλογικό χρόνο να επιβάλουν ένα πρωτόγνωρο κλίμα τρόμου και αναδίπλωσης στους «από κάτω» αλλά και τους θεσμικούς «απέναντι». Επιχειρήθηκε τότε η δημιουργία ενός σχήματος τυπικής «ευρείας πλειοψηφίας» (για τη διασφάλιση –και πάλι!– της «σωτηρίας της χώρας») που θα ακύρωνε στην πράξη την αντιπολίτευση, αφού θα την ενσωμάτωνε, και θα παρέκαμπτε συνεπώς την ίδια τη λαϊκή εντολή και τη δυνατότητα εκδήλωσης της δημοκρατικής κριτικής/διαφωνίας εντός θεσμικού/κοινοβουλευτικού πλαισίου. Σε τούτη την επιχείρηση θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει και την υφέρπουσα ελπίδα ότι αυτή η «αντίδραση» δε θα εκδηλωνόταν και «αδιαμεσολάβητα», στους δρόμους.
Και καθώς πλησιάζουμε στο τέλος ακόμα μιας προεκλογικής περιόδου, αυτή η μηντιακή/δημοσιολογική καταιγίδα δεν έχει κοπάσει· κάθε άλλο μάλιστα. Το ίδιο ακριβώς μοτίβο, η ίδια φόρμα άρθρωσης του κυρίαρχου λόγου των τελευταίων δύο ετών, μονότονα ανέμπνευστη, σε έναν ακόμα (τελευταίο;) σπασμό, επιχειρεί να επιβληθεί στην «κοινή γνώμη» μηρυκάζοντας το μονοδρομικό του αδιέξοδo [4]. Οι αντιφάσεις στις οποίες πέφτει τελικά αυτή η παροξυμένη ρητορική ειδικά όταν εκπορεύεται από τους δύο βασικούς πρωτεργάτες των μνημονίων είναι τόσο πολλές που δε μπορούμε και ούτε νομίζουμε αξίζει τον κόπο να τις παρακολουθήσουμε αναλυτικά.
Αλήθεια όμως τι ισχύ μπορούν να έχουν σήμερα οι νέοι (επανεμφανιζόμενοι ως φάρσα) «ανένδοτοι» ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και φίλιων ΜΜΕ ενάντια στον υποτιθέμενο «λαϊκισμό» της «ανεύθυνης» ή «παλαβής» αριστεράς σε μια κοινωνία που δείχνει να μην τους ακούει; Τι ισχύ μπορεί να έχει ο μπαμπούλας της «φτώχειας» και της συλλογικής κατάπτωσης την ώρα που πολύ μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας ζει στο πετσί του καιρό τώρα την φτώχεια και την εξαθλίωση; Ποια η αξιοπιστία των υποσχέσεων του «μετώπου της υπευθυνότητας» για βελτιωτικά/διορθωτικά μέτρα την ίδια στιγμή που έχει σαφώς δεσμευτεί (ενυπόγραφα) για μια σειρά ακόμα επώδυνων μέτρων; Πόσες «σωτηρίες» από την άβυσσο μπορούν ακόμα να τάξουν οι αυτό-παρουσιαζόμενοι ως «εθνοσωτήρες» όταν οι απανωτές «διασώσεις» των τελευταίων ετών οδήγησαν μόνο σε παραπάνω ύφεση, παραπάνω ανεργία, παραπάνω φτώχεια, παραπάνω πόνο; Και γιατί να πιστέψει στο κάτω-κάτω ο κόσμος πως οι ίδιοι άνθρωποι/φορείς που επέλεξαν και ακολούθησαν με θρησκευτική ευλάβεια τον αδιέξοδο μονόδρομο των μνημονίων και της δογματικής λιτότητας θα πράξουν τώρα διαφορετικά; Αλλά ας αφήσουμε καλύτερα αναπάντητα αυτά τα ερωτήματα για λίγες ημέρες ακόμα …τουλάχιστον μέχρι το απόγευμα της 17ης του Ιούνη.
________________________
[1] Σε συνθήκες «δομικής εξάρθρωσης» (dislocation) θα λέγαμε με λακλωικούς όρους. Βλ. Ernesto Laclau, Για την επανάσταση της εποχής μας, Νήσος, Αθήνα 1997.
[2] Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στους New York Times ή στους Financial Times, πόσω μάλλον στον Guardian.
[3] Η υπαρκτή δυνατότητα ενός λαού μέσα σε συνθήκες αντιπροσωπευτικής (μετα)δημοκρατίας να επιλέξει μέσω της κάλπης το δρόμο της ουσιαστικής ριζικής αλλαγής και όχι εκείνον της ελαφρώς διαφοροποιημένης διαχείρισης του υπάρχοντος.
[4] Ο Γιάννης Ιωάννου συμπυκνώνει με ιδιαίτερα εύστοχο τρόπο την κατάσταση μαζικής μηντιακής τρομοκρατίας των ημερών σε σκίτσο του υπό τον τίτλο «κατάσταση πολιορκίας» (βλ. http://ioannou.files.wordpress.com/2012/05/eth-ski-1-6-12.jpg).
Σίγουρα λοιπόν πολλά μπορούν να ειπωθούν για τον «σεισμό» των τελευταίων εκλογών. Αυτό ωστόσο στο οποίο, κατά τη γνώμη μου, οφείλουμε να επιμείνουμε είναι αυτό που θα μπορούσαμε να αντιληφθούμε (και) ως μαζική έξοδο από την «βολή του οικείου»· το «ξεβόλεμα» δηλαδή ενός μεγάλου κομματιού του λαού από μια σταθερή και ως ένα βαθμό «ασφαλή» επιλογή δεκαετιών. Αυτή η απροσδόκητη μεταστροφή των «από κάτω» πυροδότησε από την πρώτη στιγμή και την άμεση «αντεπίθεση» ενός άτυπου μηντιακού-πολιτικού μετώπου το οποίο φαίνεται πως «τρόμαξε» μπροστά στους ραγδαίους μετασχηματισμούς που προοιωνίζεται η καταβαράθρωση των πολιτικών δυνάμεων που στήριξαν το μνημόνιο και τις πολιτικές που συνεπάγεται και η ταυτόχρονη άνοδος των λεγόμενων «αντιμνημονιακών» δυνάμεων με δεσπόζουσα τη ριζοσπαστική αριστερά. Αυτό το άτυπο μέτωπο, τελώντας καταφανώς σε πανικό, δεν δείχνει να έχει συνείδηση της διάψευσης και τελικά της πτώσης του (βρίσκεται, θα λέγαμε, σε «άρνηση»), και συνεχίζει να πορεύεται μετερχόμενο τα ίδια ερμηνευτικά μοτίβα, την ίδια σκονισμένη κοινοτοπία της «έκτακτης ανάγκης» και των αναπόδραστων «μονοδρόμων», με άλλα λόγια τη «φυσικοποιημένη» γλώσσα των «αγορών», αυτή τη φορά μάλιστα με διπλή έμφαση.
Οι «από κάτω», σύμφωνα με αυτή την ανάγνωση, φαίνεται πως μέσα στην οργή κι απόγνωσή τους «θόλωσαν» και κάνουν «ανορθολογικές» επιλογές. Αφού «εκτονώθηκαν» λοιπόν και «έστειλαν το μήνυμα», πρέπει τώρα να συνετιστούν, να αποκτήσουν συναίσθηση του «πραγματικού διακυβεύματος» και να επανέλθουν στην συστημική κανονικότητα. Αφού «αντέδρασαν» και εκφράστηκαν δια της κάλπης, οφείλουν τώρα να αναθεωρήσουν και να κάνουν τη «σωστή» επιλογή. Φαίνεται πως δικαιολογείται η εναλλαγή κυβερνήσεων στην εξουσία, αλλά μόνον στο βαθμό που δεν προκαλείται με αυτό τον τρόπο κάποια ουσιαστική αλλαγή στο status quo· μόνο στον βαθμό δηλαδή που δεν αμφισβητούνται οι βασικές κατευθυντήριες γραμμές της σύγχρονης τεχνοκρατικής διαχείρισης. Μια λογική που προσιδιάζει σε μια δημοκρατία «light», μια δημοκρατία «ντεκαφεϊνέ» που θα έλεγε και ο Ζίζεκ· τόσο «ντεκαφεϊνέ» που καταντά αγνώριστη και βεβαίως «άγευστη».
***
Επιστροφή λοιπόν ξανά και ξανά στα διάφορα σενάρια αποκάλυψης και στη ρηχή τρομολαγνική επιχειρηματολογία. Αλήθεια, θυμάται κανείς τα ευφάνταστα σενάρια που έπλαθε πρόσφατα γνωστός αρθρογράφος του Βήματος περί «χάους» και «νέου εμφυλίου» για το βράδυ της 6ης Μαΐου σε περίπτωση που ΝΔ και ΠΑΣΟΚ κατακρημνίζονταν και έπαιρναν αθροιστικά ποσοστό της τάξης του 45% οδηγώντας τη χώρα σε «ακυβερνησία»; Το ποσοστό αυτό τελικά ήταν 32%...
Αυτό που μάλλον δεν αντιλαμβάνονται (ή μήπως ακριβώς επειδή το αντιλαμβάνονται;), όσοι-ες ακόμα κινούνται σε αυτό το μήκος κύματος, είναι ότι η συντριβή που υπέστησαν οι δύο βασικοί μέχρι χθες πυλώνες του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος ήταν κάτι παραπάνω από μια ιστορική ήττα των δυνάμεων αυτών ως κομμάτων. Σε κάποιο βαθμό ήταν μια στιγμή ριζικής ρήξης με μια ολόκληρη τάξη πραγμάτων και ταυτόχρονα ένα ορμητικό άνοιγμα στο «νέο», στο εναλλακτικό, σε κάτι τέλος πάντων το διαφορετικό από το υπάρχον· με ότι μπορεί να σημαίνει αυτό, με την αβεβαιότητά του, τα αστάθμητα, το απρόβλεπτο, τα ρίσκα, αλλά και την ελπίδα που γεννά οποιοδήποτε άνοιγμα στο άγνωστο, στο εναλλακτικό, όπως επίσης και με την ανάδυση ενός πιεστικού αιτήματος για δράση, για ενεργό εμπλοκή, ατομική και συλλογική παρέμβαση προς τη διαμόρφωση ενός νέου συλλογικού ορίζοντα.
Οφείλουμε να μην ξεχνάμε πως η ζυγαριά της συλλογικής ροπής μετά από μια συνθήκη ριζικής ρήξης[1] δε γέρνει νομοτελειακά προς τις περισσότερο δημοκρατικές εναλλακτικές (η ιστορία μάλιστα ίσως δείχνει και το αντίθετο). Αυτή η στιγμή της ρήξης από μόνη της δεν αρκεί, ούτε βεβαίως και το συλλογικό «θυμικό απόθεμα». Η προοπτική μιας νέας θέσμισης σε ριζοσπαστική δημοκρατική προοπτική είναι έντονα συνυφασμένη με τη διατήρηση μιας διαρκούς συλλογικής δημοκρατικής/αγωνιστικής εγρήγορσης· με άλλα λόγια, ο στόχος/ορίζοντας, τελικά η δημοκρατία που φανταζόμαστε ως ατομικότητες και ως συλλογικότητες παραμένει ένα διαρκές ζητούμενο το οποίο ως τέτοιο αξίζει να υπερασπιζόμαστε.
Το «ταρακούνημα» της 6ης του Μάη είχε βεβαίως και τις «παρενέργειές» του και στις λεγόμενες «καθεστωτικές» δυνάμεις. Βλέπουμε τώρα διάφορα από αυτά που μέχρι χθες στιγματίζονταν ως «λαϊκιστικά», «αδιανόητα» ή «καταστροφικά» να τίθενται στο τραπέζι της δημόσιας συζήτησης ως «εφικτοί» ή έστω «συζητήσιμοι» στόχοι από κορυφαίους πολιτικούς παράγοντες της Ευρώπης, από έγκυρους οικονομολόγους υπεράνω πάσης «λαϊκιστικής» ή «αριστεριστικής» υποψίας, αλλά και μεγάλα διεθνή συγκροτήματα ενημέρωσης.[2] Φαίνεται λοιπόν πως γίνονται τα πρώτα (έστω διακηρυκτικά) βήματα προς το σπάσιμο ορισμένων ταμπού της ευρωπαϊκής και εγχώριας δημόσιας σφαίρας. Μέχρι και ο προνομιακός κοινωνός του «ορθού λόγου» και της «μνημονιακής αλήθειας», Ευ. Βενιζέλος, μιλά τώρα για αναθεώρηση των όρων του οικονομικού μας ευαγγελίου (!), ενώ ο μέχρι πρόσφατα σύμμαχός του στην κυβέρνηση Παπαδήμου, Αντ. Σαμαράς, υπερθεματίζει σε «αναδιαπραγματευτική» διάθεση σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που φαντάζει να αναιρεί την ίδια του τη νωπή υπογραφή δέσμευσης για αυστηρή τήρηση του πλαισίου που επιβάλλεται από τα μνημόνια.
***
Η συζήτηση στην Ελλάδα όμως, όπως αναπτύσσεται στα τηλε-παράθυρα και τις στήλες των περισσότερων εφημερίδων, δε μοιάζει ιδιαίτερα με αυτή που ήδη αναπτύσσεται εκτός συνόρων. Ελάχιστα προβάλει εδώ ο κριτικός (ανα)στοχασμός πάνω στο νόημα του εκλογικού «σεισμού». Δεν αναπτύσσονται ή δε προβάλλονται ουσιαστικές συζητήσεις για το φάσμα των πιθανών εναλλακτικών. Δε λαμβάνεται υπόψη, με άλλα λόγια, στα σοβαρά η κραυγαλέα λαϊκή καταδίκη του μέχρι σήμερα ακολουθούμενου μονόδρομου, ενώ ταυτόχρονα απωθείται επίμονα αυτό που θα ονομάζαμε και «ελάχιστη δημοκρατική παρενέργεια».[3] Το εκλογικό σώμα παρουσιάζεται έτσι ως «τυφλωμένο» από την οργή, «παραπλανημένο» από δημαγωγούς και λαϊκιστές, «ανορθολογικό», τελικά ίσως και «επικίνδυνο».
Γι΄ αυτό και τα μέχρι χθες λεγόμενα «κόμματα εξουσίας», συνεπικουρούμενα από μεγάλο μέρος των ΜΜΕ, επιχείρησαν σε πρώτο μετεκλογικό χρόνο να επιβάλουν ένα πρωτόγνωρο κλίμα τρόμου και αναδίπλωσης στους «από κάτω» αλλά και τους θεσμικούς «απέναντι». Επιχειρήθηκε τότε η δημιουργία ενός σχήματος τυπικής «ευρείας πλειοψηφίας» (για τη διασφάλιση –και πάλι!– της «σωτηρίας της χώρας») που θα ακύρωνε στην πράξη την αντιπολίτευση, αφού θα την ενσωμάτωνε, και θα παρέκαμπτε συνεπώς την ίδια τη λαϊκή εντολή και τη δυνατότητα εκδήλωσης της δημοκρατικής κριτικής/διαφωνίας εντός θεσμικού/κοινοβουλευτικού πλαισίου. Σε τούτη την επιχείρηση θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει και την υφέρπουσα ελπίδα ότι αυτή η «αντίδραση» δε θα εκδηλωνόταν και «αδιαμεσολάβητα», στους δρόμους.
Και καθώς πλησιάζουμε στο τέλος ακόμα μιας προεκλογικής περιόδου, αυτή η μηντιακή/δημοσιολογική καταιγίδα δεν έχει κοπάσει· κάθε άλλο μάλιστα. Το ίδιο ακριβώς μοτίβο, η ίδια φόρμα άρθρωσης του κυρίαρχου λόγου των τελευταίων δύο ετών, μονότονα ανέμπνευστη, σε έναν ακόμα (τελευταίο;) σπασμό, επιχειρεί να επιβληθεί στην «κοινή γνώμη» μηρυκάζοντας το μονοδρομικό του αδιέξοδo [4]. Οι αντιφάσεις στις οποίες πέφτει τελικά αυτή η παροξυμένη ρητορική ειδικά όταν εκπορεύεται από τους δύο βασικούς πρωτεργάτες των μνημονίων είναι τόσο πολλές που δε μπορούμε και ούτε νομίζουμε αξίζει τον κόπο να τις παρακολουθήσουμε αναλυτικά.
***
Αλήθεια όμως τι ισχύ μπορούν να έχουν σήμερα οι νέοι (επανεμφανιζόμενοι ως φάρσα) «ανένδοτοι» ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και φίλιων ΜΜΕ ενάντια στον υποτιθέμενο «λαϊκισμό» της «ανεύθυνης» ή «παλαβής» αριστεράς σε μια κοινωνία που δείχνει να μην τους ακούει; Τι ισχύ μπορεί να έχει ο μπαμπούλας της «φτώχειας» και της συλλογικής κατάπτωσης την ώρα που πολύ μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας ζει στο πετσί του καιρό τώρα την φτώχεια και την εξαθλίωση; Ποια η αξιοπιστία των υποσχέσεων του «μετώπου της υπευθυνότητας» για βελτιωτικά/διορθωτικά μέτρα την ίδια στιγμή που έχει σαφώς δεσμευτεί (ενυπόγραφα) για μια σειρά ακόμα επώδυνων μέτρων; Πόσες «σωτηρίες» από την άβυσσο μπορούν ακόμα να τάξουν οι αυτό-παρουσιαζόμενοι ως «εθνοσωτήρες» όταν οι απανωτές «διασώσεις» των τελευταίων ετών οδήγησαν μόνο σε παραπάνω ύφεση, παραπάνω ανεργία, παραπάνω φτώχεια, παραπάνω πόνο; Και γιατί να πιστέψει στο κάτω-κάτω ο κόσμος πως οι ίδιοι άνθρωποι/φορείς που επέλεξαν και ακολούθησαν με θρησκευτική ευλάβεια τον αδιέξοδο μονόδρομο των μνημονίων και της δογματικής λιτότητας θα πράξουν τώρα διαφορετικά; Αλλά ας αφήσουμε καλύτερα αναπάντητα αυτά τα ερωτήματα για λίγες ημέρες ακόμα …τουλάχιστον μέχρι το απόγευμα της 17ης του Ιούνη.
________________________
[1] Σε συνθήκες «δομικής εξάρθρωσης» (dislocation) θα λέγαμε με λακλωικούς όρους. Βλ. Ernesto Laclau, Για την επανάσταση της εποχής μας, Νήσος, Αθήνα 1997.
[2] Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στους New York Times ή στους Financial Times, πόσω μάλλον στον Guardian.
[3] Η υπαρκτή δυνατότητα ενός λαού μέσα σε συνθήκες αντιπροσωπευτικής (μετα)δημοκρατίας να επιλέξει μέσω της κάλπης το δρόμο της ουσιαστικής ριζικής αλλαγής και όχι εκείνον της ελαφρώς διαφοροποιημένης διαχείρισης του υπάρχοντος.
[4] Ο Γιάννης Ιωάννου συμπυκνώνει με ιδιαίτερα εύστοχο τρόπο την κατάσταση μαζικής μηντιακής τρομοκρατίας των ημερών σε σκίτσο του υπό τον τίτλο «κατάσταση πολιορκίας» (βλ. http://ioannou.files.wordpress.com/2012/05/eth-ski-1-6-12.jpg).