Το 2004 οι Ελληνες πρωταγωνιστούσαν στην Ευρώπη και τον κόσμο, τα κατάφερναν, νικούσαν, διέψευδαν επιφυλάξεις, ξεπερνούσαν προσδοκίες. Ηταν πρωταθλητές, στα συμβολικά πεδία του αθλητισμού και του θεάματος. Από το 2010 μέχρι σήμερα οι Ελληνες πρωταγωνιστούν αντιστρόφως: φορτωμένοι δεινά και δυσμορφίες, πορεύονται μες στον πόνο και την καταφρόνια, αποδιοπομπαίοι τράγοι, αλλά και αμνοί αίροντες τις αμαρτίες του κόσμου.
Η νίκη δεν προσφέρει διδάγματα· μόνο μέθη. Δεν μάθαμε τίποτε από το καλοκαίρι της χαράς του 2004, ήταν ωραίο όμως όσο διήρκεσε. Ούτε κανείς άλλος έμαθε από εμάς. Αντιθέτως, η παρούσα ήττα, παρατεταμένη, βαθιά, πολυκύμαντη, μας διδάσκει διαρκώς, μας μετασχηματίζει. Mας διδάσκει λ.χ. ότι δεν είμαστε ανάδελφοι στη χρεοκοπία, ότι κι άλλοι λαοί υποφέρουν, και μάλιστα για τους ίδιους λόγους. Μαθαίνουμε επίσης ότι έτσι όπως είμαστε προσδεδεμένοι στο ευρωπαϊκό ολοκλήρωμα, όταν πέσει ένας, παραπατάνε όλοι· αν δεν τον σηκώσουν, θα πέσουν όλοι.
Αυτές τις απλές αλήθειες, μικρές εκ των υστέρων γνώσεις, τις αποκτήσαμε έναντι ακριβού τιμήματος: κόστισαν όχι μόνο τη σαιξπηρική λίβρα κρέας, αλλά και όλο το βάρος του ονόματός μας, της φήμης και της υπόληψης, αυτά που με τόσο κόπο διατηρούσαμε.
Πληγωμένοι, φορτωμένοι ιστορία, σχίζοντας με κόπο τον πυκνό χρόνο, μαθαίνουμε μερικά πράγματα νωρίτερα από τους άλλους λαούς. Κυρίως αυτό: ότι χρειαζόμαστε ριζικά άλλη σκέψη όχι μόνο για να ανασχέσουμε την πτώση, αλλά κυρίως για να ελπίζουμε σε επανεκκίνηση. Υπό αυτή την έννοια, η πολιτική αναστάτωση είναι γόνιμη, καταστρέφει το παλιό παρακμασμένο σκηνικό, ανανεώνει πρόσωπα, ιδέες, εκφράσεις.
Το χαρούμενο καλοκαίρι του 2004 ήταν ένα κρυφό ορόσημο: τότε ολοκληρώθηκε μια εποχή, με μια ζητωκραυγή και όχι μ’ έναν λυγμό, με απατηλό αποκάρωμα και όχι με σπασμό. Χρειάστηκε να περάσουν οκτώ χρόνια και μια αλυσίδα καταστροφών για να αντιληφθούμε ότι μπαίνουμε σε νέα ιστορική περίοδο.