«Die Zeit»: Ο σώζων εαυτόν, σωθήτω στην Ελλάδα της κρίσης
Στη φυγή «των εχόντων» αναφέρεται άρθρο της γερμανικής εφημερίδας
Στη φυγή των κεφαλαίων των «εχόντων» στην Ελλάδα αναφέρεται η γερμανική εφημερίδα«Die Zeit». Ο αρθρογράφος ξεκινάει με τη συνάντησή του με γνωστό έλληνα εφοπλιστή σε καφετέρια του Πειραιά, στο λιμάνι. Ο συνομιλητής του θέλει να παραμείνει ανώνυμος για να «προστατευθεί» και από την εφορία, όπως παρατηρεί ο δημοσιογράφος: «Ο Πειραιάς είναι το λιμάνι... όπου δένουν πλοία, τα οποία ανήκουν σε Έλληνες, αλλά δεν είναι δηλωμένα στην Ελλάδα. Εδώ ατενίζουν τη θάλασσα οι έλληνες εφοπλιστές, που δεν μπορεί να τους εντοπίσει η εφορία. Στον Πειραιά ζουν πολλοί, που μπορούν ανά πάσα ώρα να γυρίσουν την πλάτη στη χώρα τους» γράφει.
«Έχω τους λογαριασμούς μου στο εξωτερικό», λέει ο εφοπλιστής με τον οποίο συνομιλεί ο αρθρογράφος. «Εδώ έχω μόνο την πιστωτική μου κάρτα και λίγα μετρητά για καθημερινή χρήση». Ερωτώμενος αν ετοιμάζεται για την έσχατη περίπτωση της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, απαντά: «Όχι απαραίτητα». Για έναν εφοπλιστή είναι απόλυτα φυσιολογικό να έχει τα χρήματά του στο εξωτερικό, προσθέτει. Οι περισσότερες τράπεζες με ειδίκευση στη ναυτιλία, βρίσκονται στη δυτική Ευρώπη, πολλές στη Μεγάλη Βρετανία. «Το νόμισμα των θαλασσών είναι το δολάριο, όχι το ευρώ» λέει. Τα πλοία, ο εξοπλισμός, το φορτίο, το πλήρωμα, όλα υπολογίζονται και πληρώνονται σε δολάρια. «Γιατί λοιπόν να έχω λογαριασμό στην Ελλάδα;» αναρωτιέται.
Τι κρατάει τους εφοπλιστές στην Ελλάδα; «Η ζωή στη θάλασσα. Μας αρέσει να ζούμε εδώ. Με το διαδίκτυο και την κινητή τηλεφωνία είμαστε παρόντες σε ολόκληρο τον κόσμο και ταυτόχρονα μπορούμε να μένουμε στην πατρίδα μας», λέει ο εφοπλιστής. Αλλά η αγάπη του τελειώνει όταν πρόκειται για χρήματα, παρατηρεί ο δημοσιογράφος και προσθέτει: Όταν έρχεται ο εφοριακός, οι εφοπλιστές αλλάζουν λιμάνι. Πολλά ελληνικά πλοία έχουν μαζί τους άλλες σημαίες, για παράδειγμα τουρκικές, κάτι που παλιότερα θα σήμαινε εθνική προδοσία. «Λίγα λεπτά και φύγαμε από εδώ» λένε.
Αυτό είναι το όνειρο πολλών Ελλήνων. Να μην εξαρτώνται από το παραπαίον κράτος τους. Να μην εξαρτώνται από τις τράπεζες, οι οποίες έχουν επιβαρυνθεί μέχρι καταστροφής με κρατικά ομόλογα αξίας δισεκατομμυρίων ευρώ. Πολλοί πελάτες το βάζουν στα πόδια, αδειάζουν τους λογαριασμούς τους. Πάνω από 80 δισ. ευρώ έχουν χάσει οι τράπεζες από τις καταθέσεις, παραπονείται η Τράπεζα της Ελλάδος. Είτε πρόκειται για εφοπλιστή, ξενοδόχο ή φούρναρη, σε κανέναν δεν αρέσει να μιλάει για την ψήφο δυσπιστίας κατά του τραπεζικού συστήματος. Αυτοί είναι οι τρόποι διαφυγής, για τους οποίους μιλούν ανώνυμα οι άνθρωποι στον Πειραιά: Ο μικροκαταθέτης σηκώνει χρήματα από τον λογαριασμό του και τα κρύβει στο σπίτι. Συνήθως στην ντουλάπα με τα εσώρουχα, στις βιβλιοθήκες, κάτω από τα πλακάκια του πατώματος και στα στρώματα. Ορισμένοι φτιάχνουν ένα χρηματοκιβώτιο πίσω από τον καθρέφτη του μπάνιου, που προφυλάσσει μέρος των αποθεμάτων.
Πολλοί Έλληνες έχουν κρύψει εδώ και πολύ καιρό τα χρήματά τους στο σπίτι τους. Αυτός ο δεύτερος τρόπος δεν συνηθίζεται λιγότερο. Οι Έλληνες είναι εξοικειωμένοι με τον πληθωρισμό και την κακοδιαχείριση. Δεν εμπιστεύονται τα χαρτονομίσματα, τουλάχιστον όχι τα δικά τους. Ήδη οι γονείς αγοράζουν ένα κομμάτι γης ή χτίζουν ένα σπιτάκι με τις πρώτες καταθέσεις τους. Γι’ αυτό πολλοί Έλληνες έχουν ιδιόκτητα σπίτια, τα περισσότερα στην περιφέρεια. Όμως και το σπίτι δεν αποτελεί ασφαλή επένδυση: με την κρίση οι τιμές των ακινήτων μειώνονται δραστικά.
Μία τρίτη διέξοδος οδηγεί στο εξωτερικό. Πριν ακόμα μπορέσει η Ελλάδα να εγκαταλείψει την ευρωζώνη, τα ευρώ εγκαταλείπουν την Ελλάδα. Μεγάλες επιχειρήσεις εμβάζουν κάθε βράδυ το σύνολο των εισπράξεών τους σε λογαριασμούς στο εξωτερικό – για το ενδεχόμενο να συμβεί εν μια νυκτί η χρεοκοπία. Νέοι άνθρωποι μαθαίνουν καλά Αγγλικά ή Γερμανικά και αποταμιεύουν για την ημέρα που θα φύγουν. Η μεσαία τάξη βγάζει τα χρήματά της από μια ελληνική τράπεζα και τα καταθέτει σε μια αγγλική ή γερμανική. Στην Αθήνα γνωρίζουν ότι ορισμένες τράπεζες στο Μόναχο απασχολούν ελληνόφωνο προσωπικό, για να απαντούν σε όλες τις ερωτήσεις για το άνοιγμα νέου λογαριασμού. Όποιος έχει πραγματικά πολλά χρήματα όμως, πηγαίνει σε αρχιτέκτονα.
Ο Πάνος Γεωργανάς έχει το γραφείο του κοντά στο λιμάνι του Πειραιά. Ο γνωστός αρχιτέκτονας σχεδιάζει για παραγγελίες από την Κίνα και τον Περσικό Κόλπο. Μακέτες από λαμπερά, γυάλινα, φωτισμένα με νέον παλάτια κοσμούν τους τοίχους. Ο αρχιτέκτονας κάνει ειδικές προσφορές για τους έλληνες πελάτες του. Προϋπόθεση είναι να διαθέτουν τουλάχιστον μισό εκατομμύριο ευρώ στον λογαριασμό τους. Με έναν γερμανό συνεταίρο αγοράζει σπίτια στο Βερολίνο. «Ανακαινίζουμε και νοικιάζουμε τα ακίνητα. Ή τα μεταπωλούμε» λέει. Είναι μια καλή επιχείρηση. Οι συνεργάτες του πωλούν ακίνητα στο Λονδίνο ή το Παρίσι. Ο Γεωργανάς διαθέτει στο Βερολίνο περίπου πενήντα ακίνητα σε προσφορά. Μία διέξοδος για τους πλούσιους Έλληνες.
Η φυγή είναι επομένως τις περισσότερες φορές ζήτημα χρημάτων. Αλλά όντας στον πέμπτο χρόνο της κρίσης πλέον, αυξάνει ο αριθμός των Ελλήνων οι οποίοι δεν έχουν αυτή την επιλογή. Παρόλο που εργάζονται σε μια καλή θέση, παρόλο που έκαναν οικονομίες μια ζωή, παρόλο που ανήκουν στη σταθερή μεσαία τάξη.
Μία έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα δίχαζε βίαια τη χώρα. Αλλά όχι στα παλιά αντίπαλα στρατόπεδα Αριστεράς και Δεξιάς, επαναστατών και συντηρητικών, εργαζομένων και εργοδοτών. Από τη μια πλευρά θα ήταν εκείνοι που γνωρίζουν την έξοδο κινδύνου: οι εφοπλιστές του Πειραιά, οι ιδιοκτήτες λογαριασμών, οι ιδιοκτήτες κατοικιών στο Βερολίνο και στο Λονδίνο. Αλλά και οι πολύ νέοι, οι οποίοι θα μπορούσαν να αρχίσουν ξανά σε μια άλλη χώρα της ΕΕ με λίγα χρήματα. Από την άλλη πλευρά θα ήταν εκείνοι, που με την επιχείρηση, το σπίτι και την οικογένεια είναι κολλημένοι στη χώρα. Αυτοί θα βούλιαζαν μαζί με την Ελλάδα, καταλήγει το άρθρο.
«Έχω τους λογαριασμούς μου στο εξωτερικό», λέει ο εφοπλιστής με τον οποίο συνομιλεί ο αρθρογράφος. «Εδώ έχω μόνο την πιστωτική μου κάρτα και λίγα μετρητά για καθημερινή χρήση». Ερωτώμενος αν ετοιμάζεται για την έσχατη περίπτωση της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, απαντά: «Όχι απαραίτητα». Για έναν εφοπλιστή είναι απόλυτα φυσιολογικό να έχει τα χρήματά του στο εξωτερικό, προσθέτει. Οι περισσότερες τράπεζες με ειδίκευση στη ναυτιλία, βρίσκονται στη δυτική Ευρώπη, πολλές στη Μεγάλη Βρετανία. «Το νόμισμα των θαλασσών είναι το δολάριο, όχι το ευρώ» λέει. Τα πλοία, ο εξοπλισμός, το φορτίο, το πλήρωμα, όλα υπολογίζονται και πληρώνονται σε δολάρια. «Γιατί λοιπόν να έχω λογαριασμό στην Ελλάδα;» αναρωτιέται.
Τι κρατάει τους εφοπλιστές στην Ελλάδα; «Η ζωή στη θάλασσα. Μας αρέσει να ζούμε εδώ. Με το διαδίκτυο και την κινητή τηλεφωνία είμαστε παρόντες σε ολόκληρο τον κόσμο και ταυτόχρονα μπορούμε να μένουμε στην πατρίδα μας», λέει ο εφοπλιστής. Αλλά η αγάπη του τελειώνει όταν πρόκειται για χρήματα, παρατηρεί ο δημοσιογράφος και προσθέτει: Όταν έρχεται ο εφοριακός, οι εφοπλιστές αλλάζουν λιμάνι. Πολλά ελληνικά πλοία έχουν μαζί τους άλλες σημαίες, για παράδειγμα τουρκικές, κάτι που παλιότερα θα σήμαινε εθνική προδοσία. «Λίγα λεπτά και φύγαμε από εδώ» λένε.
Αυτό είναι το όνειρο πολλών Ελλήνων. Να μην εξαρτώνται από το παραπαίον κράτος τους. Να μην εξαρτώνται από τις τράπεζες, οι οποίες έχουν επιβαρυνθεί μέχρι καταστροφής με κρατικά ομόλογα αξίας δισεκατομμυρίων ευρώ. Πολλοί πελάτες το βάζουν στα πόδια, αδειάζουν τους λογαριασμούς τους. Πάνω από 80 δισ. ευρώ έχουν χάσει οι τράπεζες από τις καταθέσεις, παραπονείται η Τράπεζα της Ελλάδος. Είτε πρόκειται για εφοπλιστή, ξενοδόχο ή φούρναρη, σε κανέναν δεν αρέσει να μιλάει για την ψήφο δυσπιστίας κατά του τραπεζικού συστήματος. Αυτοί είναι οι τρόποι διαφυγής, για τους οποίους μιλούν ανώνυμα οι άνθρωποι στον Πειραιά: Ο μικροκαταθέτης σηκώνει χρήματα από τον λογαριασμό του και τα κρύβει στο σπίτι. Συνήθως στην ντουλάπα με τα εσώρουχα, στις βιβλιοθήκες, κάτω από τα πλακάκια του πατώματος και στα στρώματα. Ορισμένοι φτιάχνουν ένα χρηματοκιβώτιο πίσω από τον καθρέφτη του μπάνιου, που προφυλάσσει μέρος των αποθεμάτων.
Πολλοί Έλληνες έχουν κρύψει εδώ και πολύ καιρό τα χρήματά τους στο σπίτι τους. Αυτός ο δεύτερος τρόπος δεν συνηθίζεται λιγότερο. Οι Έλληνες είναι εξοικειωμένοι με τον πληθωρισμό και την κακοδιαχείριση. Δεν εμπιστεύονται τα χαρτονομίσματα, τουλάχιστον όχι τα δικά τους. Ήδη οι γονείς αγοράζουν ένα κομμάτι γης ή χτίζουν ένα σπιτάκι με τις πρώτες καταθέσεις τους. Γι’ αυτό πολλοί Έλληνες έχουν ιδιόκτητα σπίτια, τα περισσότερα στην περιφέρεια. Όμως και το σπίτι δεν αποτελεί ασφαλή επένδυση: με την κρίση οι τιμές των ακινήτων μειώνονται δραστικά.
Μία τρίτη διέξοδος οδηγεί στο εξωτερικό. Πριν ακόμα μπορέσει η Ελλάδα να εγκαταλείψει την ευρωζώνη, τα ευρώ εγκαταλείπουν την Ελλάδα. Μεγάλες επιχειρήσεις εμβάζουν κάθε βράδυ το σύνολο των εισπράξεών τους σε λογαριασμούς στο εξωτερικό – για το ενδεχόμενο να συμβεί εν μια νυκτί η χρεοκοπία. Νέοι άνθρωποι μαθαίνουν καλά Αγγλικά ή Γερμανικά και αποταμιεύουν για την ημέρα που θα φύγουν. Η μεσαία τάξη βγάζει τα χρήματά της από μια ελληνική τράπεζα και τα καταθέτει σε μια αγγλική ή γερμανική. Στην Αθήνα γνωρίζουν ότι ορισμένες τράπεζες στο Μόναχο απασχολούν ελληνόφωνο προσωπικό, για να απαντούν σε όλες τις ερωτήσεις για το άνοιγμα νέου λογαριασμού. Όποιος έχει πραγματικά πολλά χρήματα όμως, πηγαίνει σε αρχιτέκτονα.
Ο Πάνος Γεωργανάς έχει το γραφείο του κοντά στο λιμάνι του Πειραιά. Ο γνωστός αρχιτέκτονας σχεδιάζει για παραγγελίες από την Κίνα και τον Περσικό Κόλπο. Μακέτες από λαμπερά, γυάλινα, φωτισμένα με νέον παλάτια κοσμούν τους τοίχους. Ο αρχιτέκτονας κάνει ειδικές προσφορές για τους έλληνες πελάτες του. Προϋπόθεση είναι να διαθέτουν τουλάχιστον μισό εκατομμύριο ευρώ στον λογαριασμό τους. Με έναν γερμανό συνεταίρο αγοράζει σπίτια στο Βερολίνο. «Ανακαινίζουμε και νοικιάζουμε τα ακίνητα. Ή τα μεταπωλούμε» λέει. Είναι μια καλή επιχείρηση. Οι συνεργάτες του πωλούν ακίνητα στο Λονδίνο ή το Παρίσι. Ο Γεωργανάς διαθέτει στο Βερολίνο περίπου πενήντα ακίνητα σε προσφορά. Μία διέξοδος για τους πλούσιους Έλληνες.
Η φυγή είναι επομένως τις περισσότερες φορές ζήτημα χρημάτων. Αλλά όντας στον πέμπτο χρόνο της κρίσης πλέον, αυξάνει ο αριθμός των Ελλήνων οι οποίοι δεν έχουν αυτή την επιλογή. Παρόλο που εργάζονται σε μια καλή θέση, παρόλο που έκαναν οικονομίες μια ζωή, παρόλο που ανήκουν στη σταθερή μεσαία τάξη.
Μία έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα δίχαζε βίαια τη χώρα. Αλλά όχι στα παλιά αντίπαλα στρατόπεδα Αριστεράς και Δεξιάς, επαναστατών και συντηρητικών, εργαζομένων και εργοδοτών. Από τη μια πλευρά θα ήταν εκείνοι που γνωρίζουν την έξοδο κινδύνου: οι εφοπλιστές του Πειραιά, οι ιδιοκτήτες λογαριασμών, οι ιδιοκτήτες κατοικιών στο Βερολίνο και στο Λονδίνο. Αλλά και οι πολύ νέοι, οι οποίοι θα μπορούσαν να αρχίσουν ξανά σε μια άλλη χώρα της ΕΕ με λίγα χρήματα. Από την άλλη πλευρά θα ήταν εκείνοι, που με την επιχείρηση, το σπίτι και την οικογένεια είναι κολλημένοι στη χώρα. Αυτοί θα βούλιαζαν μαζί με την Ελλάδα, καταλήγει το άρθρο.