Ο Θεός δε μένει πια εδώ…
Ευλογημένη γη, ευλογημένη χώρα η Ελλάδα. Πόσες φορές το έχω
ακούσει. Ο ήλιος, η θάλασσα, ακόμη και το υπέδαφος. Γνωστό άλλωστε και ανέκδοτο
που όταν ο Θεός μοίραζε τον κόσμο όταν έφτασε στον έλληνα και δεν υπήρχε άλλος
χώρος του είπε “να πάρε αυτήν εδώ τη γωνιά που είχα φυλάξει για μένα”.
Υπάρχουν πράγματα που δε θα βρεις πουθενά αλλού στον κόσμο.
Οι άνθρωποι ξυπνούσαν με το χαμόγελο το πρωί. Είχαν τα βασικά για να περάσουν.
Μπορεί όχι με ανέσεις, όχι με πολυτέλειες αλλά ένας μισθός νοίκιαζε σπίτι,
τάιζε, πότιζε, ψυχαγωγούσε, πήγαινε διακοπές, έντυνε, σπούδαζε, πάντρευε.
Άλλαξαν όμως οι άνθρωποι αυτού του τόπου. Βαρέθηκαν τη
φιλοτιμία. Κουράστηκαν από τις αξίες. Θέλησαν το κάτι άλλο.
Αλωθήκαμε. Από τι δε γνωρίζω. Να τα πιάσουμε, να λαδώσουμε,
να τσεπώσουμε, να κάνουμε την καλή μπίζνα, να πάμε πλαγίως.
Να μην αγωνιστούμε για να δημιουργήσουμε αλλά να τα
τζογάρουμε όλα είτε στο καζίνο είτε στο χρηματιστήριο.
Να σφάζουμε 150.000-200.000 παιδιά κάθε χρονιά σε παγερά
υπόγεια στερώντας από τα ίδια και την πατρίδα μας το δικαίωμα να επιβιώσουν.
Να κλέψουμε το γείτονα. Να του/της πάρουμε τα πάντα, ακόμη
και το σύντροφο.
Να μην αποφασίσουμε για το αύριο της πατρίδας μας με βάση το
καλό της αλλά το σήμερα το δικό μας.
Να αφήνουμε τους ζάπλουτους ανενόχλητους και να κλέβουμε το
λαό.
Να μένουν ατιμώρητοι όσοι παρανόμησαν και προκάλεσαν.
Κάποτε έχανες τα λεφτά σου γιατί μπήκες στην πολιτική,
σήμερα τα έκανες γιατί μπήκες στην πολιτική.
Χάσαμε την απλότητα, την ειλικρίνεια, το φιλότιμο, την
τιμιότητα. Όλα αυτά που τα βλέπουμε πλέον μόνο στις παλιές ελληνικές ταινίες
για να νοσταλγούν οι παλαιότεροι και να “ζηλεύουμε” οι νεώτεροι.
Δοκιμάσαμε νέο προφίλ και χρεοκωπήσαμε. Από εκεί ξεκινούν
όλα. Και από εκεί μπορούν να λυθούν όλα. Όχι σε μια μέρα φυσικά, αλλά να
λυθούν.
Γιατί όπως έλεγε κι ο Κωνσταντάρας στο ξεκίνημα στο
“Φαφλατά” στον κατηγορούμενο “μούρη έπρεπε να αλλάξεις, μούρη!”.