Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, από την αρχή του 2010 έως και το τέλος του 2011, οι ελληνικές τράπεζες, τα ασφαλιστικά ταμεία, η ίδια η ΤτΕ και αρκετοί ιδιώτες αποταμιευτές, αγόρασαν πολύ μεγάλο αριθμό ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου (αύξηση 51,2%).
Την ίδια ώρα μειώθηκε εντυπωσιακά το αντίστοιχο χαρτοφυλάκιο των αλλοδαπών τραπεζών (από 141 δις € την αρχή του 2010 σε 45,9 δις € στο τέλος του ίδιου έτους και σε 35 δις € το τέλος του 2011). Υπενθυμίζεται ότι, εκείνη την περίοδο η τότε κυβέρνηση ήταν αντίθετη με την επιλογή της αναδιάρθρωσης (PSI) του ελληνικού χρέους - την οποία όμως αργότερα ψήφισε, με συνεργό την αξιωματική αντιπολίτευση.
Το ερώτημα είναι: γιατί οι ελληνικές τράπεζες και ιδίως τα ασφαλιστικά ταμεία δέχονταν να αγοράζουν ελληνικά ομόλογα, δεδομένης της πανθομολογούμενης επισφάλειας τους; Οι μελλοντικές τιμές αυτών των ομολόγων θα ήταν, ούτως ή άλλως, πολύ χαμηλότερες καθώς πιθανολογούνταν (σε βαθμό σχεδόν βεβαιότητας) η πτώχευση του ελληνικού κράτους.
Η απάντηση θα ήταν το ότι, οι τράπεζες ενθαρρύνθηκαν από τον αναμενόμενο ερχομό του ΔΝΤ, το οποίο δεν θα τις άφηνε να πτωχεύσουν - ενώ τα διαθέσιμα των ασφαλιστικών ταμείων τα χειρίστηκε η ίδια η ΤτΕ, χωρίς να λογοδοτεί σε κανέναν.
Ταυτόχρονα, η αγορά ομολόγων συγκρατούσε (χειραγωγούσε;) την άνοδο των spreads - πράγμα που επιθυμούσε η κυβέρνηση, επειδή έτσι διαμόρφωνε ένα ευνοϊκό υπέρ αυτής κλίμα, παρέχοντας την περαιτέρω πίστωση χρόνου.
Οι διαδικασίες αυτές οδήγησαν σε μια ελληνοποίηση του χρέους, πράγμα που σήμαινε ότι το PSI επέδρασε κυρίως στα στοιχεία του ενεργητικού των ελληνικών (αλλά και των κυπριακών) τραπεζών - τις απώλειες των οποίων θα έπρεπε είτε να αναπληρώσουν με δικά τους κεφάλαια, είτε να αποφασισθεί η ανακεφαλαιοποίηση τους με τη βοήθεια της ΕΕ, είτε να χρεοκοπήσουν, είτε να εκποιηθούν σε ξένες (Λ.Τ. με παρεμβάσεις).