Είναι δύσκολο συναίσθημα. Να γεννιέσαι σε έναν τόπο, να τον μαθαίνεις, να τον αγαπάς, να δένεσαι μαζί του, να τον νιώθεις δικό σου, να μη θες να φύγεις ποτέ από αυτόν. Και μια μέρα να συνειδητοποιείς ότι δεν ανήκεις πια σε αυτόν τον τόπο. Ότι δεν ταιριάζεις πια στα σχέδιά του. Ότι σε διώχνει με τον τρόπο του. Έχει αλλάξει ο τόπος, κι εσύ ζεις ακόμα στο παρελθόν, αγαπώντας έναν τόπο που σε μισεί. Όλα τα κτίρια, οι τοίχοι, οι δρόμοι, οι άνθρωποι που σου θυμίζουν κάτι ευχάριστο είναι ακόμα εκεί, όμως πλέον είναι εχθρικοί απέναντί σου. Να νιώθεις προδομένος από τον τόπο που σε γέννησε. Ορφανός.
Δεν ανήκω εδώ. Ζω εδώ, αλλά δεν ανήκω εδώ. Ανήκω σε αυτό που ήταν το “εδώ” παλιά. Και τώρα δεν υπάρχει πια. Άρα δεν ανήκω πουθενά. Δε χωράω πουθενά. Όπου κι αν πάω πια θα είμαι ξένος. Κι εδώ να μείνω, πάλι ξένος θα είμαι, όσους δικούς μου ανθρώπους κι αν έχω εδώ. Και είναι δύσκολο να είσαι ξένος σε έναν τόπο που δε θέλει τους ξένους. Ακόμα κι αν δε μοιάζεις για ξένος.
Έχω μάθει στη ζωή μου πως όταν δε σου αρέσει κάτι πρέπει να προσπαθήσεις να το αλλάξεις. Έχω μάθει όμως και πως όταν αυτό το “κάτι” δε θέλει να αλλάξει, τότε είναι μάταιο να προσπαθήσεις. Και αυτός ο τόπος δε θέλει πια να αλλάξει. Τουλάχιστον όχι προς το καλύτερο. Όποια αλλαγή γίνεται είναι προς το χειρότερο. Αν το σκεφτείς, είναι λογικό: Όπως είναι πολύ πιο εύκολο να ξεκινήσεις μία κακή συνήθεια παρά να την κόψεις, έτσι είναι και πιο εύκολο να γίνεις χειρότερος παρά καλύτερος. Αν θέλεις να γίνεις καλύτερος πρέπει να το προσπαθήσεις πολύ. Και αυτός ο τόπος δε θέλει να προσπαθήσει.
Μήπως πρέπει να αλλάξω εγώ για να προσαρμοστώ στα νέα δεδομένα του τόπου μου; Θα το έκανα αν ήταν να γίνω καλύτερος άνθρωπος. Αλλά αν για να προσαρμοστώ στα νέα δεδομένα πρέπει να γίνω ρατσιστής, κωλογλείφτης, απάνθρωπος ή απατεώνας, τότε προτιμώ να μείνω για πάντα απροσάρμοστος. Μπορεί να μη νιώσω ποτέ καλά με αυτόν τον τόπο, θα νιώθω όμως καλά με τον εαυτό μου.
Δεν ανήκω εδώ. Είμαι ξένος. Τα χαρτιά μου λένε τη μισή αλήθεια. Ταυτότητες, διαβατήρια, ΑΦΜ. Αν δε νιώθεις σαν στο σπίτι σου, όλα αυτά είναι δευτερεύοντα. Τυπικά, όπως το ζώδιο και ο ωροσκόπος σου. Δε θα έδερνες ποτέ κάποιον επειδή είναι Υδροχόος, έτσι δεν είναι; Τότε γιατί είναι πιο λογικό να δέρνεις κάποιον επειδή τα χαρτιά του γράφουν κάτι που μπορεί να είναι μόνο η μισή αλήθεια;
Πότε έγινε τόσο απάνθρωπος αυτός ο τόπος; Μάλλον θα ήταν εκείνη την εποχή που καθόμασταν στους καναπέδες μας και τον παρακολουθούσαμε στην τηλεόραση να αλλάζει, χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι ήμασταν κι εμείς μέσα στην τηλεόραση και μας έβλεπαν οι άλλοι να αλλάζουμε κι εμείς μαζί. Αφήσαμε τον τόπο μας σε χέρια άλλων, κι αυτοί τον έκαναν σαν τα μούτρα τους. Φταίμε κι εμείς. Δεν τον προστατεύσαμε.
Αλλά πού να ξέραμε; Κάθε άνθρωπος με στοιχειώδεις γνώσεις ιστορίας ξέρει. Και όταν βλέπει μπροστά του να ξετυλίγεται ένα από τα πιο μαύρα κεφάλαια της ιστορίας, που μέχρι τότε μόνο στα βιβλία είχε δει, ξέρει. Όμως εμείς δε μάθαμε στοιχειώδη ιστορία. Μάθαμε να αγαπάμε τον τόπο μας άνευ όρων, να μισούμε όλους τους άλλους και να θεωρούμε τον δικό μας καλύτερο απ’όλους, και όλα αυτά χωρίς επιχειρήματα. Απλά επειδή γεννηθήκαμε εδώ. Όχι για όσα κάνουμε εμείς ή κάνει για μας αυτός ο τόπος, αλλά για κάτι τυχαίο. Τέτοιοι είμαστε. Όταν λοιπόν η ιστορία ήρθε για να επαναληφθεί, εμείς δεν το καταλάβαμε. Πολλοί ακόμα δεν το έχουν καταλάβει. Κι έτσι όλα αρχίζουν από την αρχή.
Δεν ανήκω εδώ, γαμώτο. Ίσως δεν ανήκα ποτέ, αλλά δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Αγάπησα αυτόν τον τόπο που έζησα και μεγάλωσα και δεν ήθελα να δω τα σημάδια που μου έδειχναν ξεκάθαρα ότι δεν ήμουν πια ευπρόσδεκτος σε αυτόν. Δεν ανήκω πουθενά. Ορφανός από πατρίδα. Ίσως είναι καλύτερα έτσι. Είδα κι αυτούς που ανήκουν εδώ. Δεν τους ζηλεύω καθόλου. Δε θέλω να γίνω σαν αυτούς. Δε χρειάζομαι πατρίδα. Χώρο να ζήσω χρειάζομαι. Αλλά αν δεν έχεις πατρίδα, τότε πού να βρεις χώρο να τον πεις “δικό σου”;
Δεν ανήκω.