Ο αιμοσταγής καπιταλισμός
Όχι, δεν μπορούν να υπάρξουν όρια όταν τον κόσμο εξουσιάζουν «ειδικοί δίχως πνεύμα, ηδονιστές δίχως καρδιά»(Μάξ Βέμπερ). Και επειδή κάποιοι μιλούν για την κυριαρχία του πνεύματος του προτεσταντισμού που κατευθύνει στην αχαλίνωτη επιδίωξη του κέρδους, ε, λοιπόν, όχι, ακόμη και η προτεσταντική ηθική χαλιναγωγούσε το «ακατάσχετο οικονομικό ορμέμφυτο» σήμερα έχει εκλείψει (σύμφωνα με το νέο-συντηρητικό Ντ. Μπελ).
Ο προτεσταντισμός ήταν αρχικά αντίθετος στην καπιταλιστική συσσώρευση και μόνο όταν αποσπάστηκε από την αστική κοινωνία, αυτή βρήκε τον ξέφρενο ρυθμό της μέσω του καταναλωτικού ηδονισμού και του χωρίς όρια κέρδους. Ή καπιταλιστική δραστηριότητα αποσπάστηκε γιατί δεν είχε πια ανάγκη τη νομιμοποιητική δύναμη του προτεσταντισμού. Η απόλαυση-κατανάλωση ως τρόπος ζωής έγινε τότε το νέο όχημα του ξέφρενου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.
Τώρα, οι μετανεωτερικοί καπιταλιστές δεν είναι «οι τυχοδιώκτες που αναζητούν την περιπέτεια πέρα από τη συνείδηση», όπως τους χαρακτήριζε ο Μπελ, αλλά είναι οι αιμοσταγείς τυχοδιώκτες που αναζητούν το κέρδος πέρα από τη συνείδηση. Το «ο συ μισείς ετέρω μη ποιήσεις», το συμφέρον του άλλου και της συλλογικότητας έχουν εξαφανιστεί ως όρια.
Η ατομικότητα – και η χειραφέτηση από τη συλλογικότητα- σταμπάρει τη στρατηγική του μετανεωτερικού καπιταλισμού, ο οποίος, περνώντας από το στάδιο της παραγωγής σ’ αυτό της κατανάλωσης, οικειοποιείται την απόλαυση και χρησιμοποιεί τις ανθρώπινες ορμές και επιθυμίες ως κινητήρες ανάπτυξης της οικονομίας(δες και την στοχευμένη ανάπτυξη των «νευρο-επιστημών»).
Όμως, σήμερα, βρισκόμαστε στο στάδιο της άγριας λιτότητας και η χρήση των ανθρώπινων επιθυμιών για την ανάπτυξη είναι αδύνατη. Το ίδιο αδύνατη είναι και η υπέρβαση των ορίων που θέτει η ίδια η φύση(πλουτοπαραγωγικές πηγές). Συνεπώς, έχουμε έναν υπερπληθωρισμό ορμών και επιθυμιών των ανθρώπων που τείνουν να εκτονωθούν βίαια, πολύ περισσότερο καθώς η ανάπτυξη(δες συσσώρευση) έχει φθάσει στα όριά της και πλέον είναι μόνο μια «άνεργη ανάπτυξη». Γι’ αυτό η επιδιωκόμενη οικονομική ανάκαμψη δεν θα είναι παρά μία διαρκής κοινωνική αδικία και ανισορροπία στο βαθμό που ο άνθρωπος της δύναμης και του άκρατου ατομικού ωφελιμισμού, αυτός από τον οποίον έχει εκλείψει η ανθρωπιά, θα εξακολουθεί να κυνηγά το κέρδος χωρίς μέτρο και όρια, αδιαφορώντας αν αυτό συνεπάγεται την κάθεξη δισεκατομμυρίων ανθρώπων και την καταστροφή της Φύσης.
Τι μπορεί να αντιπαρατεθεί σ’ αυτή τη μεταφυσική αλαζονεία και στη βία της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας; Η αντιβία της αγάπης προς τον άνθρωπο, την κοινότητα, την αδελφότητα, την ισότητα και την ελευθέρια. Ναι, να δουλέψουμε μέρα-νύχτα, αν είναι να καταφέρουμε να ζήσουμε μαζί με τους ανθρώπους σαν άνθρωποι, να γίνουμε ελεύθεροι και να κάνουμε και τους άλλους ελεύθερους, οικοδομώντας ένα καινούργιο κόσμο ελευθερίας και ομορφιάς μέσα σ’ αυτό το χάος της παρακμής και της σαπίλας που μας περιβάλει.
Δεν ξέρω ποιο σύστημα μπορεί να δεχθεί μία τέτοια «κοινότητα αγάπης». Aς αποδεχθούμε όποιο οικονομικό και πολιτικό σύστημα τη δεχθεί. Ακόμη και τον χριστιανοκοινωνισμό του Ροδοκανάκη και του Μαρίνου Αντύπα.