Φαντάσου ότι κινείσαι μέσα στην πιο σκοτεινή νύχτα. Έχει κρατήσει αμέτρητες ημερολογιακές ημέρες. Ανέβηκες ψηλά γιατί δεν άντεχες την μυρωδιά της σήψης. Βλέπεις τα βαλτώδη νερά, με πτώματα να επιπλέουν. Παραπέρα κουφάρια νεκρών ζώων, γίνονται βορά στα δόντια μεταλλαγμένων και φρικαλέων πλασμάτων που τα γέννησε η πιο αρρωστημένη φαντασία.
Υπολείμματα ανθρωπιάς βρίσκεις σε καμένες σάρκες, κρανία και μάζες αποσύνθεσης. Σ’ αυτό το επικίνδυνο περιβάλλον που οι πιο τρομακτικές αρρώστιες έχουν για background το σκοτάδι και την απελπισία και για soundtrack κραυγές πόνου θέλεις να φύγεις, φοβισμένος, γιατί αυτή η βάναυση επίθεση στις αισθήσεις σου μπορεί να στιγματίσει την ψυχή σου για μια ολόκληρη ζωή.
Κι όμως, εκεί μέσα στην πιο σκοτεινή νύχτα, στο χειρότερο μέρος που μπορεί να βρεθεί ον, ακούς το κλάμμα ενός μωρού. Μέσα σ’ αυτόν τον εφιαλτικό τόπο, ένα νεογέννητο σπαράζει, αγωνιά και στέκεται απροστάτευτο. Ένα θαύμα, μια αχτίδα φωτός και ελπίδας στο πιο απίθανο μέρος που θα μπορούσε να υπάρξει. Τι θα έκανες; Θα άντεχες να σώσεις αυτό το μωράκι, με τον κίνδυνο της ίδιας σου της ζωής; Η διάσωση του φωτός μέσα από την μαυρίλα, θα άνοιγε δρόμο και για άλλους να τολμήσουν.
Τι άλλο να φοβηθείς, όταν υπάρχει το απέραντο σκοτάδι εξάλλου; Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να βρεις κι άλλους όμοιους μ’ εσένα, να αγαπήσεις, να στηρίξεις, να αντισταθείς. Ως τότε αυτοί που ευθύνονται για τον βούρκο, γελάνε μαζί μας, γιατί δεν πιστεύουν ότι θα τα κάνουμε όλα αυτά. Δεν ξέρουν όμως ότι μπορούμε να φανταστούμε αυτή την υπέρβαση.
Βέβαια, υπάρχουν κι αυτοί που το σκοτάδι έχει φωλιάσει και μέσα τους, γιατί οι ίδιοι απαρνήθηκαν το φως. Αλλά το είχαν μέσα τους. Όλοι θα σώζαμε το νεογέννητο. Αν αποφασίζαμε να φτιάξουμε έστω και μια σπίθα για να την κάνουμε φλόγα και ίσως μετά, ολόκληρη φωτιά. Οι μεγάλες νίκες, χτίζονται από μικρούς θριάμβους. Καθημερινές νίκες επίμονες, έναντι καθημερινών θανάτων. Θαραλλέα μέσα από το σκοτάδι. Και ίσως ν’ ακούς το μωρό να γελάει ευτυχισμένο.