Σε όλη την Ευρώπη, ένα διεθνές λόμπι υποστηρικτών του μεγάλου κεφαλαίου, έχει δημιουργήσει μηχανισμούς που εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ολίγων, όπως η Ε.Ε., η Ευρωζώνη, η Ε.Κ.Τ και άλλες μικρότερες ομάδες και think tanks. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι πολιτικοί δήθεν δημοκρατικά εκλεγμένοι, προσπαθούν να πείσουν τους λαούς τους πως οι πολιτικές λιτότητας είναι απαραίτητες και η μη τήρησή τους ισούται με εθνική αποτυχία. Αντίστοιχα, η εφαρμογή τους και οι μηδενικές αντιδράσεις, εξισώνονται με εθνικό συμφέρον.
Κάθε Ευρωπαίος υπουργός και πρωθυπουργός φροντίζει στο εσωτερικό της χώρας του να υπενθυμίζει πως έχει την αμέριστη συμπαράσταση αυτού του διεθνούς λόμπι που αναφέραμε αρχικά, αλλά και να προσπαθεί να πείσει πως η λιτότητα είναι το μέσον με την σύμφωνη γνώμη των ισχυρών. Αυτή η έξωθεν υποστήριξη, ουσιαστικά εξαπατά την κοινή γνώμη, αποκρύπτωντας πως η λιτότητα δεν είναι παρά το μέσον επίτευξης των στόχων της ατζέντας, όπως έχει διαμορφωθεί από τραπεζίτες, μεγαλοεπενδυτές που παίζουν σε ζαριές τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων και του media-κού κατεστημένου.
Οι πολίτες της Ευρώπης μόνο μπορούν να δώσουν λύση, θέτοντας κοινούς στόχους, δράσεις, ακόμη και δημιουργία διεθνών οργάνων. Πέρα αυτού, στην ελληνική περίπτωση παρατηρείται μια πλήρης διάλυση των θεσμών, που δίνει την ευκαιρία σε ναζιστικές και άλλες ακραίες ομάδες να αναπληρώσουν το κενό, παίζοντας τον ρόλο του αστυφύλακα, του μπράβου και υποκαθιστώντας το ίδιο το κράτος. Πέρα από τα συνεχόμενα περιστατικά επιθέσεων από τα τάγματα εφόδου της Χρυσής Αυγής, παρατηρείται μια στροφή μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας προς τις πρακτικές της Χ.Α., αφού έχουν πάψει να πιστεύουν πως οι νόμιμες μέθοδοι φέρνουν αποτέλεσμα. Σε μια κοινωνία όπου η νομιμότητα έχει γίνει καραμέλα και κουρελόχαρτο, η επίκλησή της φέρνει αποστροφή, σε αντίθεση με την βία η οποία μοιάζει δελεαστική και μόνος αποτελεσματικός τρόπος επίλυσης προβλημάτων για τα οποία υποτίθεται ότι μεριμνά το κράτος.
Περιστατικά; Διαβάστε αυτό κι αυτό ως παραδείγματα γελοιότητας και συσσώρευσης βλακείας. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος. Η πίστη σημαντικού τμήματος του πληθυσμού, πως μόνο ακραίες συμπεριφορές φέρνουν την λύση και πως καλύτερα να τις αναθέσουμε στους κατάλληλους, δηλαδή τους νεοναζί.
Ανησυχητική είναι και η έλλειψη ενός ενιαίου κινήματος που θα μπορούσε να συμπαρασύρει τις εξελίξεις, αφού μετά το περσινό καλοκαίρι, σκόρπιες διαδηλώσεις και ραντεβού ουσιαστικά σφράγισαν την διάλυση των τρόπων αγώνα όπως τις ξέραμε μέχρι σήμερα. Βέβαια σε συνθήκες ακραίου νεοφιλελευθερισμού, δεν υπάρχουν ως τώρα ούτε καν συνθήματα ικανά να συγκινήσουν. Οι μούντζες της πάνω πλατείας (sic) και το “κλέφτες, κλέφτες” δεν είναι συμβολικά, παράγοντες αλλαγής.
Κάποιοι δικαιολογούν την βία με λαικίστικα επιχειρήματα, παρουσιάζουν τους εαυτούς τους ως “επαναστάτες” προκειμένου να ικανοποιήσουν την δική τους ανάγκη για εξουσία. Δυστυχώς οι φωνακλάδικες “απόψεις” σχεδόν πάντα αποκτούν μεγαλύτερη αποδοχή από τις μάζες. Μάζες που ειδικά αν ζουν περιθωριοποιημένες και δίχως αύριο, τρέφονται ευκολότερα από το μίσος. Δεν έχει σημασία τι έχει συμβεί ως τώρα, έχουμε ακόμη επιλογές. Παράδοση ή αντίσταση με οποιοδήποτε τίμημα. Μια θύελλα έρχεται. Μην κάνουμε πως δεν ακούμε τις βροντές. Ως τώρα κινούμαστε πάνω σε λεπτό πάγο, που το βάρος των ιστορικών στιγμών θα συντρίψει.