Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΗΣ ΜΑΛΑΚΙΑΣ
Γράφει ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης*
Νομίζω πως ο Camus έλεγε πως η εξέγερση σαν αρχή συνίσταται στην άρνηση της ταπείνωσης, δίχως όμως να την γυρεύεις για άλλους. Και κάπως έτσι, αν μια θολή νύχτα στο Χαλάνδρι, ακουστεί μια κραυγή βοήθειας στη μέση του δρόμου, θα πεταχτείς-δεν μπορεί- ακόμη και με τα σώβρακα καταμεσής του σκοταδιού.
Μοιάζει να μην έχει σχέση η εξέγερση με μια απεγνωσμένη έκκληση για βοήθεια. Μα, μήπως η εξέγερση είναι κάτι περισσότερο από μια -στιγμιαία ίσως- οραματική αντίσταση στο ταπείνωμα της ανθρώπινης ύπαρξης; Και τι πιο σκληρή ταπείνωση από ένα ανθρώπινο καχεκτικό κορμί ριγμένο στη μέση της ασφάλτου; Τί περισσότερο γυρεύουμε άραγε -σαν κοινωνία- μπας και καταφέρουμε να σύρουμε τα καλοζωισμένα τομάρια μας ως στην επόμενη εργάσιμη; Πόσο περισσότερο ζωντανή ταπείνωση; Πόσο live χρειαζόμαστε πια για να χορτάσει το αδηφάγο μάτι μας βία και εξευτελισμό;
Μάζεψε βιαστικά τη νάυλον σακούλα, με τα δυο τρία λερά ρουχαλάκια της δουλειάς του, που κείτονταν παραδίπλα. Σηκώνεται και βλέπεις το σώμα ενός παιδιού 13-14 χρόνων κι ας ήταν τα διπλά χρόνια. Στον τόπο του, οι άνθρωποι δεν ξεκοιλιάζονται στα mc donalts κι οι πρωτείνες είναι ζητούμενο γενιών που χάνονται η μια μετά την άλλη στα ριζοχώραφα. Είχε το μπόι ενός παιδιού που μπορεί να ‘ταν δικό σου.Μοναχά το χρώμα του πρέπει να ήταν κίτρινο, που στο αναμεταξύ είχε γίνει απ’ το φόβο, σαν μπλαβισμένο αίμα. Ρωτάς ψυχρά τί έγινε και το βλέμμα σου μπολιάζεται απ’ τον ίδιο φόβο και τρέχει αλαφιασμένο γύρω–τριγύρω να βρεί τον κίνδυνο.Τρεις φιγούρες χάνονται με τρεχαλητά και χάχανα στη γωνία του δρόμου, πίσω απ’ τα καλογυαλισμένα ι.χ. και τα δέντρα με τα σάπια νεράτζια που καμώνονται τις νερατζιές. «Η καρντιά μου κύριε, η καρντιά μου, ήταν σαν έτσι…γρήγορα…πολύ», κι άνοιξε μια παλάμη ίδια μωρού ανοιγοκλείνοντας κάμποσες φορές τα αδύνατα δάχτυλα του.
«Εκεί σπίτι μου, κάποιοι άνθρωποι, έσπρωξαν κάτω, εγκώ φοβήθηκε πολύ»
Έλα ηρέμησε, έφυγαν, απαντάς εσύ, με το μαύρο σώβρακο τρανό αποδεικτικό του θάρρους σου. «Ήταν Έλληνες κύριε, Έλληνες. Δεν θέλω κάνω παράπονο για Ελλάδα, αλλά τελευταίο καιρό πολύ άσχημα πράγματα».
Κι έρχεται αυτό το «δεν θέλω καώ παράπονο για Ελλάδα» και σου κατεβάζει το βρακί και μένεις γυμνός, ένας ακόμη μαλάκας Έλληνας, στη μέση του δρόμου κάπου στο Χαλάνδρι.
Πού είναι το σπίτι σου ρωτάς και οι κουρτίνες στα καλοκαιρινά διαμερίσματα κρύβουν τους ιδιοκτήτες τους απ’ την ντροπή. Οι Έλληνες σαν σκιές, παρακολουθούν το θέαμα, κρυμμένοι πίσω τους. Οι Έλληνες. Δεν κρύβονται στα βουνά να πολεμήσουν τον κατακτητή. Κρύβονται πίσω από κουρτίνες και χασκογελούν στις παραινέσεις της κυράς τους: μη βγεις θα βρεις κανά μπελά!Για τέτοια είμαστε τώρα!
Ο Πρετεντέρης έχει τελειώσει, απ’ ώρα κι όμως συνεχίζει και παίζει, εδώ και δεκάδες χρόνια κι από δίπλα ένα νταλκαδιάρικο σκυλάδικο ξελαρρυγγιάζει την καψούρα μιας νεαρής που ο γκόμενος της πηδηχτηκε με την καλύτερη της φίλη. Ακούς πράγματα ρε μαλάκω;
Περπατάς μέχρι το επόμενο στενό, σαν σε κηδεία. Οι παιδικοί ήρωες σου ακολουθούν βουβοί. Οι εφηβικοί θυσιασθεντες για την ανθρώπινη ελευθερία και την αξιοπρέπεια ακολουθούν. Δίπλα σου ένας φοβισμένος Πακιστανός. Τα φώτα σβήνουν. Η παράσταση του δρόμου τελείωσε κι η γαλάζια μαρμαρυγή των τηλεοράσεων υποκαθιστά το φως. Κι αυτό εδώ και χρόνια.«Εντώ είναι σπίτι μου, Ευχαριστώ πολύ»
Τι εξέγερση να κάνουμε ρε μαλάκες! Οι μισοί θεατές πίσω από κουρτίνες κι οι άλλοι μισοί άθλιοι πρωταγωνιστές της ταπείνωσης του αδύναμου. Ήθελα να ξερα, δεν είστε δυστυχισμένοι;
*ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι οικονομολόγος