Deutsche Bank: Πόσο πιθανή είναι η επιστροφή στον Κανόνα του Χρυσού;
“Το ενδεχόμενο επιστροφής στον Κανόνα του Χρυσού, στο μέλλον, αποτελεί
συνηθισμένο θέμα συζήτησης στην αγορά χρυσού. Το γεγονός αυτό από μόνο
του εξηγεί πολλά για την αλλαγή στη συμπεριφορά των επενδυτών, πολλοί
από τους οποίους θα χλεύαζαν μία αντίστοιχη συζήτηση πριν από πέντε
χρόνια”.
Αυτά σημειώνει σε πρόσφατη έκθεσή του ο αναλυτής της Deutsche Bank, Daniel Brebner, προσθέτοντας πως αυτό «ίσως επίσης αποτελεί ένδειξη της απόγνωσης των επενδυτών, στην αναζήτηση επενδύσεων οι οποίες μπορούν να “θωρακίσουν” την περιουσία τους μακροπρόθεσμα».
Αν επανερχόταν... στο θρόνο του ο χρυσός και γινόταν το βασικό μέσο συναλλαγών, θα άλλαζε τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζονται οι κυβερνήσεις τα οικονομικά τους – κάτι που για πολλούς είναι καλό, δεδομένων των αποτελεσμάτων που είχαν οι μέχρι σήμερα χειρισμοί, σχολιάζει ο Brebner.
Προσθέτοντας ωστόσο ότι, παρ’ όλα αυτά, η εφαρμογή του Κανόνα του Χρυσού θα περιόριζε την ικανότητα μίας κυβέρνησης να επηρεάσει την προσφορά χρήματος στην οικονομία. Όπως εξηγεί, «η προσφορά χρήματος θα στηριζόταν πλήρως στον όγκο των αποθεμάτων χρυσού που διαθέτει μία χώρα και θα αναπτυσσόταν ανάλογα με το εμπορικό ισοζύγιο και την εγχώρια παραγωγή χρυσού (εξαρτώμενη από τα εγχώρια κοιτάσματα και από το αν αυτά τα κοιτάσματα αποτελούν στην ουσία δημόσια περιουσία -κάτι που εξετάζεται)».
Γιατί μπορεί να λειτουργήσει
Μεταξύ άλλων, ο αναλυτής της Deutsche Bank σημειώνει: «Πολλοί οικονομολόγοι ανατριχιάζουν στην ιδέα επιστροφής στον Κανόνα του Χρυσού. Αυτό είναι λογικό δεδομένης της σχολής στην οποία ανήκουν οι περισσότεροι: την Κεϋνσιανή ή παράγωγά της. Ο Κέυνς θεωρούσε την ευέλικτη νομισματική πολιτική ένα σημαντικό εργαλείο για την βελτιστοποίηση της οικονομίας. Ο χρυσός φαινομενικά αφαιρεί αυτή την ευελιξία – με αποτέλεσμα ο ίδιος ο Κέυνς να τον ονομάζει “βαρβαρικό απομεινάρι”. Στην πραγματικότητα, συμφωνούμε ότι κατά τη διάρκεια συγκεκριμένων περιόδων ακραίων οικονομικών ανισορροπιών, όπως η Μεγάλη Ύφεση, ίσως απαιτείται μεγάλη νομισματική ευελιξία.
Οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν ότι το μεγάλο πρόβλημα με τον χρυσό είναι διττό: 1) η προσφορά είναι ανεπαρκής και 2) η αύξηση της προσφοράς είναι ανεπαρκής.
Το πρώτο επιχείρημα είναι ψευδές. Ο όγκος του χρυσού δεν είναι σημαντικός. Αντιθέτως το επίπεδο στο οποίο τιμολογείται ο χρυσός είναι σημαντικό. Ένα μηδενικό μπορεί πολύ εύκολα να αλλάξει την αξία ενός λογαριασμού. Παρομοίως, μπορεί να προστεθεί στην αξία μίας ουγγιάς χρυσού. Στην ουσία οι απόλυτες τιμές δεν μετράνε. Όπως έχουμε ξαναπεί, ο χρυσός διαιρείται επ΄ άπειρον. Έχει σημασία ότι ένα τραπεζογραμμάτιο “αντιστοιχεί” σε ένα γραμμάριο ή σε ένα κιλό χρυσού; Θεωρητικά, δεν θα έπρεπε να μας νοιάζει.
Το δεύτερο επιχείρημα, πέραν του ότι είναι εσφαλμένο, δείχνει κάποια έλλειψη ταπεινότητας. Για να επιτευχθεί ουσιαστική σταθερότητα των τιμών μέσα σε μια αναπτυσσόμενη οικονομία θα πρέπει να αυξάνεται παράλληλα και η προσφορά χρήματος. Το κρίσιμο ερώτημα είναι με τι ρυθμό. Ο ρυθμός είναι σημαντικός, αν αυξάνεται πολύ γρήγορα τότε έχουμε πληθωρισμό, αν αυξάνεται πολύ αργά αποπληθωρισμό (υποθέτοντας ότι η κυκλοφοριακή ταχύτητα χρήματος είναι σταθερή και στις δύο περιπτώσεις)».
Σύμφωνα με τον Brebner, υπάρχουν δύο σημαντικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για να επιτευχθεί ένας ικανός ρυθμός ανάπτυξης της προσφοράς χρήματος.
Πρώτον: Αύξηση πληθυσμού – καθώς μεταβάλλεται ο αριθμός όσων χρησιμοποιούν χρήμα, είναι απαραίτητη η προσαρμογή της προσφοράς χρήματος για να αποφευχθούν στρεβλώσεις στην τιμολόγηση που αυτό προκαλεί.
Δεύτερον: Παραγωγικότητα χωρίς μόχλευση – μία εκτίμηση της αύξησης της κατά κεφαλήν παραγωγικότητας (ή της δημιουργίας αξίας) που βιώνει μία κοινωνία με το χρόνο – χωρίς τη συνεισφορά της πιστωτικής ανάπτυξης.
Αρχίζουμε χρησιμοποιώντας γενικούς δείκτες για την οικονομική δραστηριότητα. Υπάρχουν αρκετοί δείκτες, όπως το ΑΕΠ και στοιχεία για το εμπόριο. Η δυσκολία ωστόσο, είναι να εντοπιστεί και να εξαιρεθεί ο αντίκτυπος της σημαντικής πιστωτικής επέκτασης σε αυτά τα στοιχεία για να καταλήξουμε στην πραγματική, χωρίς υποβοήθεια, ανάπτυξη για μία συγκεκριμένη οικονομία. Για παράδειγμα, τα τελευταία 32 χρόνια το ΑΕΠ των ΗΠΑ, σε πραγματικούς όρους, διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο στο 2,7% (σύνθετος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης). Σε αυτή τη βάση, η μέση ανάπτυξη του αμερικανικού ΑΕΠ, μετά την πληθυσμιακή προσαρμογή, βρίσκεται περί το 1,6%.
«Από αυτό τον ρυθμό, ποια ήταν η συνεισφορά του χρέους στην ανάπτυξη; Αν υποθέσουμε, για την απλοποίηση των στοιχείων, ότι οι πιστώσεις συνεισέφεραν περίπου 0,5% ετησίως, τότε καταλήγουμε σε αύξηση 1,1% κατά μέσο όρο το χρόνο, σε παραγωγικότητα στις ΗΠΑ. Γι΄ αυτό το λόγο πιστεύουμε ότι η ταπεινότητα είναι αναγκαία – υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις που υποδεικνύουν ότι οι εντυπωσιακοί ρυθμοί ανάπτυξης και η αύξηση της παραγωγικότητας που σημειώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες δέχτηκαν προσωρινά ώθηση από την ανάληψη πρωτοφανών επιπέδων χρέους, σε παγκόσμιο επίπεδο. Ίσως τελικά δεν είμαστε τόσο ιδιοφυείς όσο νομίζουμε» σημειώνει ο Brebner.
Και συνεχίζει λέγοντας ότι «σε αυτό το πλαίσιο, εκτιμούμε ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να μεγαλώσουν τη νομισματική τους βάση μόλις κατά 2,2% περίπου. Οι μακροπρόθεσμες τάσεις αύξησης της προσφοράς χρυσού δείχνουν “σύνθετο ρυθμό ανάπτυξης” της τάξης του 1,6%. Ενώ ο ρυθμός αυτός είναι κοντά στο αναγκαίο 2,2% που χρειάζεται για να αποφευχθούν οι αποπληθωριστικές πιέσεις, συνεχίζει να αποτελεί παράγοντα ανησυχίας για όσους βλέπουν τον χρυσό ως ένα βιώσιμο εναλλακτικό νόμισμα. Εντούτοις, αυτό δεν πρέπει να “ακυρώσει” τον χρυσό ως προτιμώμενο μέσο συναλλαγών για όσο οι συνθήκες αύξησης του όγκου παραμένουν δυσμενείς, η ακριβή αξία συνεχίζει να καθορίζεται από την κυβέρνηση – στην πραγματικότητα οι περιοδικές προσαρμογές στην αποτίμηση του χρυσού θα μπορούσαν να αποτελέσουν μία εναλλακτική. Συνεπώς, ένας μικρός ρυθμός αύξησης του όγκου χρυσού θα μπορούσε να αντισταθμιστεί από μία μικρή ανατίμηση του ίδιου του μετάλλου, με αποτέλεσμα να αποτρέπονται οι αποπληθωριστικές πιέσεις σε μία οικονομία».
Όπως λέει ο αναλυτής της DB, το πρόβλημα με την ανωτέρω λύση για την εμφανή υπερβολική έλλειψη χρυσού είναι ότι επαναφέρει αυτούς που καθορίζουν τη νομισματική πολιτική σε μία θέση από την οποία είναι πιθανό να αξιολογήσουν λανθασμένα το χρήμα με αποτέλεσμα να είναι πιθανές κεφαλαιακές στρεβλώσεις.
«Είναι κάτι που οι “λεπτολόγοι” της αγοράς μάλλον δεν θα καταλάβουν, αλλά ίσως κάνουν πιο “εύπεπτη” την μετάβαση στον χρυσό για όσους έχουν συνηθίσει στην ευελιξία που προσφέρει ένα συμβατικό νόμισμα» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Γιατί να μην λειτουργήσει
«Ενώ ο κανόνας του χρυσού θα μπορούσε να λειτουργήσει, παραμένουμε επιφυλακτικοί για το ότι θα τεθεί στο τραπέζι η εφαρμογή του (λόγω της σοβαρής χρηματοπιστωτικής κρίσης, η οποία ίσως συνοδεύεται από υψηλής μεταβλητότητας πληθωρισμό)» αναφέρει ο Brebner, προσθέτοντας ότι «σε μεγάλο βαθμό αποδίδουμε τις λίγες πιθανότητες εφαρμογής του στην κουλτούρα. Η παγκόσμια οικονομία, τον τελευταίο αιώνα, εξελίχθηκε σε ένα καθετοποιημένο σύστημα που βασίζεται στις κυβερνήσεις, το οποίο “οδηγείται” από την κοινή λογική».
Όπως εξηγεί, «η αυτοεξάρτηση και ο ατομικισμός της ελεύθερης αγοράς έμεινε στην άκρη προς χάριν ενός καταναλωτισμού της “νέας εποχής”. Πολιτισμικά, αυτό αντιπροσωπεύει για εμάς μία πανίσχυρη δύναμη, μία δύναμη που ελαχιστοποιεί τις δημιουργικές επιλογές/ λύσεις για τα οικονομικά αδιέξοδα. Σε αυτό το πλαίσιο επιφυλασσόμαστε να προβλέψουμε μία τόσο ριζοσπαστική λύση για τις νομισματικές ανισορροπίες».
Αυτά σημειώνει σε πρόσφατη έκθεσή του ο αναλυτής της Deutsche Bank, Daniel Brebner, προσθέτοντας πως αυτό «ίσως επίσης αποτελεί ένδειξη της απόγνωσης των επενδυτών, στην αναζήτηση επενδύσεων οι οποίες μπορούν να “θωρακίσουν” την περιουσία τους μακροπρόθεσμα».
Αν επανερχόταν... στο θρόνο του ο χρυσός και γινόταν το βασικό μέσο συναλλαγών, θα άλλαζε τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζονται οι κυβερνήσεις τα οικονομικά τους – κάτι που για πολλούς είναι καλό, δεδομένων των αποτελεσμάτων που είχαν οι μέχρι σήμερα χειρισμοί, σχολιάζει ο Brebner.
Προσθέτοντας ωστόσο ότι, παρ’ όλα αυτά, η εφαρμογή του Κανόνα του Χρυσού θα περιόριζε την ικανότητα μίας κυβέρνησης να επηρεάσει την προσφορά χρήματος στην οικονομία. Όπως εξηγεί, «η προσφορά χρήματος θα στηριζόταν πλήρως στον όγκο των αποθεμάτων χρυσού που διαθέτει μία χώρα και θα αναπτυσσόταν ανάλογα με το εμπορικό ισοζύγιο και την εγχώρια παραγωγή χρυσού (εξαρτώμενη από τα εγχώρια κοιτάσματα και από το αν αυτά τα κοιτάσματα αποτελούν στην ουσία δημόσια περιουσία -κάτι που εξετάζεται)».
Γιατί μπορεί να λειτουργήσει
Μεταξύ άλλων, ο αναλυτής της Deutsche Bank σημειώνει: «Πολλοί οικονομολόγοι ανατριχιάζουν στην ιδέα επιστροφής στον Κανόνα του Χρυσού. Αυτό είναι λογικό δεδομένης της σχολής στην οποία ανήκουν οι περισσότεροι: την Κεϋνσιανή ή παράγωγά της. Ο Κέυνς θεωρούσε την ευέλικτη νομισματική πολιτική ένα σημαντικό εργαλείο για την βελτιστοποίηση της οικονομίας. Ο χρυσός φαινομενικά αφαιρεί αυτή την ευελιξία – με αποτέλεσμα ο ίδιος ο Κέυνς να τον ονομάζει “βαρβαρικό απομεινάρι”. Στην πραγματικότητα, συμφωνούμε ότι κατά τη διάρκεια συγκεκριμένων περιόδων ακραίων οικονομικών ανισορροπιών, όπως η Μεγάλη Ύφεση, ίσως απαιτείται μεγάλη νομισματική ευελιξία.
Οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν ότι το μεγάλο πρόβλημα με τον χρυσό είναι διττό: 1) η προσφορά είναι ανεπαρκής και 2) η αύξηση της προσφοράς είναι ανεπαρκής.
Το πρώτο επιχείρημα είναι ψευδές. Ο όγκος του χρυσού δεν είναι σημαντικός. Αντιθέτως το επίπεδο στο οποίο τιμολογείται ο χρυσός είναι σημαντικό. Ένα μηδενικό μπορεί πολύ εύκολα να αλλάξει την αξία ενός λογαριασμού. Παρομοίως, μπορεί να προστεθεί στην αξία μίας ουγγιάς χρυσού. Στην ουσία οι απόλυτες τιμές δεν μετράνε. Όπως έχουμε ξαναπεί, ο χρυσός διαιρείται επ΄ άπειρον. Έχει σημασία ότι ένα τραπεζογραμμάτιο “αντιστοιχεί” σε ένα γραμμάριο ή σε ένα κιλό χρυσού; Θεωρητικά, δεν θα έπρεπε να μας νοιάζει.
Το δεύτερο επιχείρημα, πέραν του ότι είναι εσφαλμένο, δείχνει κάποια έλλειψη ταπεινότητας. Για να επιτευχθεί ουσιαστική σταθερότητα των τιμών μέσα σε μια αναπτυσσόμενη οικονομία θα πρέπει να αυξάνεται παράλληλα και η προσφορά χρήματος. Το κρίσιμο ερώτημα είναι με τι ρυθμό. Ο ρυθμός είναι σημαντικός, αν αυξάνεται πολύ γρήγορα τότε έχουμε πληθωρισμό, αν αυξάνεται πολύ αργά αποπληθωρισμό (υποθέτοντας ότι η κυκλοφοριακή ταχύτητα χρήματος είναι σταθερή και στις δύο περιπτώσεις)».
Σύμφωνα με τον Brebner, υπάρχουν δύο σημαντικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για να επιτευχθεί ένας ικανός ρυθμός ανάπτυξης της προσφοράς χρήματος.
Πρώτον: Αύξηση πληθυσμού – καθώς μεταβάλλεται ο αριθμός όσων χρησιμοποιούν χρήμα, είναι απαραίτητη η προσαρμογή της προσφοράς χρήματος για να αποφευχθούν στρεβλώσεις στην τιμολόγηση που αυτό προκαλεί.
Δεύτερον: Παραγωγικότητα χωρίς μόχλευση – μία εκτίμηση της αύξησης της κατά κεφαλήν παραγωγικότητας (ή της δημιουργίας αξίας) που βιώνει μία κοινωνία με το χρόνο – χωρίς τη συνεισφορά της πιστωτικής ανάπτυξης.
Αρχίζουμε χρησιμοποιώντας γενικούς δείκτες για την οικονομική δραστηριότητα. Υπάρχουν αρκετοί δείκτες, όπως το ΑΕΠ και στοιχεία για το εμπόριο. Η δυσκολία ωστόσο, είναι να εντοπιστεί και να εξαιρεθεί ο αντίκτυπος της σημαντικής πιστωτικής επέκτασης σε αυτά τα στοιχεία για να καταλήξουμε στην πραγματική, χωρίς υποβοήθεια, ανάπτυξη για μία συγκεκριμένη οικονομία. Για παράδειγμα, τα τελευταία 32 χρόνια το ΑΕΠ των ΗΠΑ, σε πραγματικούς όρους, διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο στο 2,7% (σύνθετος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης). Σε αυτή τη βάση, η μέση ανάπτυξη του αμερικανικού ΑΕΠ, μετά την πληθυσμιακή προσαρμογή, βρίσκεται περί το 1,6%.
«Από αυτό τον ρυθμό, ποια ήταν η συνεισφορά του χρέους στην ανάπτυξη; Αν υποθέσουμε, για την απλοποίηση των στοιχείων, ότι οι πιστώσεις συνεισέφεραν περίπου 0,5% ετησίως, τότε καταλήγουμε σε αύξηση 1,1% κατά μέσο όρο το χρόνο, σε παραγωγικότητα στις ΗΠΑ. Γι΄ αυτό το λόγο πιστεύουμε ότι η ταπεινότητα είναι αναγκαία – υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις που υποδεικνύουν ότι οι εντυπωσιακοί ρυθμοί ανάπτυξης και η αύξηση της παραγωγικότητας που σημειώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες δέχτηκαν προσωρινά ώθηση από την ανάληψη πρωτοφανών επιπέδων χρέους, σε παγκόσμιο επίπεδο. Ίσως τελικά δεν είμαστε τόσο ιδιοφυείς όσο νομίζουμε» σημειώνει ο Brebner.
Και συνεχίζει λέγοντας ότι «σε αυτό το πλαίσιο, εκτιμούμε ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να μεγαλώσουν τη νομισματική τους βάση μόλις κατά 2,2% περίπου. Οι μακροπρόθεσμες τάσεις αύξησης της προσφοράς χρυσού δείχνουν “σύνθετο ρυθμό ανάπτυξης” της τάξης του 1,6%. Ενώ ο ρυθμός αυτός είναι κοντά στο αναγκαίο 2,2% που χρειάζεται για να αποφευχθούν οι αποπληθωριστικές πιέσεις, συνεχίζει να αποτελεί παράγοντα ανησυχίας για όσους βλέπουν τον χρυσό ως ένα βιώσιμο εναλλακτικό νόμισμα. Εντούτοις, αυτό δεν πρέπει να “ακυρώσει” τον χρυσό ως προτιμώμενο μέσο συναλλαγών για όσο οι συνθήκες αύξησης του όγκου παραμένουν δυσμενείς, η ακριβή αξία συνεχίζει να καθορίζεται από την κυβέρνηση – στην πραγματικότητα οι περιοδικές προσαρμογές στην αποτίμηση του χρυσού θα μπορούσαν να αποτελέσουν μία εναλλακτική. Συνεπώς, ένας μικρός ρυθμός αύξησης του όγκου χρυσού θα μπορούσε να αντισταθμιστεί από μία μικρή ανατίμηση του ίδιου του μετάλλου, με αποτέλεσμα να αποτρέπονται οι αποπληθωριστικές πιέσεις σε μία οικονομία».
Όπως λέει ο αναλυτής της DB, το πρόβλημα με την ανωτέρω λύση για την εμφανή υπερβολική έλλειψη χρυσού είναι ότι επαναφέρει αυτούς που καθορίζουν τη νομισματική πολιτική σε μία θέση από την οποία είναι πιθανό να αξιολογήσουν λανθασμένα το χρήμα με αποτέλεσμα να είναι πιθανές κεφαλαιακές στρεβλώσεις.
«Είναι κάτι που οι “λεπτολόγοι” της αγοράς μάλλον δεν θα καταλάβουν, αλλά ίσως κάνουν πιο “εύπεπτη” την μετάβαση στον χρυσό για όσους έχουν συνηθίσει στην ευελιξία που προσφέρει ένα συμβατικό νόμισμα» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Γιατί να μην λειτουργήσει
«Ενώ ο κανόνας του χρυσού θα μπορούσε να λειτουργήσει, παραμένουμε επιφυλακτικοί για το ότι θα τεθεί στο τραπέζι η εφαρμογή του (λόγω της σοβαρής χρηματοπιστωτικής κρίσης, η οποία ίσως συνοδεύεται από υψηλής μεταβλητότητας πληθωρισμό)» αναφέρει ο Brebner, προσθέτοντας ότι «σε μεγάλο βαθμό αποδίδουμε τις λίγες πιθανότητες εφαρμογής του στην κουλτούρα. Η παγκόσμια οικονομία, τον τελευταίο αιώνα, εξελίχθηκε σε ένα καθετοποιημένο σύστημα που βασίζεται στις κυβερνήσεις, το οποίο “οδηγείται” από την κοινή λογική».
Όπως εξηγεί, «η αυτοεξάρτηση και ο ατομικισμός της ελεύθερης αγοράς έμεινε στην άκρη προς χάριν ενός καταναλωτισμού της “νέας εποχής”. Πολιτισμικά, αυτό αντιπροσωπεύει για εμάς μία πανίσχυρη δύναμη, μία δύναμη που ελαχιστοποιεί τις δημιουργικές επιλογές/ λύσεις για τα οικονομικά αδιέξοδα. Σε αυτό το πλαίσιο επιφυλασσόμαστε να προβλέψουμε μία τόσο ριζοσπαστική λύση για τις νομισματικές ανισορροπίες».