Ερωτευτείτε...
Ερωτευτείτε αυτόν που έγραψε: «Το αληθές απόβαρον ενός ανθρώπου ισούται με τις αγάπες, τον οίκτο και την αηδία που ένιωσε στη ζωή. Δύο μεγάλες αδικίες εγνώρισα: την φτώχια και την ερωτική καταφρόνια.»
Ερωτευτείτε τη διανόηση που δεν δέχεται να πρωταγωνιστήσει, που δεν βγαίνει το μεσημέρι στη ΝΕΤ, που δεν μπερδεύει την μετριοπάθεια με τις ίσες αποστάσεις και την εξαθλίωση με το αναπόφευκτο. Τη διανόηση που πολεμά το αναπόφευκτο, που παθιάζεται, που καίγεται από αγάπη και αγωνία, που βρίσκει τη θέση της όταν ανάβει η μάχη. Τη διανόηση που φτύνει τον κόρφο της όταν την αποκαλείς διανόηση.
Ερωτευτείτε τους τραγουδιστές που δεν πήγαν ποτέ στον Σπύρο Παπαδόπουλο, που δεν ήπιαν στην υγειά μας, που δεν γλέντησαν εκ μέρους μας ένα κάποιο Σάββατο. Ας πιούμε στην υγειά τους
Αυτούς που τραγούδησαν το τίποτα δεν πάει χαμένο φτύνοντας το πιο πικρό σφίξιμο της καρδιάς τους.
Αυτούς που κλαίνε ξαφνικά και δίχως λόγο.
Ερωτευτείτε τα καφενεία του Γκόρπα, τα μπαρ του καλοκαιριού, τα τραπεζάκια έξω, το τάβλι δύο γέρων έξω απ’ τα άδεια μαγαζιά τους, τα σουβλάκια στα σκαλάκια των πολυκατοικιών, τις μπύρες στα δύο και το κορίτσι που περνάει ρίχνοντας λοξές ματιές.
Τα ξυπόλυτα κορίτσια, τα κορίτσια που δεν ποζάρουν, τα κορίτσια του Ιουλίου, των αόρατων νησιών, τα κορίτσια με τα αλατισμένα μαλλιά και την κόκκινη μύτη. Αυτά είναι ο πραγματικός κόσμος, η αλήθεια, το τέλος και η άκρη του νοήματος.
Τους αδύναμους. Δείτε. Η κούτα του άστεγου, το στοίβαγμα του μετανάστη, η αναζήτηση φαγητού στα σκουπίδια, ο απλήρωτος λογαριασμός. Υπάρχουμε και για να αναποδογυρίσουμε αυτό το ασυνάρτητο σύμπαν.
Ερωτευτείτε τους αυτόχειρες των χρόνων που ζούμε. Τρέξτε κοντά τους, απλώστε το χέρι, σταθείτε προσοχή. Αν δεν καταφέρετε να συγκρατήσετε το κορμί τους, πριν αυτό αιωρηθεί οριστικά και αμετάκλητα, κρεμαστείτε μαζί τους.
Αυτόν που έγραψε πρώτος το «οι μπάτσοι είναι παντού, αλλά ο έρωτας μας κάνει αόρατους» και αυτόν που το φωτογράφησε και αυτόν που το έκανε ριτουίτ και αυτόν που χαμογέλασε βλέποντάς το.
Ερωτευτείτε την πληγή του κυνηγημένου ξένου. Το φόβο του ανθρώπου χωρίς χαρτιά. Τη μοναξιά του ανθρώπου που πέρασε μέσα απ’ τις νάρκες και τα κύματα, για να πέσει απ’ το λυσσασμένο μαχαίρι του φασίστα.
Τους διαδηλωτές, που ανεβοκατεβαίνουν την Πανεπιστημίου, φωνάζοντας αλληλεγγύη, φωνάζοντας ελευθερία. Τις ομάδες σε γειτονιές και συνοικίες, που μαζεύουν ρούχα, που μαζεύουν φαγητά, ταινίες, υλικά και ανταλλάσσουν τα πάντα εκτός από χρήματα.
Αυτούς που βαριούνται να μιλήσουν για τη δουλειά ή τα λεφτά. Αυτούς που σου λένε το αγαπημένο τους χρώμα, το τραγούδι της εφηβείας τους, που θυμούνται το πρώτο κορίτσι που φίλησαν με τρυφερότητα και αυτούς που, σαν τον Χόλντεν, όταν λένε καριέρα, εννοούν να προσέχουν τα παιδιά που παίζουν σε ένα τεράστιο γήπεδο κλοτσώντας μπάλες πάνω κάτω και τραγουδώντας στίχους χωρίς λόγια, μόνο λα λα λα.
Τον Ντουρούτι, τον Ηλία Λάγιο και τον κλόουν του Μπελ. Τον Νίκο Καρούζο που πλήρωνε τα ποτά του με αυτοσχέδια ποιήματα σε χαρτοπετσέτες.
Ερωτευτείτε αυτούς που δεν κωλώνουν μπροστά στο ανέφικτο, αυτούς που πιστεύουν στα θαύματα που δεν έχουν εξήγηση, αλλά ούτε θρησκευτική προέλευση, αυτούς που αγαπούν τον ορθό λόγο επειδή υπηρετεί τον άνθρωπο και όχι το ανάποδο και αυτούς που δεν πίστεψαν σε οτιδήποτε ειπώθηκε οποτεδήποτε σε δελτίο ειδήσεων.
Αυτούς που κολύμπησαν νύχτα μεθυσμένοι και αυτούς που πνίγηκαν επειδή δεν άντεξαν τη σκληρότητα του κόσμου.
Ερωτευτείτε την φωνή του Αργύρη Μπακιρτζή, το «Θεέ μου μεγαλοδύναμε» και το παιδί που σφίγγει
μια πέτρα στο χέρι, χωρίς να είναι σίγουρο ότι έχει δίκιο. Στα κρυφά, στη σιωπή, είμαστε σίγουροι ότι τουλάχιστον δεν έχει άδικο.
Τον Χρήστο Βακαλόπουλο που έλεγε για τον Αύγουστο του Νίκου Παπάζογλου, «το τραγούδι δεν είναι ερωτικό, αλλά ερωτευμένο». Μην δίνετε σημασία σε οτιδήποτε είναι ερωτικό, αλλά όχι ερωτευμένο.
Την Άννα Καρίνα, την Μόνικα Βίτι, τη σερβιτόρα της διπλανής καφετέριας, την Ροζάριο Ντόσον και όλες τις γυναίκες που έχουν αίμα μπερδεμένο, αίμα που έρχεται από δύο ή τρεις ηπείρους.
Ερωτευτείτε τον πατέρα κάποιου γαμπρού που με το τσιγάρο στο στόμα, μεθυσμένος, χορεύει το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας. Ερωτευτείτε το αχ Παναγιά μου, στο τέλος κάθε τέτοιας μουσικής.
Αυτόν που έγραψε, «μην αγαπάς τον πλησίον, αλλά πλησίασε τον αγαπώντα».
Την πιο μικρή ελιά στην κοιλιά της, τον απογευματινό ύπνο κάτω απ’ το αρμυρίκι ή την καρυδιά, την πιο λεπτή ειρωνεία, το παγάκι, την παρέα που κλαίει γελώντας και τη βουβαμάρα του καταστρώματος της επιστροφής.
Ερωτευτείτε το κορίτσι μου. Κάθε πρωί, κάθεται νυσταγμένη στην άκρη του κρεβατιού με γερμένους τους ώμους και τα χέρια να κρέμονται σαν τεράστιο εκκρεμές. Αυτή η εικόνα είναι η ασπίδα, η μολότοφ και το φωτόσπαθο που κρατάω στη χούφτα μου και με κάνει ιπτάμενο, απίθανο και ανήλικο.
Ερωτευτείτε το κορίτσι που περνάει δίπλα σας εδώ και τώρα.
Ερωτευτείτε.
το βυτιο
Ερωτευτείτε τη διανόηση που δεν δέχεται να πρωταγωνιστήσει, που δεν βγαίνει το μεσημέρι στη ΝΕΤ, που δεν μπερδεύει την μετριοπάθεια με τις ίσες αποστάσεις και την εξαθλίωση με το αναπόφευκτο. Τη διανόηση που πολεμά το αναπόφευκτο, που παθιάζεται, που καίγεται από αγάπη και αγωνία, που βρίσκει τη θέση της όταν ανάβει η μάχη. Τη διανόηση που φτύνει τον κόρφο της όταν την αποκαλείς διανόηση.
Ερωτευτείτε τους τραγουδιστές που δεν πήγαν ποτέ στον Σπύρο Παπαδόπουλο, που δεν ήπιαν στην υγειά μας, που δεν γλέντησαν εκ μέρους μας ένα κάποιο Σάββατο. Ας πιούμε στην υγειά τους
Αυτούς που τραγούδησαν το τίποτα δεν πάει χαμένο φτύνοντας το πιο πικρό σφίξιμο της καρδιάς τους.
Αυτούς που κλαίνε ξαφνικά και δίχως λόγο.
Ερωτευτείτε τα καφενεία του Γκόρπα, τα μπαρ του καλοκαιριού, τα τραπεζάκια έξω, το τάβλι δύο γέρων έξω απ’ τα άδεια μαγαζιά τους, τα σουβλάκια στα σκαλάκια των πολυκατοικιών, τις μπύρες στα δύο και το κορίτσι που περνάει ρίχνοντας λοξές ματιές.
Τα ξυπόλυτα κορίτσια, τα κορίτσια που δεν ποζάρουν, τα κορίτσια του Ιουλίου, των αόρατων νησιών, τα κορίτσια με τα αλατισμένα μαλλιά και την κόκκινη μύτη. Αυτά είναι ο πραγματικός κόσμος, η αλήθεια, το τέλος και η άκρη του νοήματος.
Τους αδύναμους. Δείτε. Η κούτα του άστεγου, το στοίβαγμα του μετανάστη, η αναζήτηση φαγητού στα σκουπίδια, ο απλήρωτος λογαριασμός. Υπάρχουμε και για να αναποδογυρίσουμε αυτό το ασυνάρτητο σύμπαν.
Ερωτευτείτε τους αυτόχειρες των χρόνων που ζούμε. Τρέξτε κοντά τους, απλώστε το χέρι, σταθείτε προσοχή. Αν δεν καταφέρετε να συγκρατήσετε το κορμί τους, πριν αυτό αιωρηθεί οριστικά και αμετάκλητα, κρεμαστείτε μαζί τους.
Αυτόν που έγραψε πρώτος το «οι μπάτσοι είναι παντού, αλλά ο έρωτας μας κάνει αόρατους» και αυτόν που το φωτογράφησε και αυτόν που το έκανε ριτουίτ και αυτόν που χαμογέλασε βλέποντάς το.
Ερωτευτείτε την πληγή του κυνηγημένου ξένου. Το φόβο του ανθρώπου χωρίς χαρτιά. Τη μοναξιά του ανθρώπου που πέρασε μέσα απ’ τις νάρκες και τα κύματα, για να πέσει απ’ το λυσσασμένο μαχαίρι του φασίστα.
Τους διαδηλωτές, που ανεβοκατεβαίνουν την Πανεπιστημίου, φωνάζοντας αλληλεγγύη, φωνάζοντας ελευθερία. Τις ομάδες σε γειτονιές και συνοικίες, που μαζεύουν ρούχα, που μαζεύουν φαγητά, ταινίες, υλικά και ανταλλάσσουν τα πάντα εκτός από χρήματα.
Αυτούς που βαριούνται να μιλήσουν για τη δουλειά ή τα λεφτά. Αυτούς που σου λένε το αγαπημένο τους χρώμα, το τραγούδι της εφηβείας τους, που θυμούνται το πρώτο κορίτσι που φίλησαν με τρυφερότητα και αυτούς που, σαν τον Χόλντεν, όταν λένε καριέρα, εννοούν να προσέχουν τα παιδιά που παίζουν σε ένα τεράστιο γήπεδο κλοτσώντας μπάλες πάνω κάτω και τραγουδώντας στίχους χωρίς λόγια, μόνο λα λα λα.
Τον Ντουρούτι, τον Ηλία Λάγιο και τον κλόουν του Μπελ. Τον Νίκο Καρούζο που πλήρωνε τα ποτά του με αυτοσχέδια ποιήματα σε χαρτοπετσέτες.
Ερωτευτείτε αυτούς που δεν κωλώνουν μπροστά στο ανέφικτο, αυτούς που πιστεύουν στα θαύματα που δεν έχουν εξήγηση, αλλά ούτε θρησκευτική προέλευση, αυτούς που αγαπούν τον ορθό λόγο επειδή υπηρετεί τον άνθρωπο και όχι το ανάποδο και αυτούς που δεν πίστεψαν σε οτιδήποτε ειπώθηκε οποτεδήποτε σε δελτίο ειδήσεων.
Αυτούς που κολύμπησαν νύχτα μεθυσμένοι και αυτούς που πνίγηκαν επειδή δεν άντεξαν τη σκληρότητα του κόσμου.
Ερωτευτείτε την φωνή του Αργύρη Μπακιρτζή, το «Θεέ μου μεγαλοδύναμε» και το παιδί που σφίγγει
μια πέτρα στο χέρι, χωρίς να είναι σίγουρο ότι έχει δίκιο. Στα κρυφά, στη σιωπή, είμαστε σίγουροι ότι τουλάχιστον δεν έχει άδικο.
Τον Χρήστο Βακαλόπουλο που έλεγε για τον Αύγουστο του Νίκου Παπάζογλου, «το τραγούδι δεν είναι ερωτικό, αλλά ερωτευμένο». Μην δίνετε σημασία σε οτιδήποτε είναι ερωτικό, αλλά όχι ερωτευμένο.
Την Άννα Καρίνα, την Μόνικα Βίτι, τη σερβιτόρα της διπλανής καφετέριας, την Ροζάριο Ντόσον και όλες τις γυναίκες που έχουν αίμα μπερδεμένο, αίμα που έρχεται από δύο ή τρεις ηπείρους.
Ερωτευτείτε τον πατέρα κάποιου γαμπρού που με το τσιγάρο στο στόμα, μεθυσμένος, χορεύει το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας. Ερωτευτείτε το αχ Παναγιά μου, στο τέλος κάθε τέτοιας μουσικής.
Αυτόν που έγραψε, «μην αγαπάς τον πλησίον, αλλά πλησίασε τον αγαπώντα».
Την πιο μικρή ελιά στην κοιλιά της, τον απογευματινό ύπνο κάτω απ’ το αρμυρίκι ή την καρυδιά, την πιο λεπτή ειρωνεία, το παγάκι, την παρέα που κλαίει γελώντας και τη βουβαμάρα του καταστρώματος της επιστροφής.
Ερωτευτείτε το κορίτσι μου. Κάθε πρωί, κάθεται νυσταγμένη στην άκρη του κρεβατιού με γερμένους τους ώμους και τα χέρια να κρέμονται σαν τεράστιο εκκρεμές. Αυτή η εικόνα είναι η ασπίδα, η μολότοφ και το φωτόσπαθο που κρατάω στη χούφτα μου και με κάνει ιπτάμενο, απίθανο και ανήλικο.
Ερωτευτείτε το κορίτσι που περνάει δίπλα σας εδώ και τώρα.
Ερωτευτείτε.
το βυτιο