Ηταν κάποτε η Ελλάδα...
Του Τάκη Θεοδωρόπουλου
Στη δεκαετία του '50 η Ελλάδα ήταν μια φτωχή χώρα η οποία, αν και είχε πολεμήσει στο πλευρό των νικητών του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, είχε ηττηθεί από τον ίδιο της τον εαυτό. Η δημοκρατία της ήταν νοθευμένη και οι πολιτικές ελευθερίες ήταν στη διάκριση των νικητών του Εμφυλίου. Οι υποδομές ήταν υποτυπώδεις και το κοινωνικό κράτος ήταν μια έννοια που ακόμη δεν είχε εφευρεθεί.
Ο αγρότης, αυτός που είχε ξεμείνει στο χωριό και δεν είχε πάρει το τρένο για τη Γερμανία ή το φορτηγό για να γίνει θυρωρός στην Αθήνα, σηκωνόταν αχάραγα για να πάει στο χωράφι του. Δεν είχε βοήθεια από κανέναν και τα πέντε κολλυβογράμματα που ήξερε, αν τα ήξερε, τον βοηθούσαν μόνον να ελπίζει ότι το παιδί του, αν αυτός σκοτωνόταν στη δουλειά, θα γινόταν «καλύτερος άνθρωπος». Θα μάθαινε τα γράμματα που αυτός δεν είχε μάθει, για να μπορεί ο ίδιος να λέει «το παιδί μου είναι επιστήμονας».
Για να πάει στην πόλη έπαιρνε ένα λεωφορείο που βογκούσε σε δρόμους ανοιγμένους από τον Στρατό, το Ι.Χ. ώς τη δεκαετία του '70 ήταν είδος πολυτελείας, αν αρρώσταινε δεν έβρισκε νοσοκομείο, όμως ήταν πολιτισμένος. Η Ψωροκώσταινα είχε πολιτισμό, τον πολιτισμό του ανθρώπου που σέβεται ό,τι τον ξεπερνάει και ψάχνει να βρει τους τρόπους για να το κατακτήσει.
Η μεταπολεμική Ελλάδα δεν έβγαλε μεγάλους πολιτικούς. Υπάρχουν βέβαια και οι εξαιρέσεις, όμως η πολιτική ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας είναι μια ιστορία αποτυχιών που κατέληξαν στο πραξικόπημα του '67. Εβγαλε όμως μεγάλους δημιουργούς. Δεν χρειάζεται να τους απαριθμήσω, όμως από τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι ώς τον Καζαντζάκη, τον Τσαρούχη, τον Κουν, τον Σεφέρη και τον Ελύτη, όλοι αυτοί υπήρξαν παιδιά της Ψωροκώσταινας. Χωρίς καμία διάθεση νοσταλγίας θα πω πως αν κάτι μας συμφιλιώνει ακόμη και σήμερα με τη ζωή σ' αυτή τη χώρα είναι τα έργα που μας κληροδότησε η Ψωροκώσταινα.
Οταν είδαμε τους πρώτους αλβανούς πρόσφυγες να φτάνουν στα χωριά και στις πόλεις τη δεκαετία του '90 τρομάξαμε, γιατί οι φυσιογνωμίες τους μας θύμιζαν την Ψωροκώσταινα που κανείς μας δεν ήθελε να θυμάται και προσπαθήσαμε να τους απωθήσουμε, σαν τους εφιάλτες της παιδικής ηλικίας. Γιατί στη δεκαετία του '90 πιστεύαμε πως η Ελλάδα είχε πάει πολύ μπροστά. Είχαμε αρχίσει να αποκτούμε αυτοκινητόδρομους, έστω και τσάτρα πάτρα, βάζαμε κλιματισμό, το Ι.Χ. δεν ήταν πια είδος πολυτελείας και το χρήμα των επιδοτήσεων επέτρεπε στον αγρότη να μη σηκώνεται αχάραγα.
Κι αν τώρα αυτός ο αγρότης ήθελε το παιδί του να σπουδάσει δεν ήταν για να γίνει «καλύτερος άνθρωπος» αλλά για να μπορέσει να πάρει το χαρτί της σχετικής αργομισθίας. Είχε αποκτήσει χρήματα, είχε κερδίσει μια ανετότερη ζωή, αλλά είχε χάσει τον πολιτισμό του. Και παρέδωσε τη ζωή του στους πολιτικούς οι οποίοι τον έπεισαν ότι αυτοί μόνον μπορούσαν να του εξασφαλίσουν τη δημοκρατία, η οποία στο μυαλό του, και όχι μόνον του αγρότη, ήταν το άθροισμα των κεκτημένων της ευμάρειας.
Γιατί η νεόπλουτη Ελλάδα δεν μπόρεσε να κρατήσει το καλύτερο που της είχε αφήσει ως κληρονομιά η Ψωροκώσταινα. Και δεν μπόρεσε γιατί δεν ήξερε. Απαξιώνοντας την Παιδεία, αναθέτοντας στη δημιουργία τον ρόλο του διακοσμητή της πολιτικής, έφτιαξε την σαρδανάπαλη ζωή που τώρα καταρρέει. Και η ίδια αναρωτιέται, σαν διακορευμένη παρθένα, πόσο χαμηλά έπεσε. Χωρίς καμία νοσταλγική διάθεση, μήπως θα έπρεπε να αναζητήσει τις διεξόδους σ' αυτό που κάποτε υπήρξε, τότε που η μόρφωση ήταν στόχος ζωής και οι δημιουργοί ξεχώριζαν σαν τα διαμάντια μες στη λάσπη;