Αντιθέσεις
Του ΓΙΩΡΓΟΥ Χ.ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ
Νέα αφήγηση, νέα εμπνέουσα αξία, αξιοπρέπεια, εθνική ανεξαρτησία(δεν είμαστε προτεκτοράτο), λέξεις και φράσεις που απευθύνονται στους υποφέροντες και τους υπομένοντες τα πάνδεινα εργαζόμενους και συνταξιούχους.
Στόχος η μείωση των κλυδωνισμών στο εσωτερικό των κομματικών σχηματισμών των κυβερνητικών εταίρων αλλά και της ελαχιστοποίησης του πολιτικού κόστους στο πλαίσιο της κοινωνίας. Κάποιοι θεωρούν ότι οι αντιδράσεις της τρικομματικής στήριξης ελληνικής κυβέρνησης αφορούν στην κατάθεση της περίφημης δόσης των 31,5 δις ευρώ σε δεσμευμένο λογαριασμό(Σπήγκελ).
Άλλοι, ότι οι νέες αλλαγές στα εργασιακά θα δώσουν τη χαριστική βολή στον ήδη διαλυμένο κοινωνικό ιστό με την τεράστια ανεργία και την εμφανή πλέον ανθρωπιστική κρίση. Γι’ αυτό τα εργασιακά συνιστούν την τελευταία γραμμή άμυνας της κυβέρνησης έναντι της τρόικας.
Η τελευταία, όμως, δεν φαίνεται να νοιάζεται και πολύ για τη δυστυχία της ελληνικής κοινωνίας παρά το γεγονός ότι σε ολόκληρη την Ευρώπη μιλούν γι’ αυτή. «Η Ελλάδα υποφέρει, η λιτότητα σκοτώνει» είναι ο τίτλος εκπομπής στο ράδιο France Inter. Αλλά ισχυρότερη απόδειξη της εξαθλίωσης των Ελλήνων δίδεται από τους ίδιους τους μηχανισμούς της Κομισιόν και συγκεκριμένα από το Eurostat, που αναφέρεται στον κίνδυνο των ανέργων της Γερμανίας να πέσουν κάτω από το όριο της φτώχειας, καθώς το 70% των ανέργων διαθέτουν εισόδημα κάτω από τα 952 ευρώ μηνιαίως(πηγή Le Monde).
Το ποσό αυτό είναι κάτω από το 60% του μέσου εισοδήματος των Γερμανών συνιστώντας τη λεγόμενη «σχετική φτώχεια». Αν αυτό, όμως, ισχύει για τους ανέργους της Γερμανίας, τι να πούμε οι Έλληνες, όπου ο κατώτατος μισθός είναι 586 ευρώ μηνιαίως, δηλαδή το μισό του «σχετικά φτωχού» Γερμανού άνεργου; Γιατί, άραγε, η εύλογη ευαισθησία για τους Γερμανούς άνεργους και η αναισθησία για την κατάσταση των Ελλήνων μισθωτών και συνταξιούχων και πιο πολύ των ανέργων; Γιατί οι πρώτοι ανήκουν στην ηγεμονική δύναμη της Ευρώπης, τη Γερμανία. Αλλά, πρωτίστως, γιατί αυτοί πρέπει με την αυξημένη κατανάλωσή τους –λόγω της μείωσης της κατανάλωσης στον ευρωπαϊκό νότο- να σηκώσουν το βάρος της γερμανικής παραγωγής.
Στο πολιτικό επίπεδο, η καλύτερη κατάσταση των Γερμανών εργαζομένων, έναντι των λοιπών Ευρωπαίων, τους στρέφει εύκολα εναντίον των εργαζόμενων των περιφερειακών χωρών του νότου(ένα ξεροκόμματο παραπάνω στους Άγγλους εργάτες,επιτρέπει στην αγγλική αστική τάξη να τους στρέφει εύκολα εναντίον των Ιρλανδών συναδέλφων τους-Ιρανδικό ζήτημα, Κ. Μαρξ). Πέραν τούτων, το χάσμα των «πάνω» και των «κάτω» μεγαλώνει, ενώ ο πλούτος συγκεντρώνεται σε όλο και λιγότερα χέρια.
Ήδη από την αρχή της κρίσης, το 2008, το 50% των πιο φτωχών γερμανικών νοικοκυριών κατείχαν το 1% του εθνικού πλούτου, ενώ το 10% των πιο πλούσιων Γερμανών κατείχε το 53% αντιστοίχως(Eurostat).
Σήμερα, η συγκεντροποίηση του πλούτου έχει γίνει ακόμη μεγαλύτερη. Τούτων δοθέντων, καθίσταται πρόδηλο ότι στην Ευρώπη υπάρχει μία βασική αντίθεση μεταξύ βορρά-νότου και μία αντίθεση στο εσωτερικό των διαφόρων κρατών μεταξύ των «πάνω» και των «κάτω», με τις μεσαίες τάξεις να έχουν εξαερωθεί πλήρως, ενώ χώρες όπως η Ελλάδα παραπέμπουν πλέον στην Ιρλανδία του 19ου αιώνα, στην εποχή της μεγάλης πείνας.
Νέα αφήγηση, νέα εμπνέουσα αξία, αξιοπρέπεια, εθνική ανεξαρτησία(δεν είμαστε προτεκτοράτο), λέξεις και φράσεις που απευθύνονται στους υποφέροντες και τους υπομένοντες τα πάνδεινα εργαζόμενους και συνταξιούχους.
Στόχος η μείωση των κλυδωνισμών στο εσωτερικό των κομματικών σχηματισμών των κυβερνητικών εταίρων αλλά και της ελαχιστοποίησης του πολιτικού κόστους στο πλαίσιο της κοινωνίας. Κάποιοι θεωρούν ότι οι αντιδράσεις της τρικομματικής στήριξης ελληνικής κυβέρνησης αφορούν στην κατάθεση της περίφημης δόσης των 31,5 δις ευρώ σε δεσμευμένο λογαριασμό(Σπήγκελ).
Άλλοι, ότι οι νέες αλλαγές στα εργασιακά θα δώσουν τη χαριστική βολή στον ήδη διαλυμένο κοινωνικό ιστό με την τεράστια ανεργία και την εμφανή πλέον ανθρωπιστική κρίση. Γι’ αυτό τα εργασιακά συνιστούν την τελευταία γραμμή άμυνας της κυβέρνησης έναντι της τρόικας.
Η τελευταία, όμως, δεν φαίνεται να νοιάζεται και πολύ για τη δυστυχία της ελληνικής κοινωνίας παρά το γεγονός ότι σε ολόκληρη την Ευρώπη μιλούν γι’ αυτή. «Η Ελλάδα υποφέρει, η λιτότητα σκοτώνει» είναι ο τίτλος εκπομπής στο ράδιο France Inter. Αλλά ισχυρότερη απόδειξη της εξαθλίωσης των Ελλήνων δίδεται από τους ίδιους τους μηχανισμούς της Κομισιόν και συγκεκριμένα από το Eurostat, που αναφέρεται στον κίνδυνο των ανέργων της Γερμανίας να πέσουν κάτω από το όριο της φτώχειας, καθώς το 70% των ανέργων διαθέτουν εισόδημα κάτω από τα 952 ευρώ μηνιαίως(πηγή Le Monde).
Το ποσό αυτό είναι κάτω από το 60% του μέσου εισοδήματος των Γερμανών συνιστώντας τη λεγόμενη «σχετική φτώχεια». Αν αυτό, όμως, ισχύει για τους ανέργους της Γερμανίας, τι να πούμε οι Έλληνες, όπου ο κατώτατος μισθός είναι 586 ευρώ μηνιαίως, δηλαδή το μισό του «σχετικά φτωχού» Γερμανού άνεργου; Γιατί, άραγε, η εύλογη ευαισθησία για τους Γερμανούς άνεργους και η αναισθησία για την κατάσταση των Ελλήνων μισθωτών και συνταξιούχων και πιο πολύ των ανέργων; Γιατί οι πρώτοι ανήκουν στην ηγεμονική δύναμη της Ευρώπης, τη Γερμανία. Αλλά, πρωτίστως, γιατί αυτοί πρέπει με την αυξημένη κατανάλωσή τους –λόγω της μείωσης της κατανάλωσης στον ευρωπαϊκό νότο- να σηκώσουν το βάρος της γερμανικής παραγωγής.
Στο πολιτικό επίπεδο, η καλύτερη κατάσταση των Γερμανών εργαζομένων, έναντι των λοιπών Ευρωπαίων, τους στρέφει εύκολα εναντίον των εργαζόμενων των περιφερειακών χωρών του νότου(ένα ξεροκόμματο παραπάνω στους Άγγλους εργάτες,επιτρέπει στην αγγλική αστική τάξη να τους στρέφει εύκολα εναντίον των Ιρλανδών συναδέλφων τους-Ιρανδικό ζήτημα, Κ. Μαρξ). Πέραν τούτων, το χάσμα των «πάνω» και των «κάτω» μεγαλώνει, ενώ ο πλούτος συγκεντρώνεται σε όλο και λιγότερα χέρια.
Ήδη από την αρχή της κρίσης, το 2008, το 50% των πιο φτωχών γερμανικών νοικοκυριών κατείχαν το 1% του εθνικού πλούτου, ενώ το 10% των πιο πλούσιων Γερμανών κατείχε το 53% αντιστοίχως(Eurostat).
Σήμερα, η συγκεντροποίηση του πλούτου έχει γίνει ακόμη μεγαλύτερη. Τούτων δοθέντων, καθίσταται πρόδηλο ότι στην Ευρώπη υπάρχει μία βασική αντίθεση μεταξύ βορρά-νότου και μία αντίθεση στο εσωτερικό των διαφόρων κρατών μεταξύ των «πάνω» και των «κάτω», με τις μεσαίες τάξεις να έχουν εξαερωθεί πλήρως, ενώ χώρες όπως η Ελλάδα παραπέμπουν πλέον στην Ιρλανδία του 19ου αιώνα, στην εποχή της μεγάλης πείνας.