Τέλος...
του Γιάννη Γερμανού
Όταν την είδε, δεν σταμάτησε ο χρόνος. Τι μπαρούφες λέμε οι άνθρωποι σε απέλπιδα προσπάθεια να ψηλαφίσουμε το ανεξήγητο! Γιατί αχαρτογράφητη περιοχή της ζωής είναι ο έρωτας και το χαντάκι που μέσα εκεί σε ρίχνει, ποτέ δε θα το τσιμεντώσεις. Είχε βάλει τα ακουστικά, στο ράδιο κάποιος ενημέρωνε ότι «ακόμη ένα πακέτο μέτρων κόστους 7,5 δισ. ευρώ ενδέχεται να προστεθεί στον προϋπολογισμό του 2013». Προχώρησε πιο γρήγορα πάνω στον πεζόδρομο.
Ο χρόνος δεν σταμάτησε, όταν αντάλλαξαν δυο κουβέντες τυπικές και δυο ματιές ουσιαστικές. Αντιθέτως, μάλλον πατήθηκε ερήμην το fast-forward στην ταινία. Αισθάνθηκε ξάφνου ότι η ζωή είναι μικρή, οι μέρες κι οι ώρες μετρημένες. Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε, κάθε στιγμή, φαινόταν ότι φορτώνεται στην πλάτη του. Έπρεπε να βιαστεί να τη γνωρίσει και να της συστηθεί: όνομα, ιδιότητα, ενδιαφέροντα – αλλά κυρίως ρήγματα, πτώσεις κι ανησυχίες. Πότε θα προλάβει να της παρουσιαστεί ολόκληρος, ακέραιος; Πότε θα της καταθέσει το απόθεμα μιας μικρής ζωής και πότε θα λάβει ό,τι ίσως δικαιούται;
Αν ο χρόνος δεν καταδυνάστευε τους ανθρώπους εξυπαρχής, κι αν βέβαια οι αισθήσεις δεν μετριούνταν μόνο πέντε, ως είθισται, αλλά όσες όντως είναι, θα μπορούσε ίσως να προβλέψει την εξέλιξη της σχέσης τους. Ενορατικά να παρουσιαστεί μπροστά στα μάτια του μια σκηνή λίγο πριν το τέλος τους. Καλύτερα, ναι, μελό όσο δεν πάει, πιασμένοι χέρι – χέρι σε προχωρημένη ηλικία, με ρυτίδες και αυλακιές στο δέρμα και την καρδιά. Μόνο αυτό μετράει, ποιος δίνει δεκάρα για το πώς ξεκινά το ταξίδι, σημασία έχει τι σημάδια αφήνει. Μελό, καλύτερα.
«Κι άλλα μέτρα», έγραφαν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων που κρέμονταν σαν αγγελτήρια θανάτου. Εκείνος όμως βρίσκεται σε περίεργη, σχεδόν πυρετώδη κατάσταση, να μετρά τα δευτερόλεπτα που περνούν άσκοπα (πότε έγινε άσκοπη η ζωή του;), χωρίς να μπορείς να δείξεις σε κάποιον την άλλη σου πλευρά. Όχι την ωραιοποιημένη πρώτη εικόνα, με τις τυπικές κουβέντες, τα αρώματα, τους καθωσπρεπισμούς, τη βεβιασμένη χαλαρότητα, αλλά την πραγματικότητα της αδυναμίας, του συμβιβασμού, της ανοιχτής πληγής.
Να είσαι εκεί όταν το παραμύθι διαλυθεί, όταν σε βάψει με αίμα, και σε βαρύνει μιαν αδυσώπητη πραγματικότητα. Πιάσε το χέρι μου, γιατί ο δρόμος των δύο ποτέ δε θα είναι κοινός, αυτά γίνονται μόνο στο σινεμά και στα άρλεκιν – δύο άνθρωποι χωρίζονται από μια άβυσσο. Πιάσε το χέρι μου, να περπατήσουμε μαζί αλλά σε μονοπάτια ξεχωριστά, να διαγράψουμε πορείες παράλληλες, να με σηκώσεις από χαμηλά, να με τραβήξεις να προχωρήσω – δυο άνθρωποι γίνονται ένα μπροστά στην άβυσσο. Να φτάσουμε στο τέλος ή να αντέξουμε δυο διαφορετικά τέλη: ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά, με την πρωταρχική έννοιά τους, να επιτύχουμε σκοπούς που δεν ευτελίζουν την ύπαρξη αλλά την εμπλουτίζουν, σκοπούς που αξίζουν, που μετράνε.
Πέρασε από ένα περίπτερο και αγόρασε ένα πακέτο τσίχλες, που για όλο τον κόσμο είχαν γεύση δυόσμου, για εκείνον όμως είχαν τη γεύση του πρώτου φιλιού, και άκουσε μια φωνή που σε κάποιον άλλο κόσμο, τόσο μακρινό σαν ψεύτικο, απευθυνόταν στους ακροατές με τα λόγια: «...τελείωσαν εδώ τα μέτρα». Έβαλε στην τσέπη το πρασινωπό πακέτο με τις τσίχλες και είπε στον περιπτερά γελαστός «αντίστροφα έπρεπε να το πει, το θέμα δεν είναι αν τελειώνουν τα μέτρα, το θέμα είναι αν μετρά το τέλος…»
Ο φαλακρός άντρας πίσω απ’ τον πάγκο, που παρακολουθούσε το διάγγελμα σε μια μίνι τηλεόραση χωμένη κάπου στο βάθος, ένευσε λέγοντας «άσ’ τα ρε γαμώτο» συγκαταβατικά, και σκέφτηκε πως δεν κρύβεται με τίποτα ο νεανικός έρωτας, αυτός που μαγικά χειραγωγεί το βλέμμα και τα λόγια, που τραβά ένα παράταιρο χαμόγελο αντοχής μέσα στην κόλαση των πρόσθετων μέτρων, αυτός που πονάει όταν απλώς τον αναπολείς μέσα σε ένα περίπτερο στην Αιόλου και, άσ’ τα ρε γαμώτο, δεν πρόκειται έτσι να τον ξαναζήσεις.
Όταν την είδε, δεν σταμάτησε ο χρόνος. Τι μπαρούφες λέμε οι άνθρωποι σε απέλπιδα προσπάθεια να ψηλαφίσουμε το ανεξήγητο! Γιατί αχαρτογράφητη περιοχή της ζωής είναι ο έρωτας και το χαντάκι που μέσα εκεί σε ρίχνει, ποτέ δε θα το τσιμεντώσεις. Είχε βάλει τα ακουστικά, στο ράδιο κάποιος ενημέρωνε ότι «ακόμη ένα πακέτο μέτρων κόστους 7,5 δισ. ευρώ ενδέχεται να προστεθεί στον προϋπολογισμό του 2013». Προχώρησε πιο γρήγορα πάνω στον πεζόδρομο.
Ο χρόνος δεν σταμάτησε, όταν αντάλλαξαν δυο κουβέντες τυπικές και δυο ματιές ουσιαστικές. Αντιθέτως, μάλλον πατήθηκε ερήμην το fast-forward στην ταινία. Αισθάνθηκε ξάφνου ότι η ζωή είναι μικρή, οι μέρες κι οι ώρες μετρημένες. Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε, κάθε στιγμή, φαινόταν ότι φορτώνεται στην πλάτη του. Έπρεπε να βιαστεί να τη γνωρίσει και να της συστηθεί: όνομα, ιδιότητα, ενδιαφέροντα – αλλά κυρίως ρήγματα, πτώσεις κι ανησυχίες. Πότε θα προλάβει να της παρουσιαστεί ολόκληρος, ακέραιος; Πότε θα της καταθέσει το απόθεμα μιας μικρής ζωής και πότε θα λάβει ό,τι ίσως δικαιούται;
Αν ο χρόνος δεν καταδυνάστευε τους ανθρώπους εξυπαρχής, κι αν βέβαια οι αισθήσεις δεν μετριούνταν μόνο πέντε, ως είθισται, αλλά όσες όντως είναι, θα μπορούσε ίσως να προβλέψει την εξέλιξη της σχέσης τους. Ενορατικά να παρουσιαστεί μπροστά στα μάτια του μια σκηνή λίγο πριν το τέλος τους. Καλύτερα, ναι, μελό όσο δεν πάει, πιασμένοι χέρι – χέρι σε προχωρημένη ηλικία, με ρυτίδες και αυλακιές στο δέρμα και την καρδιά. Μόνο αυτό μετράει, ποιος δίνει δεκάρα για το πώς ξεκινά το ταξίδι, σημασία έχει τι σημάδια αφήνει. Μελό, καλύτερα.
«Κι άλλα μέτρα», έγραφαν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων που κρέμονταν σαν αγγελτήρια θανάτου. Εκείνος όμως βρίσκεται σε περίεργη, σχεδόν πυρετώδη κατάσταση, να μετρά τα δευτερόλεπτα που περνούν άσκοπα (πότε έγινε άσκοπη η ζωή του;), χωρίς να μπορείς να δείξεις σε κάποιον την άλλη σου πλευρά. Όχι την ωραιοποιημένη πρώτη εικόνα, με τις τυπικές κουβέντες, τα αρώματα, τους καθωσπρεπισμούς, τη βεβιασμένη χαλαρότητα, αλλά την πραγματικότητα της αδυναμίας, του συμβιβασμού, της ανοιχτής πληγής.
Να είσαι εκεί όταν το παραμύθι διαλυθεί, όταν σε βάψει με αίμα, και σε βαρύνει μιαν αδυσώπητη πραγματικότητα. Πιάσε το χέρι μου, γιατί ο δρόμος των δύο ποτέ δε θα είναι κοινός, αυτά γίνονται μόνο στο σινεμά και στα άρλεκιν – δύο άνθρωποι χωρίζονται από μια άβυσσο. Πιάσε το χέρι μου, να περπατήσουμε μαζί αλλά σε μονοπάτια ξεχωριστά, να διαγράψουμε πορείες παράλληλες, να με σηκώσεις από χαμηλά, να με τραβήξεις να προχωρήσω – δυο άνθρωποι γίνονται ένα μπροστά στην άβυσσο. Να φτάσουμε στο τέλος ή να αντέξουμε δυο διαφορετικά τέλη: ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά, με την πρωταρχική έννοιά τους, να επιτύχουμε σκοπούς που δεν ευτελίζουν την ύπαρξη αλλά την εμπλουτίζουν, σκοπούς που αξίζουν, που μετράνε.
Πέρασε από ένα περίπτερο και αγόρασε ένα πακέτο τσίχλες, που για όλο τον κόσμο είχαν γεύση δυόσμου, για εκείνον όμως είχαν τη γεύση του πρώτου φιλιού, και άκουσε μια φωνή που σε κάποιον άλλο κόσμο, τόσο μακρινό σαν ψεύτικο, απευθυνόταν στους ακροατές με τα λόγια: «...τελείωσαν εδώ τα μέτρα». Έβαλε στην τσέπη το πρασινωπό πακέτο με τις τσίχλες και είπε στον περιπτερά γελαστός «αντίστροφα έπρεπε να το πει, το θέμα δεν είναι αν τελειώνουν τα μέτρα, το θέμα είναι αν μετρά το τέλος…»
Ο φαλακρός άντρας πίσω απ’ τον πάγκο, που παρακολουθούσε το διάγγελμα σε μια μίνι τηλεόραση χωμένη κάπου στο βάθος, ένευσε λέγοντας «άσ’ τα ρε γαμώτο» συγκαταβατικά, και σκέφτηκε πως δεν κρύβεται με τίποτα ο νεανικός έρωτας, αυτός που μαγικά χειραγωγεί το βλέμμα και τα λόγια, που τραβά ένα παράταιρο χαμόγελο αντοχής μέσα στην κόλαση των πρόσθετων μέτρων, αυτός που πονάει όταν απλώς τον αναπολείς μέσα σε ένα περίπτερο στην Αιόλου και, άσ’ τα ρε γαμώτο, δεν πρόκειται έτσι να τον ξαναζήσεις.