Αγαπώ την πατρίδα σημαίνει αγαπώ τους ανθρώπους
«Η ιστορία γράφεται με λίγο φως και αίμα
πολύ», είπε ο Νικηφόρος Βρεττάκος στην «Οδύνη», το μνημειώδες,
αυτοβιογραφικό χρονικό της κατοχικής περιόδου.
Και δεν θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει τούτη την κορυφαία αλήθεια, μήτε δικαιούται κανείς να λησμονήσει την ετερόκλητη σύνθεσή της. Διότι είναι μες στην ανθρώπινη συνείδηση που πρέπει να επιζήσει τούτη η σύνθεση της ιστορικής μνήμης. Να μην λησμονηθεί το φως, να μην περιφρονηθεί το αίμα, διότι τότε είναι που οι σκληρότερες πτυχές της, ανασύρονται, άγριες αρρώστιες που γυρνούν για να μας χαμηλώσουν το ανάστημα. Η ιστορική μνήμη συνιστά ένα από τα βασικότερα, αν όχι το βασικότερο συστατικό στοιχείο της εθνικής συνείδησης. Με άλλα λόγια μιλούμε για την ταυτότητα του έθνους μας, όταν μνημονεύουμε τις ηθικές κορυφές της ιστορίας.
Η μνήμη, τα κεκτημένα και οι δυστυχίες του παρελθόντος διαμορφώνουν την ψυχολογία μας, το ήθος και το ύφος μας. Ένας λαός, διαμορφώνει την αίσθησή του μέσα από την ιστορία την ίδια. Ετούτο απομένει από τη μνήμη, όταν αυτή ξαμακρύνει μες στα χρόνια, τις μελλούμενες εποχές. Η αγωνία για το αγέννητο ακόμη έθνος, η μικρασιατική καταστροφή, το έπος του 1940, όλες αυτές οι περίοδοι συνθέτουν τη σύγχρονη, ελληνική ιστορία. Μες στα όρια ετούτων των γεγονότων συμπυκνώνονται οι διδαχές, οι βασικές αλήθειες της ελληνικής ψυχής.
Οι παραδειγματισμοί ετούτων των ιστορικών περιόδων, αποτελούν τις αρχές, το αξιακό σύστημα πάνω στο οποίο ορθώνεται η μετέπειτα πραγματικότητα. Η περιφρόνηση και η λησμοσύνη των γεγονότων και των σχετικών, ιστορικών συμπερασμάτων συνιστά ένα λάθος ολέθριο, έναν κλονισμό σοβαρό, μια απειλητική διάσταση για τη σύγχρονη πραγματικότητα. Δεν υφίσταται τίποτε περισσότερο ενδεικτικό για την εθνική μας ταυτότητα, πέρα από τις καταγεγραμμένες καταστάσεις του παρελθόντος. Οι επικές, προγονικές αναμετρήσεις μας με τη θλίψη των εθνικών καταστροφών, η έξαρση, η οποία συνόδευσε τα υψηλά επιτεύγματά μας, συνιστούν ένα υλικό σπουδαίο. Δεν μιλούμε απλά για μια στείρα, εκπαιδευτική αναπαραγωγή των γεγονότων. Οι επισημάνσεις αυτές, η ανάδειξη του παρελθόντος μας στέκουν αναγκαία σημεία αναφοράς. Η θαρραλέα υπεράσπιση της ελευθερίας τον καιρό της δεύτερης, μεγάλης σφαγής, δεν αποτελεί ένα μνημειακό γεγονός, μα ένα κατόρθωμα, το οποίο υπερβαίνει την ψυχολογία μας, δημιουργώντας νέες κορυφές, καινούρια μέτρα και σταθμά για τις μελλούμενες γενιές.
Μια συνείδηση, η οποία δεν σχετίζεται φυσικά με τις εθνικιστικές κορώνες, που τίποτε δεν προσφέρουν στην εθνική συνείδηση, καθώς την ευτελίζουν και την υποβαθμίζουν. Μες στον καιρό των συγκλίσεων, της τελικής διαγραφής των εθνικών διαφορών , τα γεγονότα της ιστορικής μας μνήμης συνιστούν τα μόνα εχέγγυα για την προφύλαξη της συνείδησής μας, την επιβίωσή της μες στα καινούρια χρόνια.
Πλησιάζει μια ακόμη επέτειος της εθνικής εποποιίας, όπως καταγράφηκε στις ιστορικές σελίδες η αντίσταση στη χιτλερική θηριωδία. Πολλοί θα θεωρήσουν τα παραπάνω σχόλια ως μια απλή παράθεση ορολογιών με «εθνικό» χαρακτήρα, λόγια αναμασημένα στις εκφωνήσεις των βραδυνών δελτίων, τις ομιλίες των θεσμικών οργάνων στις λήξεις των παρελάσεων μιας σπαραγμένης σε πρότυπα αρρωστημένα, μαθητειώσας νεολαίας. Πολλοί θα θεωρήσουν άρθρα σαν αυτό, φτηνές αναδεύσεις ενός επαναλαμβανόμενα, ειπωμένου υλικού. Μα η θιγή τούτων των ζητημάτων, η υπενθύμισή τους δεν αφορά εκείνους. Οι επισημάνσεις αυτές αφορούν όσους πασχίζουν να θυμηθούν κάτι «ελληνικό», κάτι βαθιά δικό τους, μία σκοτεινή, λησμονημένη πλευρά της συνείδησής του που παρέμεινε έτσι, μες στη δίνη κρίσεων οικονομικής φύσεως. Σε τούτους απευθύνεται η διαπίστωση αυτή.
Σε εκείνους που κοπιάζουν να κρατήσουν σταθερούς τους ορισμούς, τις αφετηρίες τους, σε εκείνους που γυρεύουν να υπερασπίσουν μια ταυτότητα που δεν σχετίζεται με ακρότητες, άσκοπες εξάρσεις, φτηνές εξαργυρώσεις της ελληνικότητας. Μιλώ, -και δεν συνηθίζεται στα δοκιμιακά πρότυπα, η αναγωγή σε πρόσωπο, πρώτο ενικό-, για όλους όσους κρατούν διάφανη, φωτεινή, την ελύτεια, εκείνη προοπτική της πατρίδας μας, για αυτούς που αναγνωρίζουν στην ύπαρξή τους μια απερίγραπτη αισθητική με σαφείς ρίζες, με ξεκάθαρες αρχές. Δεν μιλώ για αυτούς που στήνουν στρατόπεδα συγκέντρωσης σε πόλεις φιλόξενες κάποτε, όπως η Κόρινθος, που απαξιώνουν την ανθρώπινη ζωή, για όσους συχνάζουν σε αγορές λαϊκές και συνθλίβουν τις ελπίδες των ανθρώπων, για αυτούς που χτυπούν με αλυσίδες νικημένους ανθρώπους εγώ δεν μιλώ και μήτε τούτο το κείμενο αξίζει να διαβαστεί από τέτοιες ψυχές.
Να αγαπάς την πατρίδα και να τη θυμάσαι, δεν σημαίνει κάτι αλλιώτικο από το να αγαπάς τους ανθρώπους και να τους θυμάσαι, δεν σημαίνει κάτι διαφορετικό από το αγαπάς καθολικά μια ιδέα, ένα πράγμα, έναν άνθρωπο, ένα όνειρο. Γιατί, δεν θυμάμαι ποιος ήταν εκείνος που είπε πως είναι οι άνθρωποι πατρίδες μας, πως σύνορά μας είναι ότι αγαπήσαμε περισσότερο και πως τα όρια αυτά αποκτούν ένα βάθος, έναν ορίζοντα μεγαλύτερο, μια ευρύτερη προοπτική όταν ανοίγουμε την ψυχή μας και όταν πλουτίζουμε με την πιο τρυφερή μας ελληνικότητα, σαν την παιδική, την καθημερινή μας μάχη.
Όταν υπερασπίζουμε την ανθρωπιά, όταν στεκόμαστε στο πλάι εκείνων που μας έχουν ανάγκη φτιάχνουμε καινούριες πατρίδες και τιμούμε τη ρίζα μας. Ο Νίκος Εγγονόπουλος, σχολίασε κάποτε πως «η ελληνικότητα δεν συνιστά θέμα καταγωγής, μα θέμα αγωγής.» Μιλώ για όσους συγκινούνται ακόμα στις σχολικές εορτές, με τις αναγνώσεις των ποιημάτων, με την αγνότητα των παιδιών που αναγνωρίζουν, δίχως να μπορούν να το περιγράψουν πως μια θυσία είναι ένα είδος προσευχής. Δεν μιλώ και δεν γράφω για κανέναν άλλο, μήτε η πατρίδα μου θυμάται αλλιώτικα μια σπουδαία και ουμανιστική συντριβή της.
Αυτά τα χνάρια καλώ καθένα να ακολουθήσει. Ετούτη είναι η αιτία που με κάνει να μιλώ.
24grammata / Απόστολος Θηβαίος
Και δεν θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει τούτη την κορυφαία αλήθεια, μήτε δικαιούται κανείς να λησμονήσει την ετερόκλητη σύνθεσή της. Διότι είναι μες στην ανθρώπινη συνείδηση που πρέπει να επιζήσει τούτη η σύνθεση της ιστορικής μνήμης. Να μην λησμονηθεί το φως, να μην περιφρονηθεί το αίμα, διότι τότε είναι που οι σκληρότερες πτυχές της, ανασύρονται, άγριες αρρώστιες που γυρνούν για να μας χαμηλώσουν το ανάστημα. Η ιστορική μνήμη συνιστά ένα από τα βασικότερα, αν όχι το βασικότερο συστατικό στοιχείο της εθνικής συνείδησης. Με άλλα λόγια μιλούμε για την ταυτότητα του έθνους μας, όταν μνημονεύουμε τις ηθικές κορυφές της ιστορίας.
Η μνήμη, τα κεκτημένα και οι δυστυχίες του παρελθόντος διαμορφώνουν την ψυχολογία μας, το ήθος και το ύφος μας. Ένας λαός, διαμορφώνει την αίσθησή του μέσα από την ιστορία την ίδια. Ετούτο απομένει από τη μνήμη, όταν αυτή ξαμακρύνει μες στα χρόνια, τις μελλούμενες εποχές. Η αγωνία για το αγέννητο ακόμη έθνος, η μικρασιατική καταστροφή, το έπος του 1940, όλες αυτές οι περίοδοι συνθέτουν τη σύγχρονη, ελληνική ιστορία. Μες στα όρια ετούτων των γεγονότων συμπυκνώνονται οι διδαχές, οι βασικές αλήθειες της ελληνικής ψυχής.
Οι παραδειγματισμοί ετούτων των ιστορικών περιόδων, αποτελούν τις αρχές, το αξιακό σύστημα πάνω στο οποίο ορθώνεται η μετέπειτα πραγματικότητα. Η περιφρόνηση και η λησμοσύνη των γεγονότων και των σχετικών, ιστορικών συμπερασμάτων συνιστά ένα λάθος ολέθριο, έναν κλονισμό σοβαρό, μια απειλητική διάσταση για τη σύγχρονη πραγματικότητα. Δεν υφίσταται τίποτε περισσότερο ενδεικτικό για την εθνική μας ταυτότητα, πέρα από τις καταγεγραμμένες καταστάσεις του παρελθόντος. Οι επικές, προγονικές αναμετρήσεις μας με τη θλίψη των εθνικών καταστροφών, η έξαρση, η οποία συνόδευσε τα υψηλά επιτεύγματά μας, συνιστούν ένα υλικό σπουδαίο. Δεν μιλούμε απλά για μια στείρα, εκπαιδευτική αναπαραγωγή των γεγονότων. Οι επισημάνσεις αυτές, η ανάδειξη του παρελθόντος μας στέκουν αναγκαία σημεία αναφοράς. Η θαρραλέα υπεράσπιση της ελευθερίας τον καιρό της δεύτερης, μεγάλης σφαγής, δεν αποτελεί ένα μνημειακό γεγονός, μα ένα κατόρθωμα, το οποίο υπερβαίνει την ψυχολογία μας, δημιουργώντας νέες κορυφές, καινούρια μέτρα και σταθμά για τις μελλούμενες γενιές.
Μια συνείδηση, η οποία δεν σχετίζεται φυσικά με τις εθνικιστικές κορώνες, που τίποτε δεν προσφέρουν στην εθνική συνείδηση, καθώς την ευτελίζουν και την υποβαθμίζουν. Μες στον καιρό των συγκλίσεων, της τελικής διαγραφής των εθνικών διαφορών , τα γεγονότα της ιστορικής μας μνήμης συνιστούν τα μόνα εχέγγυα για την προφύλαξη της συνείδησής μας, την επιβίωσή της μες στα καινούρια χρόνια.
Πλησιάζει μια ακόμη επέτειος της εθνικής εποποιίας, όπως καταγράφηκε στις ιστορικές σελίδες η αντίσταση στη χιτλερική θηριωδία. Πολλοί θα θεωρήσουν τα παραπάνω σχόλια ως μια απλή παράθεση ορολογιών με «εθνικό» χαρακτήρα, λόγια αναμασημένα στις εκφωνήσεις των βραδυνών δελτίων, τις ομιλίες των θεσμικών οργάνων στις λήξεις των παρελάσεων μιας σπαραγμένης σε πρότυπα αρρωστημένα, μαθητειώσας νεολαίας. Πολλοί θα θεωρήσουν άρθρα σαν αυτό, φτηνές αναδεύσεις ενός επαναλαμβανόμενα, ειπωμένου υλικού. Μα η θιγή τούτων των ζητημάτων, η υπενθύμισή τους δεν αφορά εκείνους. Οι επισημάνσεις αυτές αφορούν όσους πασχίζουν να θυμηθούν κάτι «ελληνικό», κάτι βαθιά δικό τους, μία σκοτεινή, λησμονημένη πλευρά της συνείδησής του που παρέμεινε έτσι, μες στη δίνη κρίσεων οικονομικής φύσεως. Σε τούτους απευθύνεται η διαπίστωση αυτή.
Σε εκείνους που κοπιάζουν να κρατήσουν σταθερούς τους ορισμούς, τις αφετηρίες τους, σε εκείνους που γυρεύουν να υπερασπίσουν μια ταυτότητα που δεν σχετίζεται με ακρότητες, άσκοπες εξάρσεις, φτηνές εξαργυρώσεις της ελληνικότητας. Μιλώ, -και δεν συνηθίζεται στα δοκιμιακά πρότυπα, η αναγωγή σε πρόσωπο, πρώτο ενικό-, για όλους όσους κρατούν διάφανη, φωτεινή, την ελύτεια, εκείνη προοπτική της πατρίδας μας, για αυτούς που αναγνωρίζουν στην ύπαρξή τους μια απερίγραπτη αισθητική με σαφείς ρίζες, με ξεκάθαρες αρχές. Δεν μιλώ για αυτούς που στήνουν στρατόπεδα συγκέντρωσης σε πόλεις φιλόξενες κάποτε, όπως η Κόρινθος, που απαξιώνουν την ανθρώπινη ζωή, για όσους συχνάζουν σε αγορές λαϊκές και συνθλίβουν τις ελπίδες των ανθρώπων, για αυτούς που χτυπούν με αλυσίδες νικημένους ανθρώπους εγώ δεν μιλώ και μήτε τούτο το κείμενο αξίζει να διαβαστεί από τέτοιες ψυχές.
Να αγαπάς την πατρίδα και να τη θυμάσαι, δεν σημαίνει κάτι αλλιώτικο από το να αγαπάς τους ανθρώπους και να τους θυμάσαι, δεν σημαίνει κάτι διαφορετικό από το αγαπάς καθολικά μια ιδέα, ένα πράγμα, έναν άνθρωπο, ένα όνειρο. Γιατί, δεν θυμάμαι ποιος ήταν εκείνος που είπε πως είναι οι άνθρωποι πατρίδες μας, πως σύνορά μας είναι ότι αγαπήσαμε περισσότερο και πως τα όρια αυτά αποκτούν ένα βάθος, έναν ορίζοντα μεγαλύτερο, μια ευρύτερη προοπτική όταν ανοίγουμε την ψυχή μας και όταν πλουτίζουμε με την πιο τρυφερή μας ελληνικότητα, σαν την παιδική, την καθημερινή μας μάχη.
Όταν υπερασπίζουμε την ανθρωπιά, όταν στεκόμαστε στο πλάι εκείνων που μας έχουν ανάγκη φτιάχνουμε καινούριες πατρίδες και τιμούμε τη ρίζα μας. Ο Νίκος Εγγονόπουλος, σχολίασε κάποτε πως «η ελληνικότητα δεν συνιστά θέμα καταγωγής, μα θέμα αγωγής.» Μιλώ για όσους συγκινούνται ακόμα στις σχολικές εορτές, με τις αναγνώσεις των ποιημάτων, με την αγνότητα των παιδιών που αναγνωρίζουν, δίχως να μπορούν να το περιγράψουν πως μια θυσία είναι ένα είδος προσευχής. Δεν μιλώ και δεν γράφω για κανέναν άλλο, μήτε η πατρίδα μου θυμάται αλλιώτικα μια σπουδαία και ουμανιστική συντριβή της.
Αυτά τα χνάρια καλώ καθένα να ακολουθήσει. Ετούτη είναι η αιτία που με κάνει να μιλώ.
24grammata / Απόστολος Θηβαίος