Ποιοι και γιατί κάνουν χούντες
“Μάθαμε” λοιπόν από ένα άρθρο του Βήματος της Κυριακής ότι ένα χρόνο πριν προετοιμαζόταν πραξικόπημα. Βεβαίως το εν λόγω άρθρο ελάχιστα διαφωτιστικό ήταν, καταδεικνύοντας παρεμπιπτόντως και άθελά του, τη διαφορά μεταξύ ρεπορτάζ που αποδεικνύει όσα ισχυρίζεται και σεναριολογίας που απλά συνδέει διάφορα γεγονότα και μπόλικες υποθέσεις.
Ωστόσο μιας και οι περισσότεροι δε διαθέτουμε προσβάσεις ούτε στην ΕΥΠ, ούτε στα ανώτατα κλιμάκια του στρατού ας ασχοληθούμε, προκειμένου να βγάλουμε ορισμένα κρίσμα συμπεράσματα, με το κεντρικό ζήτημα: ποιοι και γιατί κάνουν χούντες.
Η πραγματικότητα είναι καταρχήν ότι υπήρχαν φήμες ένα χρόνο πριν για μια τέτοια εξέλιξη. Ας μην ξεχνούμε μάλιστα ότι ήδη από το Δεκέμβρη του 2008 η συζήτηση για παρέμβαση του στρατού στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις έχει “νομιμοποιηθεί” εκ νέου. Είναι σαφές ότι ορισμένοι επικίνδυνοι κύκλοι επιθυμούν μια τέτοια εξέλιξη.
Επίσης όμως είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι οι χούντες δε γίνονται γιατί υπάρχει μια κάποια κοινωνική αναταραχή, που εκδηλώνεται με γιαουρτώματα, αποδοκιμασίες έστω και εις βάρος του προέδρου της δημοκρατίας ή γιατί μια παρέλαση διακόπτεται- παρότι όντως η απόφαση της σχολής ευελεπίδων να παρελάσει στην 28η Οκτώβρη του 2011 έγινε κατά παράβαση της στρατιωτικής ιεραρχίας και των διαταγών που έλαβαν, οπότε και εγείρεται ζήτημα ως προς το ποιο μήνυμα ήθελαν να στείλουν.
Επίσης χούντες δε γίνονται “λόγω της εκρύθμου δημιουργηθείσης καταστάσεως”- για να θυμηθούμε τα ανακοινωθέντα της 7ετίας- ακόμα και αν αυτές περιλαμβάνουν μια γενικευμένη αναταραχή ή και συγκρούσεις στις πόλεις της χώρας. Βεβαίως πάντα, κάθε χούντα χρησιμοποιεί τέτοιες καταστάσεις ως πρόσχημα. Για την 4η Αυγούστου ήταν οι απεργίες. Για την 21η Απριλίου ο κίνδυνος από την ΕΔΑ, τον Ανδρέα Παπανδρέου και γενικά ο κομμουνιστικός κίνδυνος που μαζί με τμήματα των συνοδοιπόρων από το κέντρο θα προωθούσε ιδέες ασύμβατες με τον “ελληνοχριστιανισμό”.
Πέρα από τα φτηνά προσχήματα όπως τα παραπάνω είναι σαφές ότι στις αστικές δημοκρατίες τα πραξικοπήματα δε γίνονται ούτε με πρωτοβουλία μιας ομάδας αξιωματικών μόνο και κυρίως, ούτε γιατί απλά υπάρχει κάποια αναταραχή. Τα πραξικοπήματα γίνονται από το κατεστημένο της χώρας ή τμήματά του, διότι η σταθεροποίηση του συσχετισμού υπέρ του, εντός κοινοβουλευτικού πλαισίου καθίσταται αδύνατη ή πολύ δύσκολη. Για να πετύχουν δε τα πραξικοπήματα, ειδικά στην Ελλάδα απαιτείται και η υποστήριξη από ισχυρά, ξένα συμφέροντα.
Τόσο λοιπόν η πλήρης πολιτειακή εκτροπή, όσο και η μερική αυταρχικοποίηση, ακόμα και όταν εκφράζεται από την κινητοποίηση του στρατού ή και συνδιαμορφώνεται από τμήματα του στρατού έχει στον πυρήνα της τις επιδιώξεις των δυνάμεων αυτών ακριβώς που μας μιλούν μέσα από τα γνωστά συγκροτήματα του τύπου, επισείοντας σήμερα τον κίνδυνο πραξικοπήματος και άυριο ίσως θα καλούν σε παρεμβάσεις του στρατού για να “ομαλοποιηθεί η κατάσταση”.
Η διατάραξη του συσχετισμού ισχύος μπορεί να προκύψει στην περίπτωση της Ελλάδας σήμερα, από δύο αιτίες που μπορεί να συντρέξουν είτε διαζευτικά, είτε σωρευτικά: πρώτον, εάν η εξωτερική στήριξη στον εγχώριο παρασιτιμό διακοπεί ή περιοριστεί, για τον όποιο λόγο, οπότε και τα συμφέροντα που σε κορυφαίο επίπεδο τον συναρθρώνουν θα νιώσουν να χάνουν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους. Άλλωστε χωρίς την υψηλή πατρωνεία από τον ξένο παράγοντα, το εγχώριο κατεστημένο δε στέκεται.
Η δεύτερη αιτία θα μπορούσε να είναι μια ταχεία ωρίμανση του λαϊκού παράγοντα που θα επιβάλλει μέσα από το αντίστοιχο κόμμα μια πλήρως εναλλακτική πολιτική ως προς τη σημερινή, θέτοντας τις βάσεις για ένα εναλλακτικό μοντέλο κοινωνικής και οικονομικής δομής. Σε μια τέτοια περίπτωση φυσικά δε μιλούμε για κοινωνική αναταραχή αλλά για ζυμωμένη επαναστατική πρωτοπορία που συγκρούεται όχι με τη βιτρίνα αλλά με τον πυρήνα του καθεστώτος.
Είναι προφανές λοιπόν πως πέρυσι τον Οκτώβριο δεν υπήρχε καμία από τις προαναφερθείσες αιτίες.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου αντιμετώπιζε μια κοινωνική αντίδραση πολύ έντονη σε σχέση με τα ειωθότα από το '74 και μετά αλλά που απείχε εξαιρετικά από το να προκαλεί έναν όντως συστημικό κίνδυνο. Ο ίδιος ο Παπανδρέου ήταν τόσο αποδυναμωμένος δε, λόγω της πολιτικής που άσκησε, ώστε αρκούσε το κοινοβουλευτικό πραξικόπημα ορισμένων βουλευτών του υπό τον Ε. Βενιζέλο, ώστε να τραπεί σε άτακτη φυγή και να παραδώσει την κυβέρνηση στον εκπρόσωπο του τραπεζικού κεφαλαίου, το Λ. Παπαδήμο.
Επιπλέον και παρά τις σφοδρές αντιδράσεις των “Μερκοζί” στην πρόταση Παπανδρέου για δημοψήφισμα, η άμεση υπαναχώρηση του τελευταίου και η εν γένει προσήλωση όλων των βασικών τότε κυβερνητικών παικτών διασφάλιζε τη συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής.
Αν λοιπόν δεν υπήρχαν προϋποθέσεις για εκτροπή, γιατί επανέρχεται το εν λόγω ζήτημα;
Η μία προφανής απάντηση είναι ότι συγκροτήματα του τύπου που χάνουν έδαφος σε σχέση με άλλα, εναγωνίως αναζητούν θέματα, σενάρια και υποθέσεις που μπορούν να τραβήξουν αναγνωστικό κοινό. Σκάνδαλο Καρούζου οι μεν, απόπειρα πραξικοπήματος οι δε.
Η δεύτερη εξήγηση είναι ότι πρόκεται για προληπτική, κατασταλτικού τύπου κινδυνολογία. Εδώ ακριβώς δένει με τη χυδαία συμψηφιστική θεωρεία που τόσο καθαρά μας είχαν δώσει λίγες Κυριακές πριν, αρθρογράφοι της Καθημερινής και άλλοι: η αριστερά συλλήβδην είναι άκρο. Η Χρυσή Αυγή το ίδιο, αν και αντλεί τη νομιμοποίησή της ως προς τέτοιες κινήσεις από τις ακρότητες τις αριστεράς. Άκρο είναι επίσης και η κοινωνική αντίδραση απέναντι σε μέτρα κοινωνικής ερημοποίησης, ειδικά όταν εκφράζεται, μέσα από την αριστερά και την πρόταξη εναλλακτικού στρατηγικής εξόδου από την κρίση. Αν λοιπόν εκτεταμένα στρώματα του πληθυσμού επιλέξουν τη σύγκρουση με την κυρίαρχη πολιτική και άρα την προσχώρηση στα άκρα διακινδυνεύουν να προκαλέσουν εκτροπή και πραξικόπημα. Οπότε οφείλουν να κάτσουν ήσυχα στη γωνιά τους.
Υπάρχει όμως και μια τρίτη αιτία, πολύ σοβαρότερη: η ζύμωση του λαού με αυτή τη λογική και η ψυχολογική προετοιμασία του ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο παύει να είναι αδιανόητο. Η δεύτερη εξήγηση στην οποία αναφέρθηκα αμέσως παραπάνω εμπεριέχει δηλαδή και μια υποκρυπτόμενη απειλή: ότι το κατεστημένο της χώρας δε θεωρεί ταμπού την επιλογή του πραξικοπήματος. Υπ' αυτήν την έννοια κάποια φερέφωνα του κατεστημένου γίνονται “λαγοί” της πιθανότητας πραγματοποίησης σεναρίων εκτροπής ή αυταρχικοποίησης. Απευθύνουν μια προειδοποίση: μνημόνια ή τανκς. Αργότερα θα μετατραπεί ενδεχομένως το παραπάνω δίλημμα σε ένα άλλο: μετάβαση στο νέο νόμισμα με την πολιτική του κατεστημένου ή τανκς. Η απειλή δε χρησιμοποιείται μόνο περιγραφικά και χωρίς σαφές υποκείμενο αλλά τίθεται στο τραπέζι ως πιθανή επιλογή.
Εν κατακλείδι, η ίδια η ένταση και το βάθος της κρίσης διαμορφώνουν ένα επισφαλές περιβάλλον για τη δημοκρατία όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και αλλού. Άρα υπ' αυτήν την έννοια σενάρια πραξικοπήματος θα υπάρχουν και ίσως κάποιοι αποπειραθούν να τα θέσουν σε κίνηση, αφού θα έχουν εμπεδώσει ένα αίσθημα αδιεξόδου στο λαό. Παράλληλα θα προχωρήσουν την αυταρχικοποίηση εις βάρος της δημοκρατίας μας, που ήδη υλοποιείται με κοινβουλευτικό μανδύα και εντός του κοινοβουλευτισμού. Πιθανότατα ωστόσο πέρυσι τέτοιο καιρό δεν κινδύνευσε η δημοκρατία. Κινδυνεύει όμως πλέον και θα κινδυνεύσει ακόμα περισσότερο στο μέλλον.
Ένα είναι βέβαιο πάντως: ότι τις όποιες σκέψεις και σχέδια εκτροπής δε θα τα αντιμετωπίσουν οι αντιδραστικοί και οι νεοφιλελεύθεροι. Μόνο ο λαός μπορεί να τα αντιμετωπίσει συγκρουόμενος με την πολιτική που εφαρμόζεται από το 2009 η οποία πατάει σε διαρκείς δημοκρατικές αφαιρέσεις και στην κατατρομοκράτηση του λαού.