Τα μυστικά του Αρχαίου Θεάτρου του Διονύσου
Είναι από τα πιο γνωστά μνημεία της αρχαιότητας, όχι μόνο επειδή
βρίσκεται κάτω από τον Ιερό Βράχο αλλά και γιατί εκεί διδάχθηκαν για
πρώτη φορά τα αριστουργήματα της αρχαίας τραγωδίας και κωμωδίας.
Τι γνωρίζουμε, όμως, για το Αρχαίο Θέατρο του Διονύσου, το σημαντικότερο μνημείο της νότιας κλιτύος της Ακρόπολης, της περιοχής που αποτελούσε τον κυριότερο πολιτιστικό πυρήνα της Αθήνας;
Μια ξενάγηση που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα από τον Κωνσταντίνο Μπολέτη, αρχιτέκτονα-αναστηλωτή του μνημείου για τα μέλη της γνωστής, πλέον, κίνησης πολιτών «Κάθε Σάββατο την Αθήνα» - που γεννήθηκε στο facebook από τον δημοσιογράφο Νίκο Βατόπουλο, ήταν άκρως διαφωτιστική και ενδιαφέρουσα για τον αρχαιολογικό χώρο, που αν και βρίσκεται μέσα στα πόδια μας, ελάχιστα γνωρίζουμε γι’ αυτόν.
«Η πρώτη δραστηριότητα ξεκινά την εποχή του Πεισίστρατου, το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα π. Χ., με την ίδρυση του αρχαϊκού ναού του Διονύσου. Η λατρεία αυτή συμπεριελάμβανε στις τελετές της και την παρουσία ενός θεατρικού χώρου. Αρχικά ο χώρος αυτός ήταν πάρα πολύ απλός, υποτυπώδης σχεδόν, στον οποίο κατά πάσα πιθανότητα δόθηκαν οι παραστάσεις των μεγάλων δραματουργών. Στη συνέχεια εξελίχθηκε και από το 350 ως το 320 π. Χ. κατασκευάστηκε το μεγάλο θέατρο που βλέπουμε σήμερα», ξεκίνησε την αφήγησή του ο κ. Μπολέτης.
Πώς όμως ήταν η αρχική μορφή του; «Στην ουσία ήταν ένα αλώνι και πάνω από αυτό είχε διαμορφωθεί στη φυσική κοιλότητα ένας χώρος για να κάθονται οι θεατές. Υπάρχουν διάφορες θεωρίες ως προς την εξέλιξη αυτού του πρώτου θεατρικού χώρου. Κατά πάσα πιθανότητα, την εποχή που δόθηκαν οι μεγάλες θεατρικές επιτυχίες του Σοφοκλή, του Αισχύλου και του Ευριπίδη, ήταν ένας συνδυασμός λίθινων εδωλίων και ξύλινων ικριωμάτων, τα λεγόμενα ίκρια, τα οποία κάποια στιγμή από το πολύ βάρος έσπασαν και κατέρρευσαν. Το γεγονός αυτό δημιούργησε αυτόματα την ανάγκη μιας πιο σταθερής κατασκευής», τόνισε.
Μετά τη γιγάντωση του μνημείου τον 4ο αιώνα π. Χ. από τον άρχοντα Λυκούργο, η εικόνα γύρω από το θέατρο ήταν περίπου η εξής: Υπήρχε το ιερό με τον αρχαϊκό ναό του Διονύσου και δίπλα του ένας νεότερος ναός του θεού, του 4ου αι. π. Χ., στον οποίο κατά πάσα πιθανότητα είχε εγκατασταθεί ένα διάσημο άγαλμα του Διονύσου, φτιαγμένο από τον γλύπτη Αλκαμένη.
Επίσης, τον ίδιο αιώνα κατασκευάστηκε η Δωρική Στοά (δίπλα στο Ασκληπιείο), που ονομάστηκε έτσι εξαιτίας του ρυθμού της, με χρήσεις που δεν είναι ακριβώς γνωστές. Πιθανόν εξυπηρετούσε ως χώρος αποθήκευσης σκηνογραφικών κατασκευών, προστασίας του κοινού κ.α.
Διέθετε επίσης κάποια μοναδικά χαρακτηριστικά: Είναι ίσως το πρώτο θέατρο όπου εφαρμόστηκε ένας σύνθετος σχεδιασμός που στηριζόταν πάνω στον κύκλο, καθώς τα πρωιμότερα θέατρα είναι ορθογώνια ή ελλειπτικής μορφής.
Μια άλλη καινοτομία είναι ο δρόμος που βρισκόταν ανάμεσα στο κυρίως (κάτω) θέατρο και στο άνω τμήμα του μνημείου. Ο δρόμος αυτός, ορατός και σήμερα, ήταν όχι μόνο λειτουργικό στοιχείο του θεάτρου (διάζωμα), αλλά αποτελούσε και τμήμα του αρχαίου περιπάτου γύρω από την Ακρόπολη. Ήταν δηλαδή ένας δρόμος της πόλης.
« Όλα αυτά προφανώς προέκυψαν μέσα από έναν πολύ σοβαρό αρχιτεκτονικό σχεδιασμό. Κατά πάσα πιθανότητα, την περίοδο αυτή, ο αρχιτέκτονας δεν ήταν ένας άνθρωπος με τη σημερινή έννοια του όρου, αλλά περισσότερο ένας γεωμέτρης», τονίζει ο κ. Μπολέτης
Και συμπληρώνει: « Όλα αυτά τα μνημεία, κρύβανε κι ένα μυστικό. Κάθε πόλη προσπαθούσε να κάνει κάτι το μοναδικό, ώστε να μην είναι εύκολο να αναγνωριστεί από τους άλλους. Όλα αυτά τα κτίρια ήταν οικοδομικές κατακτήσεις, διότι σε περιόδους όπου ο αριθμός π=3,14, με τον οποίο μπορεί κανείς να υπολογίσει το μήκος της περιφέρειας του κύκλου, δεν αποτελούσε κατάκτηση, το στοιχείο που ήταν απαραίτητο για μια κυκλική κατασκευή, οι αρχαίοι το πλησίασαν προσεγγιστικά».
Σήμερα, κάποια από τα αναλήμματα του μνημείου παραμένουν όπως ήταν την εποχή της κατασκευής τους. Ένα από αυτά «κόβεται» απότομα στην ανατολική γωνία εκεί όπου υπήρχε το Ωδείο του Περικλέους. Ήταν ένα οικοδόμημα, που σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς, κατασκευάστηκε με την ξυλεία από τα πλοία των Περσών που συμμετείχαν στη ναυμαχία της Σαλαμίνας.
«Δεν γνωρίζουμε πολλά γι’ αυτό το μνημείο. Κάποια υπολείμματα τοίχων από εύθρυπτο πωρόλιθο, που σώζονται και σήμερα, αποτελούν τα όρια του Ωδείου από τη μία πλευρά. Τμήμα του συνεχιζόταν κάτω από τη σημερινή οδό Θρασύλλου, μία από τις γωνίες του μάλιστα βρέθηκε στα υπόγεια των κτηρίων, που βρίσκονται από την άλλη πλευρά του δρόμου», αναφέρει για το σημαντικό κτήριο, που πήρε φωτιά από τους ίδιους τους Αθηναίους το 86 π. Χ. ώστε ο Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας να μην μπορέσει να πάρει τα ξύλα του και τα χρησιμοποιήσει για μια επιτυχή έκβαση της πολιορκίας της Ακροπόλεως.
Το 61 π. Χ. ανοικοδομήθηκε με έξοδα του βασιλιά της Καππαδοκίας, Αριοβαζάρνη.
Πειραϊκός ακτίτης και σκηνικό οικοδόμημα
Το διονυσιακό θέατρο είναι χτισμένο στο σύνολό του από πειραϊκό ακτίτη, που εξορυσσόταν από την πειραϊκή ακτή, μια περιοχή γεμάτη από το συγκεκριμένο πέτρωμα. Δυστυχώς, όμως, με την ανοικοδόμηση του Πειραιά, όλα τα σημεία από τα οποία θα μπορούσε κάποιος να το προσποριστεί εξαφανίστηκαν.
Οι αναστηλωτές του θεάτρου προμηθεύτηκαν τον λίθο από την αυλή του Χατζηκυριάκειου Ιδρύματος, το μοναδικό ίσως σημείο του Πειραιά που μπορεί κάποιος να προσεγγίσει το φυσικό πέτρωμα.
«Αντιλαμβάνεστε πόση μεγάλη ποσότητα του συγκεκριμένου λίθου χρησιμοποιήθηκε σ’ αυτήν εδώ την περιοχή, είμαστε δε σε θέση να γνωρίζουμε, μέσα από την ανασκαφική έρευνα, ότι ένας τεράστιος αριθμός λατομείων σε πάρα πολλές θέσεις στον Πειραιά ήταν σε έξαρση στις δεκαετίες κατά τις οποίες χτιζόταν το διονυσιακό θέατρο», εξήγησε ο μελετητής.
Η έρευνα του σκηνικού οικοδομήματος ενός θεάτρου είναι πολύ σημαντική, καθώς εκεί αποτυπώνονται όλες οι πληροφορίες που αφορούν στους τρόπους παρουσίασης του θεάματος και της σκηνοθεσίας του δράματος.
Για το μεγάλο θέατρο του Διονύσου εικάζεται ότι στην πρώτη φάση του, ταυτόχρονα με την κατασκευή του λίθινου κοίλου, υπήρχε μια πιο απλή σκηνή, ενώ μια δεύτερη φάση της ελληνιστικής σκηνής, η οποία κατά κύριο λόγο λειτούργησε τον 3ο αι. π. Χ., συνδέεται πολύ στενά με τη νέα κωμωδία.
Στη ρωμαϊκή περίοδο οι αλλαγές στο σκηνικό οικοδόμημα ήταν τόσο μεγάλες, ώστε η ανίχνευση των ιστορικών εξελίξεων αυτού του τόσο σημαντικού μνημείου να μην μπορούν να γίνουν με μεγάλη ευκολία.
«Γνωρίζουμε ότι αρκετά γρήγορα μετά τον εκρωμαϊσμό της Αθήνας, είχαμε μια πολυώροφη ρωμαϊκή σκηνή, ενώ αργότερα, την εποχή του Νέρωνα, αυτή η σκηνή απέκτησε πολύ πιο πλούσιο χαρακτήρα, με αγάλματα και μεγάλη διακόσμηση. Πολύ όψιμα, σχεδόν στο τέλος του 4ου αι. μ. Χ., μέσα στο σκηνικό οικοδόμημα κατασκευάστηκε ένα είδος εξέδρας, το γνωστό Βήμα του Φαίδρου, που θαυμάζουμε πάντα όταν εισερχόμαστε στο διονυσιακό θέατρο», ανέφερε ο κ. Μπολέτης για τη μικρή κατασκευή (εξέδρα), όπου ανέβαιναν οι ρήτορες για να αγορεύσουν και η οποία ήταν στολισμένη με ανάγλυφες πλάκες που απεικόνιζαν παραστάσεις από τη ζωή του Διονύσου.
Τα πολύ σημαντικά αυτά γλυπτά έχουν μελετήθηκαν εκτενώς και εικάζεται ότι ανήκαν σε βωμό του Διονύσου, η θέση του οποίου δεν έχει εντοπιστεί ακόμα. Σύμφωνα μάλιστα με τον έμπειρο αρχιτέκτονα, υπάρχει μια άλλη ομάδα γλυπτών που τα θυμίζουν, γεγονός που δείχνει ότι υπήρχε απομίμηση του ίδιου του πρώτου βωμού.
Το πρόγραμμα αποκατάστασης του Διονυσιακού Θεάτρου περιλαμβάνει την αποκατάσταση του κοίλου, του ανατολικού πλευρικού αναλήμματός του, των βάθρων της ανατολικής παρόδου, καθώς και του χορηγικού μνημείου του Θρασύλλου, που βρίσκεται στην πρόσοψη του σπηλαίου στο βράχο της Ακροπόλεως, ακριβώς επάνω από το Θέατρο.
Εντάσσεται στα έργα του Ταμείου Διαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολογικών Έργων και εκτελείται από την Επιστημονική Επιτροπή Μνημείων Νοτίας Κλιτύος Ακροπόλεως. Ο προϋπολογισμός του ανέρχεται στα 6.000.000 ευρώ και αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί ως το 2015.
Τι γνωρίζουμε, όμως, για το Αρχαίο Θέατρο του Διονύσου, το σημαντικότερο μνημείο της νότιας κλιτύος της Ακρόπολης, της περιοχής που αποτελούσε τον κυριότερο πολιτιστικό πυρήνα της Αθήνας;
Μια ξενάγηση που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα από τον Κωνσταντίνο Μπολέτη, αρχιτέκτονα-αναστηλωτή του μνημείου για τα μέλη της γνωστής, πλέον, κίνησης πολιτών «Κάθε Σάββατο την Αθήνα» - που γεννήθηκε στο facebook από τον δημοσιογράφο Νίκο Βατόπουλο, ήταν άκρως διαφωτιστική και ενδιαφέρουσα για τον αρχαιολογικό χώρο, που αν και βρίσκεται μέσα στα πόδια μας, ελάχιστα γνωρίζουμε γι’ αυτόν.
«Η πρώτη δραστηριότητα ξεκινά την εποχή του Πεισίστρατου, το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα π. Χ., με την ίδρυση του αρχαϊκού ναού του Διονύσου. Η λατρεία αυτή συμπεριελάμβανε στις τελετές της και την παρουσία ενός θεατρικού χώρου. Αρχικά ο χώρος αυτός ήταν πάρα πολύ απλός, υποτυπώδης σχεδόν, στον οποίο κατά πάσα πιθανότητα δόθηκαν οι παραστάσεις των μεγάλων δραματουργών. Στη συνέχεια εξελίχθηκε και από το 350 ως το 320 π. Χ. κατασκευάστηκε το μεγάλο θέατρο που βλέπουμε σήμερα», ξεκίνησε την αφήγησή του ο κ. Μπολέτης.
Πώς όμως ήταν η αρχική μορφή του; «Στην ουσία ήταν ένα αλώνι και πάνω από αυτό είχε διαμορφωθεί στη φυσική κοιλότητα ένας χώρος για να κάθονται οι θεατές. Υπάρχουν διάφορες θεωρίες ως προς την εξέλιξη αυτού του πρώτου θεατρικού χώρου. Κατά πάσα πιθανότητα, την εποχή που δόθηκαν οι μεγάλες θεατρικές επιτυχίες του Σοφοκλή, του Αισχύλου και του Ευριπίδη, ήταν ένας συνδυασμός λίθινων εδωλίων και ξύλινων ικριωμάτων, τα λεγόμενα ίκρια, τα οποία κάποια στιγμή από το πολύ βάρος έσπασαν και κατέρρευσαν. Το γεγονός αυτό δημιούργησε αυτόματα την ανάγκη μιας πιο σταθερής κατασκευής», τόνισε.
Μετά τη γιγάντωση του μνημείου τον 4ο αιώνα π. Χ. από τον άρχοντα Λυκούργο, η εικόνα γύρω από το θέατρο ήταν περίπου η εξής: Υπήρχε το ιερό με τον αρχαϊκό ναό του Διονύσου και δίπλα του ένας νεότερος ναός του θεού, του 4ου αι. π. Χ., στον οποίο κατά πάσα πιθανότητα είχε εγκατασταθεί ένα διάσημο άγαλμα του Διονύσου, φτιαγμένο από τον γλύπτη Αλκαμένη.
Επίσης, τον ίδιο αιώνα κατασκευάστηκε η Δωρική Στοά (δίπλα στο Ασκληπιείο), που ονομάστηκε έτσι εξαιτίας του ρυθμού της, με χρήσεις που δεν είναι ακριβώς γνωστές. Πιθανόν εξυπηρετούσε ως χώρος αποθήκευσης σκηνογραφικών κατασκευών, προστασίας του κοινού κ.α.
Η κατασκευή του μεγάλου θεάτρου του Διονύσου, που χωρούσε περισσότερους από 15.000 θεατές,
χρειάστηκε μεγάλες ποσότητες υλικών και κυρίως πάρα πολύ δουλειά.
Διέθετε επίσης κάποια μοναδικά χαρακτηριστικά: Είναι ίσως το πρώτο θέατρο όπου εφαρμόστηκε ένας σύνθετος σχεδιασμός που στηριζόταν πάνω στον κύκλο, καθώς τα πρωιμότερα θέατρα είναι ορθογώνια ή ελλειπτικής μορφής.
Μια άλλη καινοτομία είναι ο δρόμος που βρισκόταν ανάμεσα στο κυρίως (κάτω) θέατρο και στο άνω τμήμα του μνημείου. Ο δρόμος αυτός, ορατός και σήμερα, ήταν όχι μόνο λειτουργικό στοιχείο του θεάτρου (διάζωμα), αλλά αποτελούσε και τμήμα του αρχαίου περιπάτου γύρω από την Ακρόπολη. Ήταν δηλαδή ένας δρόμος της πόλης.
« Όλα αυτά προφανώς προέκυψαν μέσα από έναν πολύ σοβαρό αρχιτεκτονικό σχεδιασμό. Κατά πάσα πιθανότητα, την περίοδο αυτή, ο αρχιτέκτονας δεν ήταν ένας άνθρωπος με τη σημερινή έννοια του όρου, αλλά περισσότερο ένας γεωμέτρης», τονίζει ο κ. Μπολέτης
Και συμπληρώνει: « Όλα αυτά τα μνημεία, κρύβανε κι ένα μυστικό. Κάθε πόλη προσπαθούσε να κάνει κάτι το μοναδικό, ώστε να μην είναι εύκολο να αναγνωριστεί από τους άλλους. Όλα αυτά τα κτίρια ήταν οικοδομικές κατακτήσεις, διότι σε περιόδους όπου ο αριθμός π=3,14, με τον οποίο μπορεί κανείς να υπολογίσει το μήκος της περιφέρειας του κύκλου, δεν αποτελούσε κατάκτηση, το στοιχείο που ήταν απαραίτητο για μια κυκλική κατασκευή, οι αρχαίοι το πλησίασαν προσεγγιστικά».
Σήμερα, κάποια από τα αναλήμματα του μνημείου παραμένουν όπως ήταν την εποχή της κατασκευής τους. Ένα από αυτά «κόβεται» απότομα στην ανατολική γωνία εκεί όπου υπήρχε το Ωδείο του Περικλέους. Ήταν ένα οικοδόμημα, που σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς, κατασκευάστηκε με την ξυλεία από τα πλοία των Περσών που συμμετείχαν στη ναυμαχία της Σαλαμίνας.
«Δεν γνωρίζουμε πολλά γι’ αυτό το μνημείο. Κάποια υπολείμματα τοίχων από εύθρυπτο πωρόλιθο, που σώζονται και σήμερα, αποτελούν τα όρια του Ωδείου από τη μία πλευρά. Τμήμα του συνεχιζόταν κάτω από τη σημερινή οδό Θρασύλλου, μία από τις γωνίες του μάλιστα βρέθηκε στα υπόγεια των κτηρίων, που βρίσκονται από την άλλη πλευρά του δρόμου», αναφέρει για το σημαντικό κτήριο, που πήρε φωτιά από τους ίδιους τους Αθηναίους το 86 π. Χ. ώστε ο Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας να μην μπορέσει να πάρει τα ξύλα του και τα χρησιμοποιήσει για μια επιτυχή έκβαση της πολιορκίας της Ακροπόλεως.
Το 61 π. Χ. ανοικοδομήθηκε με έξοδα του βασιλιά της Καππαδοκίας, Αριοβαζάρνη.
Πειραϊκός ακτίτης και σκηνικό οικοδόμημα
Το διονυσιακό θέατρο είναι χτισμένο στο σύνολό του από πειραϊκό ακτίτη, που εξορυσσόταν από την πειραϊκή ακτή, μια περιοχή γεμάτη από το συγκεκριμένο πέτρωμα. Δυστυχώς, όμως, με την ανοικοδόμηση του Πειραιά, όλα τα σημεία από τα οποία θα μπορούσε κάποιος να το προσποριστεί εξαφανίστηκαν.
Οι αναστηλωτές του θεάτρου προμηθεύτηκαν τον λίθο από την αυλή του Χατζηκυριάκειου Ιδρύματος, το μοναδικό ίσως σημείο του Πειραιά που μπορεί κάποιος να προσεγγίσει το φυσικό πέτρωμα.
«Αντιλαμβάνεστε πόση μεγάλη ποσότητα του συγκεκριμένου λίθου χρησιμοποιήθηκε σ’ αυτήν εδώ την περιοχή, είμαστε δε σε θέση να γνωρίζουμε, μέσα από την ανασκαφική έρευνα, ότι ένας τεράστιος αριθμός λατομείων σε πάρα πολλές θέσεις στον Πειραιά ήταν σε έξαρση στις δεκαετίες κατά τις οποίες χτιζόταν το διονυσιακό θέατρο», εξήγησε ο μελετητής.
Η έρευνα του σκηνικού οικοδομήματος ενός θεάτρου είναι πολύ σημαντική, καθώς εκεί αποτυπώνονται όλες οι πληροφορίες που αφορούν στους τρόπους παρουσίασης του θεάματος και της σκηνοθεσίας του δράματος.
Για το μεγάλο θέατρο του Διονύσου εικάζεται ότι στην πρώτη φάση του, ταυτόχρονα με την κατασκευή του λίθινου κοίλου, υπήρχε μια πιο απλή σκηνή, ενώ μια δεύτερη φάση της ελληνιστικής σκηνής, η οποία κατά κύριο λόγο λειτούργησε τον 3ο αι. π. Χ., συνδέεται πολύ στενά με τη νέα κωμωδία.
Στη ρωμαϊκή περίοδο οι αλλαγές στο σκηνικό οικοδόμημα ήταν τόσο μεγάλες, ώστε η ανίχνευση των ιστορικών εξελίξεων αυτού του τόσο σημαντικού μνημείου να μην μπορούν να γίνουν με μεγάλη ευκολία.
«Γνωρίζουμε ότι αρκετά γρήγορα μετά τον εκρωμαϊσμό της Αθήνας, είχαμε μια πολυώροφη ρωμαϊκή σκηνή, ενώ αργότερα, την εποχή του Νέρωνα, αυτή η σκηνή απέκτησε πολύ πιο πλούσιο χαρακτήρα, με αγάλματα και μεγάλη διακόσμηση. Πολύ όψιμα, σχεδόν στο τέλος του 4ου αι. μ. Χ., μέσα στο σκηνικό οικοδόμημα κατασκευάστηκε ένα είδος εξέδρας, το γνωστό Βήμα του Φαίδρου, που θαυμάζουμε πάντα όταν εισερχόμαστε στο διονυσιακό θέατρο», ανέφερε ο κ. Μπολέτης για τη μικρή κατασκευή (εξέδρα), όπου ανέβαιναν οι ρήτορες για να αγορεύσουν και η οποία ήταν στολισμένη με ανάγλυφες πλάκες που απεικόνιζαν παραστάσεις από τη ζωή του Διονύσου.
Τα πολύ σημαντικά αυτά γλυπτά έχουν μελετήθηκαν εκτενώς και εικάζεται ότι ανήκαν σε βωμό του Διονύσου, η θέση του οποίου δεν έχει εντοπιστεί ακόμα. Σύμφωνα μάλιστα με τον έμπειρο αρχιτέκτονα, υπάρχει μια άλλη ομάδα γλυπτών που τα θυμίζουν, γεγονός που δείχνει ότι υπήρχε απομίμηση του ίδιου του πρώτου βωμού.
Το πρόγραμμα αποκατάστασης του Διονυσιακού Θεάτρου περιλαμβάνει την αποκατάσταση του κοίλου, του ανατολικού πλευρικού αναλήμματός του, των βάθρων της ανατολικής παρόδου, καθώς και του χορηγικού μνημείου του Θρασύλλου, που βρίσκεται στην πρόσοψη του σπηλαίου στο βράχο της Ακροπόλεως, ακριβώς επάνω από το Θέατρο.
Εντάσσεται στα έργα του Ταμείου Διαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολογικών Έργων και εκτελείται από την Επιστημονική Επιτροπή Μνημείων Νοτίας Κλιτύος Ακροπόλεως. Ο προϋπολογισμός του ανέρχεται στα 6.000.000 ευρώ και αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί ως το 2015.