Καλημέρα θλίψη
Γεια σου θλίψη
Καλημέρα θλίψη
έντομο που φωλιάζεις μέσα μου
κι ολονυχτίς καραδοκείς
πότε θ' ανοίξω μάτι...
Οδυσσέας Ελύτης
Η θλίψη πάντα συγκινούσε τους ποιητές. Η θλίψη στην ποίηση είναι σαν το βούτυρο στα γλυκά του πετυχημένου ζαχαροπλάστη. Λιώνει, γίνεται μια ζεστή ευκίνητη πραγματικότητα, εξαφανίζεται μέσα στο μείγμα, αλλά το καταλαβαίνεις ως γεύση που κάνει τη διαφορά.
Ναι, η θλίψη ως ανθρώπινη κατάσταση, ως συναίσθημα πάνω στο οποίο θα μετριούνται και θα εκτιμούνται τα άλλα συναισθήματα, είναι το βούτυρο της τέχνης.
Δεν είναι τυχαίο πως το «καλημέρα θλίψη» υπήρξε ταυτόχρονα στίχος του Πολ Ελιάρ, τίτλος που έκανε γνωστή τη Φρανσουά Σαγκάν, αλλά και ποιητικός διάλογος του Ελύτη. Με τη θλίψη δεν καθορίζεις απαραίτητα τη ζωή σου, αλλά καταλαβαίνεις αν την έζησες όπως ήθελες. Υπήρξε πάντα συγγενής του έρωτα και κρυφή ερωμένη του πάθους.
Η καλημέρα που λέμε στη θλίψη τα τελευταία χρόνια δεν έχει καμία σχέση με την ποίηση. Δεν έχει καμία σχέση με ό,τι μπορούν να νιώσουν και να επεξεργαστούν οι άνθρωποι. Είναι χάος μέσα στις ψυχές. Το φουσκωμένο κενό που θέλει ταυτόχρονα να τους καταπιεί και να τους κάνει να σκάσουν.
Είναι η θλίψη που φτιάχνεται στα εργαστήρια ενός κοινωνικού πειράματος, σαν το LSD. Έτοιμη να σκορπίσει παραισθήσεις, να γεννήσει τον φόβο, να γίνει βίαιη και αυτοκαταστροφική. Σε αυτό το πετραδάκι της θλίψης σκοντάφτει ολόκληρη η κοινωνία.
Πέφτει, ματώνει και γίνεται ανήμπορη να κάνει το παραμικρό. Είναι έτοιμη να ψυχολογικοποιήσει το πρόβλημα της αντί να το αντιμετωπίσει, να κλάψει χωρίς αιτία, να μοιρολογήσει προκαταβολικά για την καταστροφή που σχεδόν εύχεται να έρθει μήπως και λυτρωθεί.
Πόσο και πώς μπορεί να ζήσει η κοινωνία που εύχεται να πεθάνει; Στημένοι μπροστά στην τηλεόραση, περιμένουμε το σύνθημα για τη μαζική αυτοκτονία, σαν τους εσχατολόγους αιρετικούς μπροστά στην εικόνα του σωτήρα τους.
Η εικόνα των ανθρώπων που ψάχνουν στα σκουπίδια είναι σκληρή. Η απειλή της μαζικής εξαθλίωσης ακόμη πιο πολύ. Δεν υπάρχει όμως πιο σκληρή εικόνα από αυτή των νέων ανθρώπων που δεν μπορούν να γελάσουν. Που δεν θλίβονται για την αποτυχία, αλλά για την ευκαιρία που δεν θα έχουν ποτέ. Ούτε για να αποτύχουν. Η θλίψη που ζούμε δεν είναι αποτέλεσμα στατιστικών. Έχει ξεφύγει από την υλική της βάση. Είναι αίσθηση πως θα καταστραφείς, πως είσαι στα χέρια του αβέβαιου και του καταστροφικά αόρατου και περιμένεις να σε κατασπαράξει. Αυτή η θλίψη παράγει άρνηση, αδυναμία, ανημποριά. Όλα τα στερητικά άλφα που ξαφνικά βάλαμε προθέματα στη ζωή μας.
Εμποδίζει να πράγματα να γίνουν απλά και αντιμετωπίσιμα. Τα αφήνει στη γιγαντιαία διάσταση της απειλής, της αόριστης απειλής, και τα βράδια κουρνιάζει στον καναπέ για να κοινωνικοποιηθεί μέσα από τον κοινό φόβο που θα σπείρουν τα κανάλια. Ο κοινωνικός ιστός έχει γίνει κομμάτια, οι άνθρωποι έχουν ξεμάθει να λειτουργούν μαζί και η θλίψη, αυτή η μεταλλαγμένη θλίψη, είναι το σαράκι που κάνει σκόνη τη στερεή μας υπόσταση. Αυτή λοιπόν η θλίψη είναι δημιουργημένη. Αναπαράγεται κάθε μέρα. Μας κάνει μοιρολάτρες. Μας αναγκάζει να δεχτούμε το καταφανές λάθος γιατί δεν μπορούμε να αποφασίσουμε για κάτι άλλο. Αυτή η θλίψη είναι το εργαλείο των προπαγανδιστών και όχι των ανθρώπων. Σίγουρα όχι των ποιητών.
Η μεταλλαγμένη θλίψη σου αφαιρεί την κρίση, κάνοντας τα πάντα να φαίνονται αποτέλεσμα της κρίσης. Και την απάτη. Και τη διαφθορά. Και το δάχτυλο του πολιτικού που υψώνεται για να σε δείξει πίσω από την κουκούλα της σωτηρίας. Μέσα στη θλίψη η αξιολόγηση χάνεται. Φταίνε όλοι. Φταίνε το ίδιο. Και ο ταξιτζής που έχει πειραγμένο ταξίμετρο και ο υπουργός που χρηματίζεται με offshore. Και αυτός που τον εκπαίδευσαν στην απάτη και ο εκπαιδευτής του που κάνει νόμους για να μπορεί να εξαπατά.
Μέσα σε αυτή τη θλίψη, οι μόνοι ευτυχισμένοι μοιάζουν οι νεοφιλελεύθεροι. Επιτέλους η κοινωνία θα τιμωρηθεί όσο της αξίζει. Και η γριά στο χωριό που πούλησε αυγά χωρίς απόδειξη και ο άλλος στην πόλη που θέλει κοινωνικές δαπάνες. Ο πολιτικός που χαρίζει τράπεζες όχι. Αυτός, βλέπετε, ευνοεί την ελεύθερη αγορά και η απάτη του, έχει γίνει νόμος του κράτους.
Πρέπει να μάθουμε να λέμε και καληνύχτα στη θλίψη, για να ξαναβρούμε την ανθρώπινη, την κοινωνική και την πολιτική μας υπόσταση. Μια χαραμάδα θέλει το σκοτάδι για να λάμψει σαν φως.