Γιατί δεν επαναστατεί ο λαός
Όλο και συχνότερα, είτε ως προτροπή, είτε ως ερώτηση τίθεται το ζήτημα γιατί δεν εξεγείρεται ή γιατί δεν επαναστατεί ο λαός δεδομένων των συνθηκών που διαμορφώνονται στη χώρα. Μάλιστα η εν λόγω συζήτηση προϊόντος του χρόνου τείνει να ενσπείρει μια βαθιά ηττοπάθεια και εν τέλει παραίτηση από την κοινωνική διεκδίκηση μιας διαφορετικής πολιτικής που να βγάζει πραγματικά τη χώρα από την κρίση, κόντρα στην εγνωσμένα καταστροφική για το λαό μνημονιακή πολιτική.
Το θέμα είναι ίσως το κρισιμότερο σήμερα γιατί είτε κανείς επιλέξει το δρόμο μιας άλλης διαπραγμάτευσης, είτε μιας πλήρους ρήξης με το μνημονιακό δρόμο, ο μόνος που μπορεί να σύρει προς κάποια από αυτές τις κατευθύνσεις είναι ο ίδιος ο λαός, οι λαοί με τη δράση τους. Είναι άλλωστε σαφές ότι η διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης, ως κατεξοχήν ζήτημα συσχετισμού ισχύος θα εξακολουθήσει να γίνεται με τρόπο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του κατεστημένου, όσο το άλλο υποκείμενο εξελίξεων- ο λαός- μένει στο περιθώριο ή αδυνατεί να ορίσει τις εξελίξεις. Καμιά πολιτική δύναμη από μόνη της, όσο επαρκής ή ριζοσπαστική και αν είναι δεν μπορεί να αναπληρώσει το παραπάνω κενό ή αδυναμία.
Πρώτα και κύρια πρέπει κανείς να διακρίνει μεταξύ τριών εννοιών. Είναι άλλο πράγμα η κοινωνική έκρηξη, διαφορετικό η εξέγερση και ένα τρίτο η κοινωνική επανάσταση. Η κοινωνική έκρηξη μπορεί να προκύψει οποτεδήποτε μέσα στην κρίση, ακόμα και με τυχαία αφορμή και βρίσκεται μάλλον επί θύραις. Ο τρόπο εκδήλωσής της δεν είναι βέβαιο ότι θα είναι πολιτικά συνενκτικός καθώς μπορεί να λάβει μορφή ενός γενικού κεσπάσματος βίας και παρά την έντασή της εύκολα χαλιναγωγείται από το κατεστημένο. Είναι χαρακτηριστικό το φαινόμενο του Δεκέμβρη του 2008, οπότε μια έκρηξη της νεολαίας εξετράπη σε μπόλικες σπασμένες βιτρίνες, σε αδιέξοδη σύγκρουση με τα ΜΑΤ και εν τέλει συνέτεινε περισσότερο στη συντηρητικοποίηση στρωμάτων του πληθυσμού.
Η εξέγερση είναι κάτι βαθύτερο. Έχει σαφέστερα πολιτικά χαρακτηριστικά, διαθέτει μια πρωτοπορία που αποτελεί την αιχμή του δόρατος και ένα βασικό πλαίσιο αρχών και διεκδικήσεων. Μπορεί να απονομιμοποιήσει μια πολιτική ή ένα καθεστώς αλλά δύσκολα να το ανατρέψει. Παίζει κομβικό ρόλο ως προς τη συνειδητοποίηση ευρυτέρων μαζών αλλά συχνά αποδεικνύεται ότι δε διαθέτει επαρκείς εφεδρείες ώστε να συγκρουστεί με τον πυρήνα του συστήματος εξουσίας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα εξέγερσης είναι ο Μάης του ’68, τα γεγονότα στη Νομική και στο Πολυτεχνείο επί χούντας. Αναμφίβολα έπαιξαν καίριο ρόλο στην εν γένει πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική εξέλιξη. Μάλιστα οι φοιτητικές εξεγέρσεις επί χούντας συνέτειναν στην απονομιμοποίηση του καθεστώτος και έτσι στον πλήρη και όχι αλά Τούρκα εκδημοκρατισμό της Ελλάδας. Ωστόσο δεν γκρέμισαν ούτε τον καπιταλισμό- βλ. Μάη ’68- ούτε έριξαν τη χούντα.
Η κοινωνική επανάσταση συνιστά μια πολύ σοβαρότερη υπόθεση. Βασίζεται στην ύπαρξη μιας στρατηγικής για την κοινωνική, οικονομική και πολιτική θέσμιση και δόμηση διαφορετική και αντιθετική προς την υπάρχουσα- ακόμα και αν περιλαμβάνει στοιχεία της τελευταίας. Απαιτεί μια ώριμη και αποφασιστική πρωτοπορία που μπορεί να διέλθει διαφόρων τακτικών και ένα πλήθος που ωριμάζει γρήγορα και ρίχνεται σε μια επίπονη και μακρόχρονη μάχη τεκτονικών μετασχηματισμών.
Χρειάζεται το συνδυασμό εκπληκτικών ικανοτήτων υπολογισμού της κατάλληλης χρονικής στιγμής εκδήλωσης διαφόρων κινήσεων, διεθνών και εγχωρίων πρωτοβουλιών σε όλα τα επίπεδα και ισχυρό βολονταρισμό. Προϋποθέτει δε την ωρίμανση των αντικειμενικών συνθηκών, δηλαδή την εξάντληση των παραγωγικών δυνατοτήτων των κατεστημένων παραγωγικών σχέσεων, στο βαθμό που να πνίγονται οι παραγωγικές δυνάμεις μιας κοινωνίας. Όταν για παράδειγμα η ανεργία, η κακοπληρωμένη εργασία και ο κοινωνικός αποκλεισμός καθίστανται διεθνώς ενδημικά φαινόμενα είναι σαφές ότι οι αντικειμενικές συνθήκες ωριμάζουν.
Σήμερα, ακόμα και στα διεθνή συστημικά for a η συζήτηση για το μοντέλο μετά τον καπιταλισμό βρίσκεται σε εξέλιξη. Είναι προφανές ότι μετά το ’90 ο παγκόσμιος καπιταλισμός παράγει διαρκώς εντονότερες και συχνότερες κρίσεις, που ελέγχονται ολοένα δυσκολότερα και με μεγαλύτερο κόστος για τους λαούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η κρίση που διανύουμε, για την οποία από το 2007 και δώθε δεν έχει παρθεί ούτε μια καίρια, ρυθμιστικού τύπου απόφαση περιορισμού έστω των αιτίων της. Ακόμα και στις ΗΠΑ αυτό που γίνεται είναι προσπάθεια περιορισμού των συνεπειών της. Οι αιτίες της όμως μένουν ανέγγιχτες.
Ε
ίναι παραπάνω από προφανές όχι μόνο στην Ελλάδα ή στον ευρωπαϊκό νότο αλλά και ευρύτερα ότι ο καπιταλισμός- καζίνο ή ακόμα καλύτερα ο καπιταλισμός- λαίλαπα που γνωρίσαμε από το ’80 και ιδίως μετά το ’90 δεν είναι βιώσιμος. Κατά συνέπεια η αναγκαιότητα ενός άλλου μοντέλου είναι επιτακτική. Μάλιστα η πορεία των πραγμάτων το ‘φερε η Ελλάδα και η Ευρώπη ευρύτερα να αποτελούν κατεξοχήν πεδίο σύγκρουσης απέναντι στο παλιό που φθίνει αλλά κυριαρχεί ακόμα και στο νέο που καθυστερεί αλλά είναι αναγκαίο.
Οι λαοί ωστόσο δε θα επαναστατήσουν αν δεν εκπληρωθούν και οι άλλες, πλην των αντικειμενικών, προϋποθέσεις. Αν δεν υπάρξουν οι θέσεις εκείνες, η πρωτοπορία, τα γεγονότα που θα πείσουν ότι η αλλαγή του κυρίαρχου μοντέλου είναι αναγκαία και εφικτή. Όσο και αν φαντάζει σήμερα μαξιμαλιστικό ως πρόταγμα, οι κοντινές εξελίξεις στην ήπειρό μας και όχι μόνο θα επιβεβαιώσουν την ανάγκη βαθέων, επαναστατικών μετασχηματισμών. Η αριστερά, τα δυναμικά και ριζοσπαστικά κοινωνικά στρώματα, η εργατική τάξη δυστυχώς δεν έχουν δώσει ακόμα το “παρών”. Οφείλουν να το κάνουν, όσο κι αν φαντάζει έργο δύσκολο.
Θέμης Τζήμας