Μη μου μιλάς για φθινόπωρα
της Ελένης Ξένου
ΚΑΙ ΕΣΥ ΠΑΛΙ ΓΙΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΑ ΜΟΥ ΜΙΛΑΣ. Μου λες για τους φθινοπωρινούς ουρανούς, πως έχουνε λες τα πιο ωραία χρώματα γιατί είναι καθαρά, όλα είναι καθαρά αυτή την εποχή λες και εγώ δε θέλω καθόλου να συμφωνήσω μαζί σου. Γιατί καθόλου δε θέλω να το παραδεχτώ πως φεύγει το καλοκαίρι, δε με πειράζει που φεύγει η ζέστη, ούτε και που τα βράδια έρχονται πιο νωρίς. Δε με πειράζει που θα φοράω μακρύ μανίκι, ούτε και που θα πρέπει να στρώσω και πάλι την πράσινη κουβέρτα πάνω στο κρεβάτι μου. Εκείνο που με πειράζει είναι που δεν ξέρω τι σχήμα έχει η πατούσα σου πάνω στην άμμο, δεν το ‘χω δει ποτέ, ποτέ δεν περπατήσαμε μαζί και να βουλιάζουνε τα πόδια μας μέσα σε αλμυρό νερό και ύστερα να πλατσουρίζουμε εκεί όπου σκάει το κύμα. «Θα σε πάω το επόμενο καλοκαίρι» μου ‘χες πει, «θα δεις», είπες μετά και το ‘λεγες περισσότερο σαν ευχή παρά σαν βεβαιότητα, δεν ήξερα πώς να σ’ το εξηγήσω και αν θα έπρεπε να ‘ναι από κείνα που χωράνε εξηγήσεις… Δεν ήξερα, δηλαδή, πως να σ’ το πω, πως για να φτάσουμε μαζί μέχρι το επόμενο καλοκαίρι θα ‘πρεπε να έχουμε ήδη βρέξει το δέρμα μας με αλμυρές σταγόνες, γιατί άμα το αλάτι δεν καταχωρηθεί σαν μνήμη, τότε δύσκολα διακρίνεις πόσο και πού έχουνε στεγνώσει τα χείλη σου.
ΚΑΙ ΕΣΥ ΕΠΙΜΕΝΕΙΣ ΝΑ ΜΟΥ ΜΙΛΑΣ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΓΙΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΑ. Για κείνες τις μέρες που θα νικάει το γκρίζο και θα πίνουμε ζεστό τον καφέ μας και για κείνα τα βράδια που θα βλέπουμε ταινίες αραγμένοι στον καναπέ και εγώ θα σε ρωτάω για τα πλάνα που αγάπησες, ενώ ο ντελιβεράς θα φέρνει τις πίτσες πάντα καθυστερημένα. Και θα ‘μαι ακόμα ανυποψίαστη πως ό,τι φαντάστηκες για ζωή σου το κλείδωσες μέσα σε αυτά τα μικρά καρέ-καρέ, πως έριξες δηλαδή στα όνειρά σου ισόβια ποινή, να μείνουν φυλακισμένα, διά βίου, μέσα στη φαντασία σου. Και αν κάποιο από αυτά τολμούσε να δραπετεύσει ψάχνοντας χώρο και χρόνο μέσα στην πραγματικότητά σου, ήμουν ακόμα ανυποψίαστη πως τελικά θα του έκοβες τα φτερά, θα το έπνιγες με τα ίδια σου τα χέρια, για να μη σου θυμίζει πόσο πεθύμησες το αλάτι και πόσο γρήγορα σβήνει η άμμος τα χρόνια που έρχονται.
ΜΑ ΕΣΥ ΠΡΟΤΙΜΑΣ ΝΑ ΜΟΥ ΜΙΛΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΑ. Που ρίχνουν βροχή και καθαρίζουν το χώμα στην αυλή σου από τις μυρωδιές των τριανταφυλλιών. Δε θέλεις άλλα τριαντάφυλλα στα βάζα σου, προτιμάς να τα βλέπεις να ξεραίνονται για να τα κάνεις μετά σελιδοδείκτες στα βιβλία που διαβάζεις κάθε φθινόπωρο. Και ύστερα θέλεις να σκίζεις μία μία τις σελίδες τους, να τις κάνεις μικρές βαρκούλες για να ‘σαι σίγουρος πως όσο μεγαλώνεις οι βάρκες σου είναι φτιαγμένες από χαρτί, ώστε να μην αντέξουν να σε περάσουνε απέναντι -δε θες το απέναντι, γιατί απέναντι σε περιμένει ένα από τα όνειρά σου. Ένα από κείνα που κατάφερε, κάποια στιγμή, να δραπετεύσει και ζητά ακόμα εξηγήσεις που δεν πίστεψες ποτέ στην αθωότητά του.
ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΠΡΟΤΙΜΑΣ ΝΑ ΜΟΥ ΜΙΛΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΑ. Αλλά εγώ καθόλου δε θέλω να το παραδεχτώ πως έσβησες το καλοκαίρι, παρότι ακόμα ιδρώνεις και στάζουν χρώματα οι στιγμές πάνω στο σώμα σου. Δε με πειράζει που φεύγει η ζέστη, ούτε και που θα φοράω μακρύ μανίκι, δε με πειράζει που θα κατεβάσω από το πατάρι τις σόμπες πετρελαίου και θα στείλω τα χαλιά στο καθαριστήριο. Εκείνο που με πειράζει είναι που άπλωσες τον έρωτα να στεγνώσει από το αλάτι της θάλασσας, χωρίς να τον αφήσεις πρώτα να σκάσει μόνος του, κάπου, σε μια ακτή…
ΚΑΙ ΕΣΥ ΠΑΛΙ ΓΙΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΑ ΜΟΥ ΜΙΛΑΣ. Μου λες για τους φθινοπωρινούς ουρανούς, πως έχουνε λες τα πιο ωραία χρώματα γιατί είναι καθαρά, όλα είναι καθαρά αυτή την εποχή λες και εγώ δε θέλω καθόλου να συμφωνήσω μαζί σου. Γιατί καθόλου δε θέλω να το παραδεχτώ πως φεύγει το καλοκαίρι, δε με πειράζει που φεύγει η ζέστη, ούτε και που τα βράδια έρχονται πιο νωρίς. Δε με πειράζει που θα φοράω μακρύ μανίκι, ούτε και που θα πρέπει να στρώσω και πάλι την πράσινη κουβέρτα πάνω στο κρεβάτι μου. Εκείνο που με πειράζει είναι που δεν ξέρω τι σχήμα έχει η πατούσα σου πάνω στην άμμο, δεν το ‘χω δει ποτέ, ποτέ δεν περπατήσαμε μαζί και να βουλιάζουνε τα πόδια μας μέσα σε αλμυρό νερό και ύστερα να πλατσουρίζουμε εκεί όπου σκάει το κύμα. «Θα σε πάω το επόμενο καλοκαίρι» μου ‘χες πει, «θα δεις», είπες μετά και το ‘λεγες περισσότερο σαν ευχή παρά σαν βεβαιότητα, δεν ήξερα πώς να σ’ το εξηγήσω και αν θα έπρεπε να ‘ναι από κείνα που χωράνε εξηγήσεις… Δεν ήξερα, δηλαδή, πως να σ’ το πω, πως για να φτάσουμε μαζί μέχρι το επόμενο καλοκαίρι θα ‘πρεπε να έχουμε ήδη βρέξει το δέρμα μας με αλμυρές σταγόνες, γιατί άμα το αλάτι δεν καταχωρηθεί σαν μνήμη, τότε δύσκολα διακρίνεις πόσο και πού έχουνε στεγνώσει τα χείλη σου.
ΚΑΙ ΕΣΥ ΕΠΙΜΕΝΕΙΣ ΝΑ ΜΟΥ ΜΙΛΑΣ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΓΙΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΑ. Για κείνες τις μέρες που θα νικάει το γκρίζο και θα πίνουμε ζεστό τον καφέ μας και για κείνα τα βράδια που θα βλέπουμε ταινίες αραγμένοι στον καναπέ και εγώ θα σε ρωτάω για τα πλάνα που αγάπησες, ενώ ο ντελιβεράς θα φέρνει τις πίτσες πάντα καθυστερημένα. Και θα ‘μαι ακόμα ανυποψίαστη πως ό,τι φαντάστηκες για ζωή σου το κλείδωσες μέσα σε αυτά τα μικρά καρέ-καρέ, πως έριξες δηλαδή στα όνειρά σου ισόβια ποινή, να μείνουν φυλακισμένα, διά βίου, μέσα στη φαντασία σου. Και αν κάποιο από αυτά τολμούσε να δραπετεύσει ψάχνοντας χώρο και χρόνο μέσα στην πραγματικότητά σου, ήμουν ακόμα ανυποψίαστη πως τελικά θα του έκοβες τα φτερά, θα το έπνιγες με τα ίδια σου τα χέρια, για να μη σου θυμίζει πόσο πεθύμησες το αλάτι και πόσο γρήγορα σβήνει η άμμος τα χρόνια που έρχονται.
ΜΑ ΕΣΥ ΠΡΟΤΙΜΑΣ ΝΑ ΜΟΥ ΜΙΛΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΑ. Που ρίχνουν βροχή και καθαρίζουν το χώμα στην αυλή σου από τις μυρωδιές των τριανταφυλλιών. Δε θέλεις άλλα τριαντάφυλλα στα βάζα σου, προτιμάς να τα βλέπεις να ξεραίνονται για να τα κάνεις μετά σελιδοδείκτες στα βιβλία που διαβάζεις κάθε φθινόπωρο. Και ύστερα θέλεις να σκίζεις μία μία τις σελίδες τους, να τις κάνεις μικρές βαρκούλες για να ‘σαι σίγουρος πως όσο μεγαλώνεις οι βάρκες σου είναι φτιαγμένες από χαρτί, ώστε να μην αντέξουν να σε περάσουνε απέναντι -δε θες το απέναντι, γιατί απέναντι σε περιμένει ένα από τα όνειρά σου. Ένα από κείνα που κατάφερε, κάποια στιγμή, να δραπετεύσει και ζητά ακόμα εξηγήσεις που δεν πίστεψες ποτέ στην αθωότητά του.
ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΠΡΟΤΙΜΑΣ ΝΑ ΜΟΥ ΜΙΛΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΑ. Αλλά εγώ καθόλου δε θέλω να το παραδεχτώ πως έσβησες το καλοκαίρι, παρότι ακόμα ιδρώνεις και στάζουν χρώματα οι στιγμές πάνω στο σώμα σου. Δε με πειράζει που φεύγει η ζέστη, ούτε και που θα φοράω μακρύ μανίκι, δε με πειράζει που θα κατεβάσω από το πατάρι τις σόμπες πετρελαίου και θα στείλω τα χαλιά στο καθαριστήριο. Εκείνο που με πειράζει είναι που άπλωσες τον έρωτα να στεγνώσει από το αλάτι της θάλασσας, χωρίς να τον αφήσεις πρώτα να σκάσει μόνος του, κάπου, σε μια ακτή…