Μισανθρωπική Αριθμητική
Του Γιάννη Βαρουφάκη
Γιατί τα νούμερα της κυβέρνησης (πάλι) δεν βγαίνουν
Μήνες τώρα κυβέρνηση και Τρόικα προσπαθούν να τα βρουν στα νούμερα τα οποία, αθροιζόμενα, θα τους δώσουν ένα άθροισμα Χ δισ. – το ποσόντο οποίο πρέπει να αφαιρεθεί από το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού τα επόμενα χρόνια (δύο ή τέσσερα στην περίπτωση της «επιμήκυνσης) ώστε να παραχθεί αρκετό (πρωτογενές) πλεόνασμα, από το οποίο να πάρουν πίσω τα χρήματά τους οι δανειστές μας (πρώτα η Τρόικα, που αποπληρώνεται ήδη, και κατόπιν οι ιδιώτες δανειστές, των οποίων τα νέα, κουρεμένα ομόλογα, που τους έδωσε το Δημόσιο φέτος στο πλαίσιο του PSI, θα αρχίσουν να «ωριμάζουν» μετά το 2020).
Αυτός είναι ο σκοπός: η αποπληρωμή των δανειστών. Ας δούμε τώρα γιατί κάποιοι εξ ημών πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να επιτευχθεί.
Το ποσόν αυτό, τα Χ δισ. (που σήμερα υπολογίζονται μεταξύ 14 και 16,5 δισ.), πρέπει να προκύψει ως ένα άθροισμα δύο αριθμών: μείωση δαπανών, έστω Δ, και αύξηση εσόδων, έστω Ε. (Δ + Ε = Χ, σε όρους απλής εξίσωσης.) Το ένα από αυτά τα δύο νούμερα, το Δ, είναι στη διακριτική ευχέρεια κάθε κυβέρνησης να το μειώσει όσο θέλει, με μοναδικό (πλην σοβαρό) περιορισμό το λεγόμενο πολιτικό κόστος. (Αν π.χ. απολύσει το 80% των δημοσίων υπαλλήλων, το Δ μεγαλώνει θεαματικά.) Το δεύτερο νούμερο, το Ε, επηρεάζεται από την κυβέρνηση (π.χ. με την πάταξη της φοροδιαφυγής), αλλά, στον μεγαλύτερο βαθμό, εξαρτάται από τον κύκλο εργασιών της οικονομίας, την οικονομική δραστηριότητα, το ΑΕΠ της χώρας.
Συνεπώς, όπως πλέον έχουν καταλάβει και όσοι δεν γνώριζαν προ της Κρίσης τα βασικά της μακροοικονομικής, το μέγα πρόβλημα για την κυβέρνηση είναι ότι, όσο αυξάνει το Δ (στην προσπάθειά της να πετύχει τον στόχο της ως προς το άθροισμα Δ + Ε = Χ), μειώνεται το Ε κι έτσι κινδυνεύει ο... στόχος του αθροίσματος Χ. Το ερώτημα, λοιπόν, τίθεται: Υπάρχει κάποιο ποσόν Δ που (σε συνδυασμό με έξυπνα φορολογικά μέτρα) να «αφήσει» το Ε να φτάσει ένα επίπεδο τέτοιο, ώστε Δ + Ε να αθροιστούν στα πολυπόθητα Χ δισ.;
Να το πω με λόγια: υπάρχει κάποιο «μαγικό» επίπεδο περικοπών στις δαπάνες (Δ) που να επιτρέψει στα συνολικά εισοδήματα να φτάσουν σε τέτοιο επίπεδο, ώστε η φορολόγησή τους να μπορεί αποδώσει τα έσοδα (Ε) που απαιτούνται για να παραχθεί το επίπεδο πρωτογενούς πλεονάσματος από το οποίο η Τρόικα θα πάρει πίσω τα χρήματά της;
Η κυβέρνηση λέει, αν κρίνουμε από το Σχέδιο Προϋπολογισμού που κατέθεσε, ότι βρήκε το μαγικό Δ. Είναι ένα ποσό περί τα 10,5-11,5 δισ., το οποίο μάλλον θα κλείσει κοντά στα 12 δισ. μετά τις ασφυκτικές πιέσεις της Τρόικας. Άρα, η κυβέρνηση κρίνει πως, επιλέγοντας περικοπές μιας τέτοιας τάξης (Δ = 10,5-11,5 δισ.) θα μπορέσει να αυξήσει (έστω και με νέα φοροεπιδρομή) τα φορολογικά της έσοδα κατά Ε = 3 δισ.(τουλάχιστον). Πρόκειται για μια απείρως ηρωική «υπόθεση εργασίας», που είτε βασίζεται σε πλήρη άγνοια της κατάστασης της ελληνικής κοινωνικής οικονομίας είτε εξηγείται ως μια περίπτωση «στρατηγικής αστοχίας». Ας εξηγηθώ:
Το Μνημόνιο 1 μείωσε τα δημόσια έξοδα (μισθούς, συντάξεις και λοιπές δαπάνες) κατά 25%. Το αποτέλεσμα ήταν, από τη μια μεριά, να μειωθεί το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού, αλλά, από την άλλη, να χαθούν περί τα 45 δισ. από το συνολικό εισόδημα της χώρας, το λεγόμενο ΑΕΠ. Η απώλεια αυτή μείωσε την ικανότητα του κράτους να συλλέγει φόρους κατά τουλάχιστον 10 δισ. Εν συντομία, η ύφεση που έφερε το πρώτο Μνημόνιο αφαίρεσε από το κράτος 10 δισ. δυνητικών φόρων. Αν τα φορολογικά έσοδα δεν μειώθηκαν στον ίδιο βαθμό, αυτό οφείλεται στην πλειάδα νέων φόρων που εισήχθησαν την τριετία του πέρασε, εξαντλώντας ουσιαστικά τις αντοχές της ελληνικής οικογένειας κι επιχείρησης να «προσφέρουν» επιπλέον φόρους στο Δημόσιο. Ό,τι λίπος υπήρξε είτε «κάηκε» στον βωμό της ύφεσης είτε έχει μεταναστεύσει σε άλλα...τραπεζικά συστήματα.
Σήμερα, εν μέσω της μεγαλύτερης ύφεσης στην παγκόσμια μεταπολεμική ιστορία, η κυβέρνηση προτείνει μια περαιτέρω μείωση δαπανών της τάξης του 20% περίπου. Τηρουμένων των αναλογιών με την περίοδο του 1ου Μνημονίου, στην καλύτερη των περιπτώσεων οι δυνητικοί φόροι του κράτους θα μειωθούν κατά τουλάχιστον 8 δισ. Η κυβέρνηση, λοιπόν, μας ζητά να πιστέψουμε το εξής: ότι την ώρα που τα δυνητικά της έσοδα θα μειωθούν κατά 8 δισ., εκείνη θα τα αυξήσει κατά 3 δισ. Και πώς προτείνει να κάνει κάτι τέτοιο; Καταργώντας το αφορολόγητο για όλους (ακόμα και για τα μικρομάγαζα που καρκινοβατούν και για τους, επισήμως, φτωχούς) και επιβάλλοντας πρωτάκουστους νέους φόρους (π.χ. για το δικαίωμα να ζει κάποιος στο σπίτι που κληρονόμησε από τους γονείς του).
Το μέγα όμως σκάνδαλο στην αριθμητική του υπουργείου είναι ότι σε όλη αυτήν τη συζήτηση δεν λέει τίποτα για τη μεγαλύτερη πληγή της οικονομίας μας: το απολύτως πτωχευμένο τραπεζικό σύστημα, το οποίο αντιμετωπίζει το φάσμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (σε ποσοστό 30% όλων των δανείων που έχουν δώσει οι τράπεζες). Με το πιστωτικό σύστημα να έχει αποκλείσει ακόμα και τις κερδοφόρες επιχειρήσεις από τη ρευστότητα που του παρέχει η ΕΚΤ, με τη συνεχιζόμενη (και κατά το υπουργείο Οικονομικών) μείωση των κρατικών και ιδιωτικών επενδύσεων κατά 8% για έκτη συνεχιζόμενη φορά, δεν υπάρχει κανένα νούμερο Δ τέτοιο, που να αφήνει και την παραμικρή ελπίδα ότι το άθροισμα Δ + Ε θα είναι αυτό που λένε, Τρόικα και κυβέρνηση, ότι στοχεύουν.
Θα ρωτήσετε, λογικά: «Ανόητοι είναι; Δεν το γνωρίζουν;». Και βέβαια το γνωρίζουν. Όμως, και εδώ έγκειται ο μεγάλος κίνδυνος για τη δημοκρατία στην Ευρώπη, όλοι τους ψεύδονται, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, στους βουλευτές, στους πολίτες, στους μετόχους τους:
Η γερμανική κυβέρνηση, επειδή δεν θέλει σε καμιά περίπτωση να παραδεχτεί ότι τα δάνεια στην Ελλάδα ήταν ένας τρόπος για να μετα-φορτωθούν στις πλάτες των Γερμανών φορολογουμένων οι ζημιές των γερμανικών τραπεζών. Το ΔΝΤ, επειδή βλέπει τη συμμετοχή του στην Τρόικα ως μοχλό αναβάθμισής του (μετά την παρ’ ολίγον απαξίωσή του πριν από το 2008).
Η ελληνική κυβέρνηση, επειδή ελπίζει ότι, αν δεχτεί να «ματώσει» αρκετά την ελληνική κοινωνία, συμμορφωνόμενη προς τις υποδείξεις ως προς το τεράστιο Δ, η Ευρώπη θα «κουρέψει» και τις απαιτήσεις των Βόρειων φορολογούμενων-δανειστών μας. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, επειδή ένα κούρεμα των ελληνικών ομολόγων που διαθέτει δεν μπορεί να συζητηθεί (και γι’ αυτό αρκούνται στο να παρατηρούν το παιχνίδι της Τρόικας με την ελληνική κυβέρνηση) όσο στους κόλπους της ΕΚΤ διεξάγεται μια τιτανομαχία μεταξύ εκείνων που κατανοούν ότι η λιτότητα αλά ελληνικά υπονομεύει το ίδιο το ευρώ και την Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας, η οποία ήδη σχεδιάζει το νέο μάρκο.
Όσο οι ιθύνοντες επιδίδονται σε μια μισανθρωπική αριθμητική που μοναδικό στόχο έχει να κρύψει τις πραγματικές πολιτικές διεργασίες από τα βλέμματα των Ευρωπαίων πολιτών, η κρίση και η μισαλλοδοξία θα θριαμβεύουν.
Γιατί τα νούμερα της κυβέρνησης (πάλι) δεν βγαίνουν
Μήνες τώρα κυβέρνηση και Τρόικα προσπαθούν να τα βρουν στα νούμερα τα οποία, αθροιζόμενα, θα τους δώσουν ένα άθροισμα Χ δισ. – το ποσόντο οποίο πρέπει να αφαιρεθεί από το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού τα επόμενα χρόνια (δύο ή τέσσερα στην περίπτωση της «επιμήκυνσης) ώστε να παραχθεί αρκετό (πρωτογενές) πλεόνασμα, από το οποίο να πάρουν πίσω τα χρήματά τους οι δανειστές μας (πρώτα η Τρόικα, που αποπληρώνεται ήδη, και κατόπιν οι ιδιώτες δανειστές, των οποίων τα νέα, κουρεμένα ομόλογα, που τους έδωσε το Δημόσιο φέτος στο πλαίσιο του PSI, θα αρχίσουν να «ωριμάζουν» μετά το 2020).
Αυτός είναι ο σκοπός: η αποπληρωμή των δανειστών. Ας δούμε τώρα γιατί κάποιοι εξ ημών πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να επιτευχθεί.
Το ποσόν αυτό, τα Χ δισ. (που σήμερα υπολογίζονται μεταξύ 14 και 16,5 δισ.), πρέπει να προκύψει ως ένα άθροισμα δύο αριθμών: μείωση δαπανών, έστω Δ, και αύξηση εσόδων, έστω Ε. (Δ + Ε = Χ, σε όρους απλής εξίσωσης.) Το ένα από αυτά τα δύο νούμερα, το Δ, είναι στη διακριτική ευχέρεια κάθε κυβέρνησης να το μειώσει όσο θέλει, με μοναδικό (πλην σοβαρό) περιορισμό το λεγόμενο πολιτικό κόστος. (Αν π.χ. απολύσει το 80% των δημοσίων υπαλλήλων, το Δ μεγαλώνει θεαματικά.) Το δεύτερο νούμερο, το Ε, επηρεάζεται από την κυβέρνηση (π.χ. με την πάταξη της φοροδιαφυγής), αλλά, στον μεγαλύτερο βαθμό, εξαρτάται από τον κύκλο εργασιών της οικονομίας, την οικονομική δραστηριότητα, το ΑΕΠ της χώρας.
Συνεπώς, όπως πλέον έχουν καταλάβει και όσοι δεν γνώριζαν προ της Κρίσης τα βασικά της μακροοικονομικής, το μέγα πρόβλημα για την κυβέρνηση είναι ότι, όσο αυξάνει το Δ (στην προσπάθειά της να πετύχει τον στόχο της ως προς το άθροισμα Δ + Ε = Χ), μειώνεται το Ε κι έτσι κινδυνεύει ο... στόχος του αθροίσματος Χ. Το ερώτημα, λοιπόν, τίθεται: Υπάρχει κάποιο ποσόν Δ που (σε συνδυασμό με έξυπνα φορολογικά μέτρα) να «αφήσει» το Ε να φτάσει ένα επίπεδο τέτοιο, ώστε Δ + Ε να αθροιστούν στα πολυπόθητα Χ δισ.;
Να το πω με λόγια: υπάρχει κάποιο «μαγικό» επίπεδο περικοπών στις δαπάνες (Δ) που να επιτρέψει στα συνολικά εισοδήματα να φτάσουν σε τέτοιο επίπεδο, ώστε η φορολόγησή τους να μπορεί αποδώσει τα έσοδα (Ε) που απαιτούνται για να παραχθεί το επίπεδο πρωτογενούς πλεονάσματος από το οποίο η Τρόικα θα πάρει πίσω τα χρήματά της;
Η κυβέρνηση λέει, αν κρίνουμε από το Σχέδιο Προϋπολογισμού που κατέθεσε, ότι βρήκε το μαγικό Δ. Είναι ένα ποσό περί τα 10,5-11,5 δισ., το οποίο μάλλον θα κλείσει κοντά στα 12 δισ. μετά τις ασφυκτικές πιέσεις της Τρόικας. Άρα, η κυβέρνηση κρίνει πως, επιλέγοντας περικοπές μιας τέτοιας τάξης (Δ = 10,5-11,5 δισ.) θα μπορέσει να αυξήσει (έστω και με νέα φοροεπιδρομή) τα φορολογικά της έσοδα κατά Ε = 3 δισ.(τουλάχιστον). Πρόκειται για μια απείρως ηρωική «υπόθεση εργασίας», που είτε βασίζεται σε πλήρη άγνοια της κατάστασης της ελληνικής κοινωνικής οικονομίας είτε εξηγείται ως μια περίπτωση «στρατηγικής αστοχίας». Ας εξηγηθώ:
Το Μνημόνιο 1 μείωσε τα δημόσια έξοδα (μισθούς, συντάξεις και λοιπές δαπάνες) κατά 25%. Το αποτέλεσμα ήταν, από τη μια μεριά, να μειωθεί το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού, αλλά, από την άλλη, να χαθούν περί τα 45 δισ. από το συνολικό εισόδημα της χώρας, το λεγόμενο ΑΕΠ. Η απώλεια αυτή μείωσε την ικανότητα του κράτους να συλλέγει φόρους κατά τουλάχιστον 10 δισ. Εν συντομία, η ύφεση που έφερε το πρώτο Μνημόνιο αφαίρεσε από το κράτος 10 δισ. δυνητικών φόρων. Αν τα φορολογικά έσοδα δεν μειώθηκαν στον ίδιο βαθμό, αυτό οφείλεται στην πλειάδα νέων φόρων που εισήχθησαν την τριετία του πέρασε, εξαντλώντας ουσιαστικά τις αντοχές της ελληνικής οικογένειας κι επιχείρησης να «προσφέρουν» επιπλέον φόρους στο Δημόσιο. Ό,τι λίπος υπήρξε είτε «κάηκε» στον βωμό της ύφεσης είτε έχει μεταναστεύσει σε άλλα...τραπεζικά συστήματα.
Σήμερα, εν μέσω της μεγαλύτερης ύφεσης στην παγκόσμια μεταπολεμική ιστορία, η κυβέρνηση προτείνει μια περαιτέρω μείωση δαπανών της τάξης του 20% περίπου. Τηρουμένων των αναλογιών με την περίοδο του 1ου Μνημονίου, στην καλύτερη των περιπτώσεων οι δυνητικοί φόροι του κράτους θα μειωθούν κατά τουλάχιστον 8 δισ. Η κυβέρνηση, λοιπόν, μας ζητά να πιστέψουμε το εξής: ότι την ώρα που τα δυνητικά της έσοδα θα μειωθούν κατά 8 δισ., εκείνη θα τα αυξήσει κατά 3 δισ. Και πώς προτείνει να κάνει κάτι τέτοιο; Καταργώντας το αφορολόγητο για όλους (ακόμα και για τα μικρομάγαζα που καρκινοβατούν και για τους, επισήμως, φτωχούς) και επιβάλλοντας πρωτάκουστους νέους φόρους (π.χ. για το δικαίωμα να ζει κάποιος στο σπίτι που κληρονόμησε από τους γονείς του).
Το μέγα όμως σκάνδαλο στην αριθμητική του υπουργείου είναι ότι σε όλη αυτήν τη συζήτηση δεν λέει τίποτα για τη μεγαλύτερη πληγή της οικονομίας μας: το απολύτως πτωχευμένο τραπεζικό σύστημα, το οποίο αντιμετωπίζει το φάσμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (σε ποσοστό 30% όλων των δανείων που έχουν δώσει οι τράπεζες). Με το πιστωτικό σύστημα να έχει αποκλείσει ακόμα και τις κερδοφόρες επιχειρήσεις από τη ρευστότητα που του παρέχει η ΕΚΤ, με τη συνεχιζόμενη (και κατά το υπουργείο Οικονομικών) μείωση των κρατικών και ιδιωτικών επενδύσεων κατά 8% για έκτη συνεχιζόμενη φορά, δεν υπάρχει κανένα νούμερο Δ τέτοιο, που να αφήνει και την παραμικρή ελπίδα ότι το άθροισμα Δ + Ε θα είναι αυτό που λένε, Τρόικα και κυβέρνηση, ότι στοχεύουν.
Θα ρωτήσετε, λογικά: «Ανόητοι είναι; Δεν το γνωρίζουν;». Και βέβαια το γνωρίζουν. Όμως, και εδώ έγκειται ο μεγάλος κίνδυνος για τη δημοκρατία στην Ευρώπη, όλοι τους ψεύδονται, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, στους βουλευτές, στους πολίτες, στους μετόχους τους:
Η γερμανική κυβέρνηση, επειδή δεν θέλει σε καμιά περίπτωση να παραδεχτεί ότι τα δάνεια στην Ελλάδα ήταν ένας τρόπος για να μετα-φορτωθούν στις πλάτες των Γερμανών φορολογουμένων οι ζημιές των γερμανικών τραπεζών. Το ΔΝΤ, επειδή βλέπει τη συμμετοχή του στην Τρόικα ως μοχλό αναβάθμισής του (μετά την παρ’ ολίγον απαξίωσή του πριν από το 2008).
Η ελληνική κυβέρνηση, επειδή ελπίζει ότι, αν δεχτεί να «ματώσει» αρκετά την ελληνική κοινωνία, συμμορφωνόμενη προς τις υποδείξεις ως προς το τεράστιο Δ, η Ευρώπη θα «κουρέψει» και τις απαιτήσεις των Βόρειων φορολογούμενων-δανειστών μας. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, επειδή ένα κούρεμα των ελληνικών ομολόγων που διαθέτει δεν μπορεί να συζητηθεί (και γι’ αυτό αρκούνται στο να παρατηρούν το παιχνίδι της Τρόικας με την ελληνική κυβέρνηση) όσο στους κόλπους της ΕΚΤ διεξάγεται μια τιτανομαχία μεταξύ εκείνων που κατανοούν ότι η λιτότητα αλά ελληνικά υπονομεύει το ίδιο το ευρώ και την Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας, η οποία ήδη σχεδιάζει το νέο μάρκο.
Όσο οι ιθύνοντες επιδίδονται σε μια μισανθρωπική αριθμητική που μοναδικό στόχο έχει να κρύψει τις πραγματικές πολιτικές διεργασίες από τα βλέμματα των Ευρωπαίων πολιτών, η κρίση και η μισαλλοδοξία θα θριαμβεύουν.