Μετά το Ναυαρίνο
Διάχυτη αίσθηση: κάναμε ό,τι μπορούσαμε, και πέρα από το όριο αντοχής. Ματώσαμε, και διαρκώς αιμορραγούμε από ανεργία, ύφεση και ξενιτεμό. Κάναμε ό,τι μας είπανε, σοκαρισμένοι, σπαρταρώντας. Τώρα; Τώρα αφήνουμε τη μοίρα μας στην καλοσύνη των ξένων, σαν την Μπλανς Ντιμπουά, εναποθέτουμε τις ελπίδες μας σε ένα νέο Ναυαρίνο, όπως όταν ξεκινήσαμε. Η ναύαρχος Λαγκάρντ δίνει τη μάχη για λογαριασμό μας, και για λογαριασμό των εξωευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων, για να βουλιάξει το χρέος-Ιμπραήμ που τις και μας κατατρώει. Εμείς, ανήμποροι και πένητες, παρακολουθούμε τη ναυμαχία από τις ακτές της καμένης Πελοποννήσου.
Ανάμεσα στ’ αποκαΐδια μας φουντώνει ο διαρκής εμφύλιος, όπως πάντα. Ποιος φταίει περισσότερο, ποιος άνοιξε τις θύρες να μπει το κακό, μα κυρίως ποιος θα κουμαντάρει το πτωχευμένο κρατίδιο, ποιος θα ’χει το γκουβέρνο της ελληνικής νομαρχίας, θα κανονίζει τα λιγοστά δοσίματα και τους ελάχιστους διορισμούς. Μαχαιρώματα, καπάκια, απειλές.
Η εις Αδου κάθοδος είναι στη μέση ακόμη. Ο παλαιός πολιτικός ιστός έχει φθαρεί, δείχνει όλο και μεγαλύτερα χάσματα, αλλά θα συνεχίσει να ξηλώνεται, φέρνοντας κι άλλο πόνο στην κοινωνία ― αλλά αυτή η καταστροφή είναι και η μόνη που φέρει το σπέρμα της αναγέννησης, της αναδημιουργίας, της ανάδυσης στον πάνω κόσμο, όπως κι αν είναι αυτός όταν θα αναδυθούμε.
Ποιοι, με ποιους; Μπορεί τώρα να μη διακρίνουμε τα πρόσωπα, τις μορφές, τους ηγέτες. Ομως μέσα στους Ελληνες παντού, στις πόλεις, στα νησιά, στο λαβωμένο πλήθος των μικρομεσαίων, στα μορφωμένα νιάτα της διασποράς, στους ποιητές και τους σεμνούς επιστήμονες, παντού μες στη διάχυτη βουβαμάρα και το κράτημα, υπάρχουν υπνώττουσες δυνάμεις, λανθάνουσες, μουδιασμένες τώρα, άνθρωποι άξιοι και έντιμοι, που κρατιούνται μακριά από τη βοή και τη σκόνη. Μπορούμε. Αλλάζοντάς τα όλα, από τη μορφή της δημοκρατικής διακυβέρνησης έως τους εαυτούς μας. Εμάς κυρίως.