Με το μάτι πάντα στο δοιάκι
Tου Νικου Γ. Ξυδακη
Βαριά ασθενής συστημικά, και τελειωτικά αυτοτραυματισμένη μετά την οδυνηρή υπερψήφιση των μέτρων, η Ελλάδα κρατάει τώρα όση ανάσα της απομένει, προσμένοντας τους δανειστές: αν θα κρατήσουν τον λόγο τους, αν θα χορηγήσουν την υπεσχημένη δόση. Στην καλύτερη περίπτωση η δόση θα είναι βαρύ παυσίπονο, οπιούχο, για να μη νιώθουμε τον πόνο της διαρκούς καταστροφής.
Αλλά εν τω μεταξύ η ασθένεια μεταλάσσεται. Δεν κατατρώγουν μόνο ύφεση και ανεργία τους Ελληνες, τώρα θεριεύει μέσα τους ο φόβος και το μίσος ― μικρόβια φονικά που αναπτύχθηκαν με ζήλο και στο γερμανικό επωαστήριο, δύο ολόκληρα χρόνια, από ηγέτες και μαζικά μέσα. Τα φυλετικά στερεότυπα και ο τευτονικός λαϊκισμός απέναντι στον πονηρό Δαίμονα του Νότου υπηρετούν ίσως το όραμα μιας γερμανικής Μεσευρώπης ή απλώς εκλογικές σκοπιμότητες σε μια περίκλειστη απενοχοποιημένη Γερμανία. Ομως πάνω στο δικό μας σώμα τα στερεότυπα μίσους φανερώνονται ήδη σαν ναζιστικοί σπασμοί, σαν επελαύνουσα βαναυσότητα: «Οταν σου μιλάω ρε, να με κοιτάς!»
Και πάλι: Δεν φταίνε οι ξένοι για τα δεινά μας. Αδύναμοι και διανοητικά υποτελείς ηγέτες βαυκάλισαν τον φασουλή λαό, βουλιάξαμε στην αμοιβαία εξαχρείωση, με αλλεπάλληλους αυτοτραυματισμούς μέχρι την αναξιοπρέπεια, την εκμηδένιση. Ηταν αργά όταν ρωτήσαμε: «Το δοιάκι τι έχει; / Η βάρκα γράφει κύκλους, / κι ούτε ένας γλάρος»
Παρ’ όλ΄αυτά. Τώρα. Ας προχωρήσουμε πέρα απ’ τη δόση, λειψή ή ολόκληρη ή καθόλου, πέρα απ’ την παραλυτική προσμονή του εξαρτημένου, πέρα απ’ την καλοσύνη ή τη μοχθηρία των ξένων. Ας σταθούμε όρθιοι μέσα στις λαμπρές λιακάδες του Νοέμβρη, αυτόβουλοι και υπεύθυνοι, ιστορικοί.
Μικρή χώρα πέτρινη, μα τόσο μαγική, τόσο προικισμένη. Μικρός λαός, αλλά αποδεδειγμένα επιβιωτής. Θα ζήσουμε, έτσι ή άλλιώς, στη χερσόνησο και στη διασπορά όπως πάντα. Ας μην ξεχαστούμε όμως: να εφαρμόσουμε τα δικά μας ιαματικά μνημόνια. Και το μάτι πάντα στο δοιάκι.
Βαριά ασθενής συστημικά, και τελειωτικά αυτοτραυματισμένη μετά την οδυνηρή υπερψήφιση των μέτρων, η Ελλάδα κρατάει τώρα όση ανάσα της απομένει, προσμένοντας τους δανειστές: αν θα κρατήσουν τον λόγο τους, αν θα χορηγήσουν την υπεσχημένη δόση. Στην καλύτερη περίπτωση η δόση θα είναι βαρύ παυσίπονο, οπιούχο, για να μη νιώθουμε τον πόνο της διαρκούς καταστροφής.
Αλλά εν τω μεταξύ η ασθένεια μεταλάσσεται. Δεν κατατρώγουν μόνο ύφεση και ανεργία τους Ελληνες, τώρα θεριεύει μέσα τους ο φόβος και το μίσος ― μικρόβια φονικά που αναπτύχθηκαν με ζήλο και στο γερμανικό επωαστήριο, δύο ολόκληρα χρόνια, από ηγέτες και μαζικά μέσα. Τα φυλετικά στερεότυπα και ο τευτονικός λαϊκισμός απέναντι στον πονηρό Δαίμονα του Νότου υπηρετούν ίσως το όραμα μιας γερμανικής Μεσευρώπης ή απλώς εκλογικές σκοπιμότητες σε μια περίκλειστη απενοχοποιημένη Γερμανία. Ομως πάνω στο δικό μας σώμα τα στερεότυπα μίσους φανερώνονται ήδη σαν ναζιστικοί σπασμοί, σαν επελαύνουσα βαναυσότητα: «Οταν σου μιλάω ρε, να με κοιτάς!»
Και πάλι: Δεν φταίνε οι ξένοι για τα δεινά μας. Αδύναμοι και διανοητικά υποτελείς ηγέτες βαυκάλισαν τον φασουλή λαό, βουλιάξαμε στην αμοιβαία εξαχρείωση, με αλλεπάλληλους αυτοτραυματισμούς μέχρι την αναξιοπρέπεια, την εκμηδένιση. Ηταν αργά όταν ρωτήσαμε: «Το δοιάκι τι έχει; / Η βάρκα γράφει κύκλους, / κι ούτε ένας γλάρος»
Παρ’ όλ΄αυτά. Τώρα. Ας προχωρήσουμε πέρα απ’ τη δόση, λειψή ή ολόκληρη ή καθόλου, πέρα απ’ την παραλυτική προσμονή του εξαρτημένου, πέρα απ’ την καλοσύνη ή τη μοχθηρία των ξένων. Ας σταθούμε όρθιοι μέσα στις λαμπρές λιακάδες του Νοέμβρη, αυτόβουλοι και υπεύθυνοι, ιστορικοί.
Μικρή χώρα πέτρινη, μα τόσο μαγική, τόσο προικισμένη. Μικρός λαός, αλλά αποδεδειγμένα επιβιωτής. Θα ζήσουμε, έτσι ή άλλιώς, στη χερσόνησο και στη διασπορά όπως πάντα. Ας μην ξεχαστούμε όμως: να εφαρμόσουμε τα δικά μας ιαματικά μνημόνια. Και το μάτι πάντα στο δοιάκι.