Σαράντα χρόνια, πάνω-κάτω
Της Ευγενίας Λουπάκη
Σαράντα χρόνια τώρα, πάνω -κάτω, περπατάω. Πάνω-κάτω, πάνω -κάτω, την ίδια διαδρομή. Πάνω-κάτω. Αλλοτε πιο γρήγορα, νευρικά, θυμωμένα, άλλοτε πιο αργά, σκεπτικά, κουρασμένα. Πάνω-κάτω. Πολυτεχνείο- Πρεσβεία. Με τα πάνω και τα κάτω.
Ισως γιατί ερωτεύθηκα μια ημερομηνία, που λέει και το τραγούδι, ίσως γιατί αθώοι είμαστε μόνο όταν ονειρευόμαστε, που λέει ένα άλλο τραγούδι, ίσως γιατί γραπώνομαι απ” την αποκοτιά της εφηβείας μου, από εκείνη «την ηλικία της οδύνης», ίσως γιατί εκεί συναντώ τους παλιούς μου φίλους και τα παιδιά τους, με μάτια που δεν αλλάζουν χρώμα, ούτε τρόπο να κοιτάνε, άλλο τραγούδι αυτό, ίσως γιατί η ρίζα με τραβάει βαθιά μέσα στα βουρκωμένα μάτια του Ελασίτη που παραδίνει τ” όπλο του με βουβή λύσσα, ξέροντας ότι παραδίνει την πατρίδα του και τη ζωή του.
Σαράντα χρόνια τώρα, πάνω -κάτω, υπερασπίζομαι το δικαίωμά μου στη συγκίνηση.
Σ’ αυτή τη συνηθισμένη λέξη, κατέληξα μετά από πολλή σκέψη. Αυτό το αλλόκοτο μείγμα πνιγμού, θυμού, απόγνωσης, ελπίδας, αυτά τα ανεξήγητα και απρόσκλητα δάκρυα που μ’ επισκέπτονται κάθε χρόνο στα μέσα του σκυθρωπού Νοέμβρη, δεν είναι άλλο παρά συγκίνηση. Και μη συνοφρυώνεσαι, υποψήφιε σχεδιαστή του αχαρτογράφητου μέλλοντος, άκου προσεκτικά αυτό που σου λέω: Η συγκίνηση δεν είναι όρος συναισθηματικός, είναι όρος βαθιά πολιτικός. Σε παίρνει μαζί της, σε κινεί και σε βγάζει στον δρόμο. Χωρίς να σε νοιάζει αν στον δρόμο είναι εκατό ή εκατό χιλιάδες, αν το Πολυτεχνείο “ξέφτισε” ή έγινε “της μόδας” ξανά. Άκουσέ με προσεκτικά και μην ψάξεις κίνητρα αυτοδικαίωσης πίσω απ’ τα λόγια μου. Σου μιλάει ένας άνθρωπος που ΔΕΝ ήταν μέσα στο Πολυτεχνείο. Σου μιλάει ένας άνθρωπος που συγκινήθηκε.
Κοιτάζω πίσω μου αυτά τα χιλιόμετρα, πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, και νιώθω μια μεγάλη περηφάνια. Γιατί περπατούσα αδιάκοπα, σε πείσμα κάθε μικρού φθόνου και κάθε υψηλής στρατηγικής, που σαράντα χρόνια τώρα, πάνω -κάτω, προσπαθούσαν, επίσης αδιάκοπα, να συκοφαντήσουν, να ευτελίσουν, να μικρύνουν το Πολυτεχνείο. Είτε με την «επισημοποίησή» του, είτε με τη διαρκή αμφισβήτηση της εξεγερτικής του δύναμης, είτε με το σιχαμερό αναμάσημα της «εξαργύρωσης» των αγώνων, το τόσο βολικό για τους απόντες.
Τώρα που το σύνθημα «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία» τό “καναν δικό τους τα σημερινά 18χρονα, γιατί «η Χούντα δεν τελείωσε το ’73″ και ίσως γιατί «αυτός ο κόσμος δεν θ” αλλάξει ποτέ», περπάτησα και πάλι με τους φίλους μου. Πιο ανάλαφρα από κάθε άλλη φορά. Πάνω-κάτω. Αυτή τη συγκίνηση την έχουμε εξαργυρώσει με πολλά χιλιόμετρα δύσκολης, όμορφης ζωής…